Μέχρι τα τέλη του περασμένου μήνα, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών που παρακολουθούσαν τις στρατιωτικές δραστηριότητες του Ισραήλ και τις συζητήσεις της πολιτικής ηγεσίας της χώρας είχαν καταλήξει σε ένα εντυπωσιακό συμπέρασμα: ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, σχεδίαζε μια επικείμενη επίθεση στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, με ή χωρίς τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Νετανιάχου είχε αφιερώσει πάνω από μία δεκαετία προειδοποιώντας ότι απαιτείται μια συντριπτική στρατιωτική επίθεση πριν το Ιράν φτάσει στο σημείο που θα μπορούσε να κατασκευάσει ένα πυρηνικό όπλο. Ωστόσο, πάντοτε έκανε πίσω μετά από πιέσεις διαδοχικών Αμερικανών προέδρων που, φοβούμενοι τις συνέπειες μιας νέας σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, του δήλωναν ότι οι ΗΠΑ δεν θα συμμετείχαν σε μια τέτοια επίθεση.
Αυτή τη φορά, όμως, η αμερικανική εκτίμηση πληροφοριών ανέφερε ότι ο Νετανιάχου προετοιμαζόταν όχι μόνο για έναν περιορισμένο βομβαρδισμό πυρηνικών εγκαταστάσεων, αλλά για μια πολύ πιο εκτεταμένη επίθεση, η οποία θα μπορούσε να απειλήσει άμεσα ακόμα και το ίδιο το ιρανικό καθεστώς και ότι ήταν έτοιμος να το πράξει μόνος του.
Όπως αναφέρουν οι New York Times, η εξέλιξη αυτή έθεσε τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ μπροστά σε δύσκολες επιλογές. Είχε ήδη επενδύσει σε μια διπλωματική προσπάθεια να πείσει το Ιράν να εγκαταλείψει τις πυρηνικές του φιλοδοξίες και είχε ήδη απορρίψει μια προηγούμενη προσπάθεια του Νετανιάχου, τον Απρίλιο, ο οποίος είχε προσπαθήσει να τον πείσει ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για στρατιωτική δράση. Κατά τη διάρκεια μιας τεταμένης τηλεφωνικής συνομιλίας στα τέλη Μαΐου, ο Τραμπ προειδοποίησε ξανά τον Ισραηλινό ηγέτη να μην προχωρήσει μονομερώς σε επίθεση που θα υπονόμευε τη διπλωματία.
Ωστόσο, τις τελευταίες εβδομάδες, αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ διαπίστωσαν ότι ίσως αυτή τη φορά να μην μπορούσαν να αποτρέψουν τον Νετανιάχου, σύμφωνα με συνεντεύξεις με βασικούς συμμετέχοντες στις σχετικές συσκέψεις και άλλους με γνώση του θέματος. Ταυτόχρονα, ο Τραμπ άρχιζε να χάνει την υπομονή του με την αργή πρόοδο των διαπραγματεύσεων με το Ιράν και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ίσως δεν είχαν νόημα.
Αντίθετα, με τις ισραηλινές αναφορές, ανώτατοι Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν διέθεταν καμία νέα πληροφορία που να δείχνει ότι το Ιράν επιταχύνει την ανάπτυξη πυρηνικής βόμβας, κάτι που θα δικαιολογούσε ένα προληπτικό χτύπημα. Βλέποντας ότι δύσκολα θα μπορούσαν να αποτρέψουν τον Νετανιάχου και ότι πλέον δεν καθόριζαν τις εξελίξεις, οι σύμβουλοι του Τραμπ εξέτασαν εναλλακτικά σενάρια.
Από το να μην κάνουν τίποτα και να αποφασίσουν για τα επόμενα βήματα ανάλογα με το πόσο αποδυναμωμένο θα έβγαινε το Ιράν, μέχρι να συνταχθούν με το Ισραήλ και να συμμετάσχουν σε επίθεση που ενδεχομένως θα αποσκοπούσε και στην ανατροπή του καθεστώτος.
Ο Τραμπ επέλεξε έναν ενδιάμεσο δρόμο, προσφέροντας στο Ισραήλ άγνωστης φύσεως υποστήριξη από τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ για την επίθεση και εντείνοντας παράλληλα την πίεση στο Ιράν να κάνει άμεσα παραχωρήσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ή να αντιμετωπίσει συνεχή στρατιωτική πίεση.
