Ένας άνδρας που δολοφόνησε τέσσερις φοιτητές του Πανεπιστημίου του Άινταχο τον Νοέμβριο του 2022 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ η μητέρα ενός από τα θύματα εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της επειδή δεν θα εκτελεστεί.

Ο Μπράιαν Κόχμπεργκερ, 30 ετών, πρώην φοιτητής ποινικής δικαιοσύνης, αρνήθηκε αρχικά τις δολοφονίες, αλλά αργότερα ομολόγησε στο πλαίσιο συμφωνίας που του εξασφάλισε την αποφυγή της θανατικής ποινής.

Ο δράστης εισήλθε κρυφά στο ενοικιαζόμενο σπίτι στο Μόσκοου του Άινταχο, κοντά στο πανεπιστημιακό campus, μέσω της συρόμενης πόρτας της κουζίνας και δολοφόνησε τους Ίθαν Τσάπιν, Ξάνα Κερνόουντ, Μάντισον Μόγκεν και Κέιλι Γκονκάλβες.

Παράλληλα, ποτέ δεν αποκάλυψε το κίνητρό του, ενώ παραμένει ασαφές γιατί άφησε αβλαβείς δύο συγκάτοικους που ήταν παρόντες στο σπίτι.

Πολλαπλά χτυπήματα απο μαχαίρι

Οι νεκροψίες έδειξαν ότι τα θύματα δέχθηκαν πολλαπλές μαχαιριές και πιθανότατα κοιμούνταν κατά την επίθεση, με ορισμένα να φέρουν τραύματα άμυνας.

Ο Κόχμπεργκερ συνελήφθη στο σπίτι των γονιών του στην Πενσυλβάνια περίπου έξι εβδομάδες μετά τα εγκλήματα, ύστερα από εθνική αναζήτηση.

Ο δικαστής Στίβεν Χίπλερ καταδίκασε σήμερα τον Κόχμπεργκερ στο Τέταρτο Περιφερειακό Δικαστήριο του Άινταχο στην πόλη Μπόιζ σε τέσσερις ισόβιες κάθειρξεις χωρίς δυνατότητα αποφυλάκισης για ισάριθμες κατηγορίες ανθρωποκτονίας πρώτου βαθμού. Παράλληλα, του επιβλήθηκε ποινή 10 ετών για διάρρηξη.

Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να απευθύνει δήλωση στο δικαστήριο, όπου θα είχε την ευκαιρία να αποκαλύψει τα κίνητρα των δολοφονιών.

Οι καταθέσεις των συγγενών

Οι συγγενείς των θυμάτων κατέθεσαν την Τετάρτη ενώπιον του δικαστηρίου, με τη μητέρα του δράστη, Μαριάν Κόχμπεργκερ, να παρακολουθεί τη διαδικασία. Η κυρία Κόχμπεργκερ δάκρυσε σε ορισμένα σημεία, καθώς οι άλλοι γονείς περιέγραφαν τον πόνο τους.

Η μητέρα της Κέιλι Γκονκάλβες, Κρίστι Γκονκάλβες, εξέφρασε τη λύπη της που ο δράστης δεν θα εκτελεστεί με εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά εξέφρασε ικανοποίηση για τον τρόπο που θα υποφέρει στη φυλακή.

«Θα σε θυμούνται πάντα ως έναν χαμένο, έναν απόλυτο αποτυχημένο», είπε.

«Η Κόλαση θα σε περιμένει», πρόσθεσε.

Η Άλιβια Γκονκάλβες, αδερφή της Κέιλι, προκάλεσε χειροκροτήματα υποτιμώντας τον Κόχμπεργκερ, που παρέμεινε ανέκφραστος μπροστά στις προσβολές της.

«Δεν κέρδισες τίποτα, απλώς αποκάλυψες τον δειλό που είσαι», ανέφερε. «Είσαι ένας παρανοϊκός, αξιολύπητος, υποχονδριακός χαμένος

Ο πατέρας του θύματος, Στιβ Γκονκάλβες, απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο λέγοντας: «Σήμερα είμαστε εδώ για να τελειώσουμε αυτό που ξεκίνησες.»

Ο δράστης ανταπάντησε με ένα διακριτικό νεύμα.

Ο κ. Γκονκάλβες συνέχισε: «Προσπάθησες να διαλύσεις την κοινότητά μας, προσπάθησες να σπείρεις τον φόβο, προσπάθησες να μας διχάσεις. Απέτυχες.»

