Η Ρωσία είναι διατεθειμένη να πολεμήσει για όσο χρειαστεί, με στόχο την επικράτηση ή την παράδοση της Ουκρανίας, σύμφωνα με δηλώσεις του Βλαντίμιρ Μεδίνσκι, πρώην υπουργού Πολιτισμού και στενού συνεργάτη του Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Μεδίνσκι, ο οποίος είχε διατελέσει αρχιτέκτονας της φιλοπατριωτικής πολιτιστικής πολιτικής του Κρεμλίνου από το 2012 έως το 2020, έχει διακριθεί για την προώθηση παραποιημένης ιστορικής αφήγησης στα σχολεία της Ρωσίας, αλλά και για την υποστήριξη της αποκατάστασης του Ιωσήφ Στάλιν, μέσω μνημείων και την καταδίωξη ιστορικών των Γκουλάγκ.
Ο ίδιος ηγήθηκε πρόσφατα της ρωσικής αντιπροσωπείας στις συνομιλίες με την Ουκρανία στην Κωνσταντινούπολη. Σε τηλεοπτική του συνέντευξη, επικαλέστηκε τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο (1700-1721) για να υπογραμμίσει την αποφασιστικότητα της Μόσχας. «Ο Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος με τη Σουηδία διήρκεσε 21 χρόνια. Μόλις λίγα χρόνια μετά την έναρξή του, ο Πέτρος ο Μέγας πρότεινε ειρήνη στους Σουηδούς… Τι απάντησαν οι Σουηδοί; “Θα πολεμήσουμε μέχρι τον τελευταίο Σουηδό“», σχολίασε σκωπτικά.
Ο πόλεμος εκείνος είχε στόχο την κυριαρχία στην περιοχή της Βαλτικής και έληξε με την ήττα της Σουηδίας. Ο Πούτιν φαίνεται να βλέπει τον εαυτό του ως τον σύγχρονο Πέτρο τον Μέγα, εξάλλου διαθέτει και άγαλμα του τσάρου στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου.
Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το Politico, ο Ρώσος πρόεδρος ενδέχεται να πιστεύει ότι, πέρα από τη στρατιωτική διάρκεια, θα επιτύχει τους στόχους του μέσω εξαντλητικών διαπραγματεύσεων, υπολογίζοντας στον τερματισμό του ενδιαφέροντος του Ντόναλντ Τραμπ για ειρηνευτική συμφωνία.
Η δίωρη τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ Τραμπ και Πούτιν τη Δευτέρα δεν έφερε καμία πρόοδο. Αν και ο Τραμπ στο παρελθόν είχε εκφράσει αισιοδοξία μέσω αναρτήσεών του ότι θα μπορούσε να μεσολαβήσει για μια συμφωνία, πιθανώς ευνοϊκή για τη Ρωσία, μετά την τελευταία συνομιλία φάνηκε να αλλάζει στάση. Αντί να εξοργιστεί από την αδιαλλαξία του Πούτιν, όπως ελπίζει ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο Τραμπ δείχνει να εγκαταλείπει τις φιλοδοξίες του και αποσύρεται από τις προηγούμενες δηλώσεις του ότι μπορεί να τερματίσει τον πόλεμο σε μία μέρα.
Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Τραμπ είχε αποδεχθεί την απόφαση του Πούτιν να μην παραστεί στις συνομιλίες στην Τουρκία και είχε δηλώσει ότι δεν θα υπάρξει τέλος στον πόλεμο μέχρι οι δύο ηγέτες να συναντηθούν αυτοπροσώπως. Τη Δευτέρα, μάλιστα, ανέφερε πως μόνο η Ρωσία και η Ουκρανία μπορούν να διαπραγματευτούν, επειδή «γνωρίζουν λεπτομέρειες που κανείς άλλος δεν γνωρίζει», όπως έγραψε σε ανάρτησή του.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί πως ίσως αποσυρθεί από κάθε προσπάθεια διαμεσολάβησης, δηλώνοντας: «Αυτό ήταν ένα ευρωπαϊκό ζήτημα. Και έτσι έπρεπε να παραμείνει. Αλλά η προηγούμενη διοίκηση μας έπεισε σθεναρά ότι έπρεπε να εμπλακούμε». Συμπλήρωσε πως, αν δεν υπάρξει πρόοδος, «θα αποσυρθώ», μια απειλή που πλέον ακούγεται συχνά.
Παρόμοιο τόνο είχε και ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς: «Θα προσπαθήσουμε να το τερματίσουμε, αλλά αν δεν τα καταφέρουμε, τελικά θα πούμε: “Ξέρετε κάτι; Ήταν μια καλή προσπάθεια, αλλά δεν συνεχίζουμε άλλο“».
Η αντίδραση στο Κρεμλίνο πιθανόν να είναι ειρωνικά χαμόγελα.
Ο Πούτιν και οι συνεργάτες του γνωρίζουν καλά τον Τραμπ, καταλαβαίνουν την τάση του να ξεκινά με ενθουσιασμό και να αποσύρεται όταν οι συζητήσεις μακραίνουν, όπως συνέβη κατά την πρώτη του θητεία με τον Κιμ Γιονγκ Ουν.
Ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, Μπόρις Πιστόριους, εκτιμά ότι η Ρωσία προσφέρει στον Τραμπ το ενδεχόμενο συμφωνίας, με στόχο να κερδίσει χρόνο και να συνεχίσει με «λόγια χωρίς αντίκρισμα». «Ο Πούτιν δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται σοβαρά για την ειρήνη ή μια κατάπαυση του πυρός, τουλάχιστον όχι με όρους αποδεκτούς από άλλους. Ακούω τα λόγια, τις δηλώσεις, αλλά τελικά επιμένω να κρίνω μόνο πράξεις και ενέργειες», δήλωσε ο Γερμανός υπουργός.
Και πράγματι, γιατί να περιμένει κανείς ότι ο Πούτιν θα ενδιαφερθεί σοβαρά για τον τερματισμό του πολέμου;
Το Κρεμλίνο διαχρονικά καθυστερεί σκοπίμως, μια τακτική που εφαρμόζει επανειλημμένα σε διαπραγματεύσεις στις οποίες δεν ενδιαφέρεται να καταλήξει, εκτός αν πληρούνται οι δικοί του όροι.
Κύριος στόχος του: να μην υπάρξει κατάπαυση του πυρός πριν αποσπάσει παραχωρήσεις που ουσιαστικά θα σημάνουν το τέλος μιας δημοκρατικής και ανεξάρτητης Ουκρανίας.
Οι «κόκκινες γραμμές» της Μόσχας παραμένουν απαράλλακτες από την έναρξη της πλήρους κλίμακας εισβολής. Ο Πούτιν και οι στενοί του συνεργάτες τις έχουν διατυπώσει με σαφήνεια: η Ουκρανία να μην ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ, να παραμείνει γεωπολιτικά ουδέτερη, χωρίς δυνατότητα αυτοκαθορισμού και με αυστηρούς περιορισμούς στον στρατιωτικό της εξοπλισμό.
Η Μόσχα απαιτεί επίσης την αναγνώριση της Κριμαίας και των τεσσάρων ανατολικών περιοχών ως τμήμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Και μέχρι να ικανοποιηθούν αυτοί οι όροι, όπως καυχήθηκε ο Μεδίνσκι, η Ρωσία θα συνεχίσει τον πόλεμο, ενισχυόμενη από μια διοίκηση Τραμπ που δεν είναι διατεθειμένη να ασκήσει πίεση στον Πούτιν και που δεν δείχνει πρόθεση να συνεχίσει τη στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία.
Εξάλλου, τόσο ο Τραμπ όσο και ο Βανς υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ένα «ευρωπαϊκό μπέρδεμα» και ότι οι ΗΠΑ δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν εμπλακεί.
Ακόμα κι αν ο Ζελένσκι είχε πρόθεση, κάτι που δεν ισχύει, να υποχωρήσει στις απαιτήσεις του Πούτιν, είναι αμφίβολο αν θα έβρισκε τη στήριξη της ουκρανικής Βουλής ή αν θα κέρδιζε σε δημοψήφισμα. Ο στρατός θα ένιωθε προδομένος και θα αμφισβητούσε αν άξιζε όλη αυτή η θυσία. Η χώρα θα βυθιζόταν σε πολιτική κρίση.
Άρα, γιατί να διαπραγματευτεί σοβαρά ο Πούτιν, όταν το μόνο που φοβάται είναι η πιθανότητα η Αμερική να εγκαταλείψει την Ουκρανία, εάν δεν υπάρξει συμφωνία ειρήνης;
Όπως επεσήμανε η πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στην Ουκρανία, Μπρίτζετ Μπρινκ, αυτός ο συλλογισμός είναι απολύτως λογικός και επηρέασε την απόφασή της να παραιτηθεί τον προηγούμενο μήνα: «Η πολιτική της διοίκησης από την αρχή ήταν να ασκεί πίεση στο θύμα, την Ουκρανία, αντί στον επιτιθέμενο, τη Ρωσία».