Πέντε ημέρες μετά την έναρξη της ισραηλινής επίθεσης, η στάση του Τραμπ συνεχίζει να μεταβάλλεται. Αρχικά η κυβέρνηση αποστασιοποιήθηκε από τις επιθέσεις, αλλά στη συνέχεια εμφανίστηκε πιο υποστηρικτική, καθώς έγινε φανερή η αρχική στρατιωτική επιτυχία του Ισραήλ.
Πλέον, ο Τραμπ εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να αποστείλει αμερικανικά αεροσκάφη ανεφοδιασμού για την υποστήριξη των ισραηλινών μαχητικών, και να επιχειρήσει καταστροφή του υπόγειου πυρηνικού εργοστασίου στο Φορντό με βόμβες 30.000 λιβρών, ένα βήμα που θα αποτελούσε δραματική στροφή από την αντίθεσή του στη στρατιωτική δράση μόλις δύο μήνες νωρίτερα, όταν υπήρχε ακόμη ελπίδα για διπλωματική λύση.
Η ιστορία που οδήγησε στην ισραηλινή επίθεση είναι η ιστορία δύο ηγετών, του Τραμπ και του Νετανιάχου , οι οποίοι μοιράζονται έναν κοινό στόχο, την αποτροπή του Ιράν από την απόκτηση πυρηνικού όπλου, αλλά παραμένουν καχύποπτοι ο ένας προς τα κίνητρα του άλλου. Παρότι μιλούν συχνά δημόσια για τους ισχυρούς πολιτικούς και προσωπικούς δεσμούς τους, η σχέση τους έχει από καιρό σκιαστεί από δυσπιστία.
Συνεντεύξεις με δεκάδες αξιωματούχους από τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την περιοχή του Περσικού Κόλπου αποκαλύπτουν ότι ο Τραμπ δίσταζε επί μήνες για το πώς, και αν θα περιορίσει τις παρορμήσεις του Νετανιάχου, καθώς αντιμετώπιζε την πρώτη εξωτερική κρίση της δεύτερης θητείας του, με έναν κύκλο συμβούλων που είχε επιλέξει ο ίδιος κυρίως με βάση την πίστη τους.
Φέτος, είπε σε έναν πολιτικό σύμμαχο ότι ο Νετανιάχου προσπαθούσε να τον σύρει σε έναν ακόμα πόλεμο στη Μέση Ανατολή, το είδος πολέμου που είχε υποσχεθεί προεκλογικά ότι θα αποφύγει.
Ωστόσο, άρχισε επίσης να πιστεύει ότι το Ιράν τον εξαπατούσε στις διαπραγματεύσεις, όπως είχε νιώσει και στην περίπτωση του Ρώσου προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν, όταν ο Τραμπ επεδίωκε εκεχειρία και ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία.
Και όταν το Ισραήλ επέλεξε τον πόλεμο, ο Τραμπ πέρασε από τη δυσπιστία ως προς το να δεθεί πολύ στενά με τον Νετανιάχου, στην προοπτική να ενωθεί μαζί του στην κλιμάκωση της σύγκρουσης, αψηφώντας ακόμα και την άποψη ότι δεν υπάρχει άμεση πυρηνική απειλή από το Ιράν.
Καθώς επέστρεφε εσπευσμένα στην Ουάσινγκτον από τη Σύνοδο των G7 στον Καναδά το πρωί της Τρίτης, ο κ. Τραμπ αντέδρασε σε μια δημόσια δήλωση της επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Τουλσί Γκάμπαρντ, ότι η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών δεν θεωρεί πως το Ιράν κατασκευάζει ενεργά πυρηνικά όπλα, παρότι εμπλουτίζει ουράνιο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. «Δεν με νοιάζει τι είπε», απάντησε ο Τραμπ στους δημοσιογράφους. «Νομίζω ότι ήταν πολύ κοντά στο να τα αποκτήσουν».
Για τον Νετανιάχου, οι τελευταίοι μήνες σήμαναν το τέλος μιας μακρόχρονης προσπάθειας να πείσει τις ΗΠΑ να στηρίξουν, ή τουλάχιστον να ανεχθούν, την επιθυμία του να πλήξει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Φαίνεται να εκτίμησε σωστά ότι ο Τραμπ τελικά θα συντασσόταν μαζί του, έστω και απρόθυμα.
Πέρα από τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και τις καταστροφές, η κρίση ανέδειξε και τις εσωτερικές διαιρέσεις στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ανάμεσα σε εκείνους που τείνουν να υποστηρίζουν ανακλαστικά το Ισραήλ, τον στενότερο σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή, και σε εκείνους που επιθυμούν να κρατήσουν την Αμερική εκτός του φαύλου κύκλου βίας της Μέσης Ανατολής.
Στο κέντρο των εξελίξεων βρέθηκε ο Τραμπ, αποφασισμένος να αποτρέψει το Ιράν από την απόκτηση πυρηνικού όπλου, παγιδευμένος μεταξύ της εικόνας ισχύος που ήθελε να καλλιεργήσει και των στρατηγικών και πολιτικών επιπτώσεων μιας επιθετικής ενέργειας κατά της Τεχεράνης.
Όταν ζητήθηκε σχόλιο από τον Λευκό Οίκο, ένας εκπρόσωπος επεσήμανε δημόσιες δηλώσεις του Τραμπ σύμφωνα με τις οποίες «δεν θα επιτρέψει στο Ιράν να αποκτήσει πυρηνικό όπλο».
Η διπλωματική οδός
Το Ισραήλ είχε αρχίσει τις προετοιμασίες για επίθεση στο Ιράν ήδη από τον Δεκέμβριο, μετά την εξόντωση της Χεζμπολάχ και την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, γεγονός που άνοιξε τον εναέριο χώρο για αεροπορική εκστρατεία.
Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου πραγματοποίησε την πρώτη του επίσκεψη στον Λευκό Οίκο κατά τη δεύτερη θητεία Τραμπ στις 4 Φεβρουαρίου. Προσέφερε στον Τραμπ έναν βομβητή με επένδυση από χρυσό και έναν άλλο με επένδυση από ασήμι στον Βανς, παρόμοιες συσκευές με εκείνες που οι Ισραηλινοί είχαν μυστικά εξοπλίσει με εκρηκτικά και πούλησαν εν αγνοία τους σε μαχητές της Χεζμπολάχ, οι οποίοι αργότερα τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν σε μια καταστροφική απομακρυσμένη επίθεση.
Ο Νετανιάχου παρουσίασε στον Τραμπ αναλυτική παρουσίαση για το Ιράν στο Οβάλ Γραφείο, με φωτογραφίες των διάφορων πυρηνικών εγκαταστάσεων της χώρας.
Οι ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών έδειχναν ότι το Ιράν επιδίωκε με πιο ακατέργαστες και ταχύρρυθμες προσπάθειες την κατασκευή πυρηνικού όπλου, ενώ όσο αποδυναμωνόταν, τόσο πλησίαζε στον στόχο. Αν και στον τομέα του εμπλουτισμού ουρανίου η Τεχεράνη απείχε μόνο λίγες ημέρες από το αναγκαίο επίπεδο, υπήρχαν ακόμη άλλες παράμετροι που απαιτούνταν για την ολοκλήρωση του όπλου.
Οι Ισραηλινοί πρόσφεραν επιπλέον ένα επιχείρημα στον Τραμπ: Αν θέλεις η διπλωματία να πετύχει, πρέπει να έχεις έτοιμο ένα στρατιωτικό πλήγμα, ώστε να δώσεις βάρος στις διαπραγματεύσεις. Ιδιωτικά, ανησυχούσαν ότι ο Τραμπ θα αποδεχτεί μια συμφωνία την οποία θεωρούσαν ανεπαρκή, παρόμοια με εκείνη του 2015 που είχε διαπραγματευτεί ο Μπαράκ Ομπάμα, και ότι στη συνέχεια θα τη διαφημίσει ως επιτυχία. Ο Νετανιάχου προειδοποίησε ότι οι Ιρανοί θα μπορούσαν να ξαναχτίσουν την αντιαεροπορική άμυνά τους, η οποία είχε καταστραφεί κατά την ισραηλινή επίθεση του Οκτωβρίου, προσθέτοντας έτσι αίσθηση επείγοντος.
Μετά την εκλογή του τον Νοέμβριο, ο Τραμπ είχε διορίσει έναν στενό του φίλο, τον Στιβ Γουίτκοφ, ως απεσταλμένο του για τη Μέση Ανατολή, αναθέτοντάς του την αποστολή διαπραγμάτευσης συμφωνίας με το Ιράν. Ο Τραμπ, ο οποίος εξελέγη με την υπόσχεση να αποφύγει στρατιωτικές εμπλοκές στο εξωτερικό, φαινόταν να επιθυμεί μια διπλωματική λύση.
Από την αρχή της θητείας του, οι Ιρανοί έδιναν σήματα μέσω διαφόρων χωρών ότι επιθυμούσαν να ανοίξουν διπλωματικό δίαυλο με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Στη συνέχεια, ο Τραμπ έκανε μια δραματική κίνηση: έστειλε προσωπική επιστολή στον ανώτατο ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ.
Στις αρχές Μαρτίου, επισκέπτες στο Οβάλ Γραφείο ή επιβάτες στο Air Force One άκουγαν συχνά τον Τραμπ να τους διαβάζει την «όμορφη επιστολή» του προς τον Αγιατολάχ. Ένας από τους παρευρισκόμενους θυμήθηκε ότι το βασικό μήνυμα της επιστολής ήταν: «Δεν θέλω πόλεμο. Δεν θέλω να σας εξαφανίσω. Θέλω μια συμφωνία».
Ο Τραμπ γνώριζε ότι εισερχόταν σε πολιτικά επικίνδυνο έδαφος. Το ζήτημα Ισραήλ-Ιράν προκαλούσε τη μεγαλύτερη ίσως διάσπαση στον πολιτικό του συνασπισμό, με μια αντιμιλιταριστική πτέρυγα υπό την επιρροή προσωπικοτήτων, όπως ο podcaster Τάκερ Κάρλσον, να αντιπαρατίθεται στους φιλοπόλεμους συντηρητικούς, όπως ο ραδιοφωνικός παραγωγός Μαρκ Λέβιν.
Ωστόσο, στο εσωτερικό της κυβέρνησης, παρά τις εντυπώσεις περί έντονων ιδεολογικών διαφορών μεταξύ «γερακιών» και «περιστεριών» για το Ιράν, η πραγματικότητα διέφερε από την πρώτη θητεία του Τραμπ. Τότε, αξιωματούχοι όπως ο υπουργός Άμυνας, Τζιμ Μάτις, και ο υπουργός Εξωτερικών, Ρεξ Τίλερσον, θεωρούσαν τον πρόεδρο απερίσκεπτο και προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα ένστικτά του.
Αυτή τη φορά, κανένα μέλος της ανώτατης ομάδας δεν έπαιζε αυτό τον ρόλο. Η νέα ομάδα γενικά υποστήριζε τα ένστικτα του Τραμπ και προσπαθούσε να τα υλοποιήσει. Υπήρχαν διαφορές απόψεων, αλλά ελάχιστες, αν όχι καθόλου, έντονες αντιπαραθέσεις για την πολιτική έναντι του Ιράν.
Ο γερουσιαστής Ρούμπιο και ο υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, έδειχναν πάντα σεβασμό στις απόψεις του προέδρου, ακόμα κι αν ο Χέγκσεθ, οποίος είχε στενή σχέση με τον Νετανιάχου, ήταν πιο φιλικά προσκείμενος προς τους Ισραηλινούς από κάποιους συναδέλφους του.
Ο Βανς επανειλημμένα προειδοποιούσε για τον κίνδυνο να παγιδευτούν οι ΗΠΑ σε έναν πόλεμο αλλαγής καθεστώτος, αλλά ακόμα και όσοι υποστήριζαν παραδοσιακά σκληρότερη στάση απέναντι στο Ιράν, στήριξαν τη διπλωματική προσπάθεια του Γουίτκοφ. Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ εκείνη την περίοδο, Μάικ Γουόλτς, γνωστός για τη σκληρή στάση του έναντι του Ιράν, διατηρούσε ωστόσο στενή συνεργασία με τον πιο μετριοπαθή Γουίτκοφ.
Στο επίπεδο των υπηρεσιών πληροφοριών, ο Τζον Ράτκλιφ μετέφερε τις πληροφορίες χωρίς να παίρνει θέση. Και ενώ ήταν γνωστό πως η Τούλσι Γκάμπαρντ είχε έντονα αντιμιλιταριστικές απόψεις, σπάνια τις επέβαλε στον πρόεδρο.
Τον Απρίλιο, η ομάδα Τραμπ ξεκίνησε μια σειρά διαπραγματεύσεων στο Ομάν, με επικεφαλής τον Γουίτκοφ και τον Μάικλ Άντον, διευθυντή σχεδιασμού πολιτικής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Στα τέλη Μαΐου, οι ΗΠΑ παρέδωσαν γραπτή πρόταση στους Ιρανούς.
Η πρόταση καλούσε το Ιράν να τερματίσει πλήρως τον εμπλουτισμό ουρανίου και προέβλεπε τη δημιουργία ενός περιφερειακού κοινοπρακτικού φορέα για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας, που ενδεχομένως θα περιλάμβανε το Ιράν, τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες του Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.