Σε δήλωση που διαβάστηκε εκ μέρους της από τη δικηγόρο της, η μητέρα της Μάντισον Μόγκεν, Κάρεν Λαράμι, τόνισε: «Ο καθένας από εμάς θα είχε θυσιάσει τη ζωή του για να ξεπεραστεί από τη δική της

Η κ. Λαράμι δεν απευθύνθηκε απευθείας στον κατηγορούμενο, ο οποίος παρέμεινε ανέκφραστος, αλλά κατέληξε πως η οικογένεια πιθανώς ποτέ δεν θα τον συγχωρήσει ούτε «θα ζητήσει έλεος» για όσα έκανε.

«Οι πράξεις του είναι πολύ φρικτές», ανέφερε.

Σοκάρουν οι μαρτυρίες των επιζώντων

Η Μπέθανι Φανκ, που επέζησε από την επίθεση, δήλωσε στο δικαστήριο για τους συγκάτοικους της: «Μισούσα και ακόμη μισώ ότι δεν είναι πια εδώ, αλλά για κάποιο λόγο, εγώ ακόμα υπάρχω και ζω. Σκέφτομαι αυτήν την κατάσταση κάθε μέρα. Γιατί εγώ; Γιατί εγώ ζω και όχι εκείνες

Περιέγραψε μία από τα θύματα, τη Ξάνα Κερνόουντ, ως «μία στο εκατομμύριο. Ήταν η ψυχή της παρέας.»

Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας της αφιερώθηκε στην ανάμνηση των τεσσάρων αγαπημένων της φίλων που έχασαν τη ζωή τους — περιγράφοντας τις νύχτες που περνούσαν βλέποντας ασταμάτητα reality shows, μαγειρεύοντας μαζί, πηγαίνοντας σε πάρτι στο πανεπιστήμιό τους και την αγάπη που είχαν μεταξύ τους.

Η κατάθεσή της συγκίνησε πολλούς παρευρισκόμενους, προκαλώντας δάκρυα.

Η Ντάιλαν Μόρτενσεν, η δεύτερη συγκάτοικος που επέζησε, ανέφερε ότι υποφέρει από κρίσεις πανικού που την αναγκάζουν να ξαναζεί το τραύμα που βίωσε.

Ανέφερε: «Ήμουν τόσο τρομοκρατημένη που δεν μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου, φοβόμουν ότι αν ανοιγόκλεινα τα βλέφαρά μου, κάποιος θα ήταν εκεί. Έκανα σχέδια διαφυγής σε κάθε μέρος που πήγαινα… Μπορεί να έσπασε κομμάτια μέσα μου, αλλά συνεχίζω να ξαναχτίζομαι κομμάτι κομμάτι.»

Περιέγραψε τον Κόχμπεργκερ ως «ένα άδειο δοχείο, κάτι λιγότερο από άνθρωπο… Ένα σώμα χωρίς ενσυναίσθηση, χωρίς μετάνοια.»

Καθώς μιλούσε, ο δράστης κούνησε ελαφρώς το κεφάλι του.

Πώς συνέλαβε η αστυνομία τον Κόχμπεργκερ

Η μικρή αγροτική κοινότητα του Μόσκοου, στη βόρεια χερσόνησο του Αϊντάχο, δεν είχε βιώσει φόνο για περίπου πέντε χρόνια πριν από τα εγκλήματα.

Οι δολοφονίες προκάλεσαν παγκόσμια δημοσιότητα, καθώς οι αρχές αναζητούσαν τον Κόχμπεργκερ σε ολόκληρες πολιτείες των ΗΠΑ.

Η αστυνομία τον συνέλαβε αφού οι ερευνητές κατάφεραν να ταυτοποιήσουν το DNA του με γενετικό υλικό που βρέθηκε σε θήκη μαχαιριού στον τόπο του εγκλήματος.

Επίσης, είχαν πρόσβαση σε δεδομένα κινητού τηλεφώνου που εντόπισαν τις κινήσεις του το βράδυ των δολοφονιών.

Στοιχεία από ηλεκτρονικές αγορές έδειξαν ότι είχε αγοράσει μήνες νωρίτερα ένα στρατιωτικού τύπου μαχαίρι, καθώς και μια θήκη παρόμοια με εκείνη που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος.