Με την κυβέρνηση να κινδυνεύει να καταψηφιστεί και να καταρρεύσει στις αρχές Σεπτεμβρίου, τα οικονομικά προβλήματα της χώρας θα εξακολουθήσουν να απαιτούν αντιμετώπιση. Η Γαλλία παραμένει εγκλωβισμένη σε οικονομική αβεβαιότητα, χωρίς προϋπολογισμό και σύντομα, ίσως, χωρίς κυβέρνηση.

Ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού κάλεσε το κοινοβούλιο να του δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στις 8 Σεπτεμβρίου και, με δεδομένο ότι τα κόμματα της αριστεράς και της άκρας δεξιάς έχουν δεσμευτεί να ρίξουν την κυβέρνηση, στα χαρτιά δεν διαθέτει τις ψήφους για να επιβιώσει.

Την Τρίτη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα προστέθηκε στους διαφωνούντες με την κυβέρνηση Μπαϊρού, συμμαχώντας με τους Οικολόγους και τον ακροδεξιό «Εθνικό Συναγερμό». Προσπαθώντας να αποτρέψει μια καταψήφιση, ο υπουργός Οικονομικών Ερίκ Λομπάρ δήλωσε δημόσια πως η προσφυγή στον διεθνή δανειστή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, «είναι ένα ρίσκο που βρίσκεται μπροστά μας».

Χωρίς τους Σοσιαλιστές, η κεντροδεξιά κυβέρνηση Μπαϊρού δεν μπορεί να επιβιώσει. Κι υπάρχει διευρυμένη συμφωνία μεταξύ οικονομολόγων πως τυχόν πτώση του Μπαϊρού θα προκαλέσει περαιτέρω ανησυχία για την υγεία της οικονομίας της χώρας. Σε μια πρώτη ματιά, η κατάσταση της Γαλλίας δεν φαίνεται να είναι απελπιστική. Η χώρα αποτελεί πυλώνα του ευρωσυστήματος. Το δημόσιο χρέος της είναι χαμηλότερο σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας από αυτό της Ιταλίας, και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της είναι κατά πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ωστόσο, ενώ ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Γαλλίας είναι χαμηλότερος από το 135% της Ιταλίας, η Ρώμη έχει καλύτερο έλεγχο των ετήσιων δαπανών της. Η Ιταλία ίσως αντιμετωπίζει χαμηλή ανάπτυξη, αλλά όχι χαμηλότερη από αυτή της Γαλλίας, και η πρόβλεψη της Κομισιόν είναι για βελτίωση τον επόμενο χρόνο και διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα.

Η Γαλλία, αντιθέτως, κλείνει ταχύτατα το χάσμα με την Ιταλία, καθώς οι προβλέψεις δείχνουν μόνιμο ετήσιο έλλειμμα δαπανών που ωθεί το λόγο χρέους προς ΑΕΠ της Γαλλίας από 113% πέρυσι σε πάνω από 120% ως το τέλος της δεκαετίας. Για τους διεθνείς επενδυτές, δεν μετρά τόσο το απόλυτο μέγεθος του χρέους, όσο η τάση του.

Έτσι, ενώ το κόστος εξυπηρέτησης του γαλλικού χρέους είναι χαμηλό, με 3,5% σε 10ετή ομόλογα όταν το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζει 4,7%, δεν είναι τόσο χαμηλό όσο της Ιταλίας. Ακόμη και η Ελλάδα υπερτερεί της Γαλλίας. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Ελλάδα έχει λόγο χρέους προς ΑΕΠ 158%, αλλά πληρώνει μόλις 3,36% στα 10ετή της ομόλογα. Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει προσπαθήσει να πείσει τον γαλλικό λαό πως τα δημόσια οικονομικά χρειάζονται σοβαρές τομές, χωρίς να πετύχει.

Έχει προειδοποιήσει για εφησυχασμό, λέγοντας πως «τα χρόνια της αφθονίας τελείωσαν». Η πιο αντιδημοφιλής του πράξη μέχρι τώρα ήταν να περάσει την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62, υποστηρίζοντας πως οι υψηλότερες συνταξιοδοτικές δαπάνες βαραίνουν το κράτος και στερούν την οικονομία από έμπειρους εργαζόμενους. Η κυβέρνηση μειοψηφίας του Μπαϊρού προτίθεται να προχωρήσει περαιτέρω. Σχεδιάζει να εξοικονομήσει σχεδόν 44 δισ. ευρώ, ώστε να μειώσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού από το 5,8% του ΑΕΠ πέρυσι σε 4,6% το 2026. Μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προτάσεις είναι η κατάργηση δύο γαλλικών αργιών.
Το μόνο διαθέσιμο σχέδιο διάσωσης φαίνεται να είναι η αναμόρφωση του προϋπολογισμού ώστε να κερδηθεί η στήριξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αν και μήνες διαμάχης την καθιστούν μακρινό ενδεχόμενο. Ο αναλυτής Joseph Dickerson της Jefferies δήλωσε πως παρά την υποχώρηση της αξίας των γαλλικών τραπεζών στο χρηματιστήριο σήμερα, υπάρχουν ελάχιστες συνέπειες από τα υψηλότερα κόστη χρέους ή την πολιτική αστάθεια για τον γαλλικό χρηματοοικονομικό τομέα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Σημείωσε πως η πολιτική κρίση απειλεί περισσότερο την οικονομική ανάπτυξη, παρά τη φερεγγυότητα της κυβέρνησης. Αναλυτές της Goldman Sachs εκτιμούν πως ο Μπαϊρού θα μετριάσει την απαίτησή του για μείωση του ετήσιου ελλείμματος, ως διέξοδο για να σώσει την κυβέρνησή του. Ωστόσο, μεγαλύτερο έλλειμμα «θα σημαίνει περαιτέρω αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και πιθανή εστίαση στις αναπροσαρμογές πιστοληπτικής αξιολόγησης».

Αυτό θα έχει και μια προσωρινή θετική επίπτωση στην οικονομία, διότι «μικρότερη μείωση του ελλείμματος το επόμενο έτος σημαίνει μικρότερη δημοσιονομική πίεση και θα είναι θετική για την ανάπτυξη, όλα τα άλλα ίσα», σημείωσαν. «Όμως, η σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών και η αύξηση της αβεβαιότητας πολιτικής μάλλον θα είναι αρνητικές για την ανάπτυξη. Συνολικά, πιστεύουμε πως η ανάπτυξη πιθανότατα θα παραμείνει στο 0,6% το 2025 και 0,9% το 2026», πρόσθεσαν.

Αυτά τα στοιχεία θα δημιουργήσουν προβληματισμό για τον Μακρόν, που είχε δεσμευτεί για μια πιο δυναμική, αναπτυξιακή οικονομία. Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν πως ελάχιστα σχέδια βρίσκουν ευρεία λαϊκή στήριξη, οδεύει προς το ενδεχόμενο ο προϋπολογισμός να αργήσει πολύ να συμφωνηθεί.