Αν και η λέξη μαυροπίνακας είναι ευρέως διαδεδομένη, έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί αυτή αναφέρεται, κυρίως, σε πράσινους πίνακες; Γιατί εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε τη συγκεκριμένη ορολογία ενώ το χρώμα των πινάκων τους οποίους χαρακτηρίζει είναι διαφορετικό;

Η απάντηση έρχεται από το παρελθόν, και μάλιστα περίπου 200 χρόνια πριν. Στις αρχές του 1800, λοιπόν, οι μεγάλοι πίνακες από συνδεδεμένες πλάκες όπου οι δάσκαλοι μπορούσαν να γράψουν ώστε να βλέπουν όλοι οι μαθητές έδωσαν το παρών γύρω στο 1815. Ήταν κατασκευασμένοι από σχιστόλιθο, ή σε αγροτικές περιοχές απλώς ξύλινες σανίδες βαμμένες σε σκούρο χρώμα με ασπράδια αβγών αναμεμειγμένα με τα υπολείμματα καβουρδισμένων πατατών. Αργότερα, κατασκευάζονταν από σκουρόχρωμο ξύλο βαμμένο με σκούρο μελάνι με βάση την πορσελάνη. Στην πραγματικότητα ήταν όντως μαύροι. Και η σχετικά προσιτή και πανταχού παρούσα «τεχνολογία» του ήταν τόσο μεγάλη, που άλλαξε για πάντα την εκπαίδευση. Μάλιστα, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα ακόμη και τα περισσότερα αγροτικά σχολεία στον κόσμο είχαν από έναν τέτοιο πίνακα.

Τον 20ο αιώνα, οι μαυροπίνακες άρχισαν να μοιάζουν λίγο διαφορετικοί, αν και η βασική τους ιδέα παρέμενε η ίδια. Τη δεκαετία του 1930, οι κατασκευαστές άρχισαν να κατασκευάζουν πίνακες χρησιμοποιώντας ένα πράσινο σμάλτο από πορσελάνη με ατσάλινη βάση. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, η τάση του πράσινου πίνακα κιμωλίας είχε διαδοθεί παντού. Οι δάσκαλοι ανακάλυψαν ότι ένα διαφορετικό χρώμα ήταν πολύ πιο άνετο να το κοιτάζεις όλη μέρα, ενώ, ταυτόχρονα, το πράσινο χρώμα από πορσελάνη μείωνε και τη λάμψη του πίνακα. Σε γενικές γραμμές, οι περισσότεροι μαυροπίνακες αντικαταστάθηκαν σιγά σιγά από τους πράσινους «αδελφούς» τους.

Στη δεκαετία του 1990, τα σχολεία άρχισαν να εξοπλίζουν τις αίθουσες διδασκαλίας τους με λευκούς πίνακες, οι οποίοι παράγουν λιγότερη σκόνη, καθώς σε αυτούς οι δάσκαλοι γράφουν με μαρκαδόρο, ενώ σύμφωνα με το The Atlantic, στα τέλη της χιλιετίας, οι λευκοί πίνακες ξεπέρασαν τους πίνακες κιμωλίας με αναλογία 4 προς 1.