Ο κόσμος περιδιαβαίνει τον πεζόδρομο μπροστά από το εργαστήριο – εκθετήριο του Αλέξη Παπαχατζή στην Πλάκα. Όση ώρα διαρκεί η συνέντευξη -είμαστε καθισμένοι στο τραπεζάκι απέναντι από το μαγαζί, κάτω από το γιασεμί και με φόντο την Ακρόπολη- οι περαστικοί κοντοστέκονται στη βιτρίνα του και οι δημιουργίες του τους καλωσορίζουν σε έναν κόσμο γεμάτο φαντασία, συναίσθημα, ευαισθησία και συγκίνηση. Άνθρωποι από ένα σωρό μέρη του κόσμου κοντοστέκονται στον λιτό κι εκλεπτυσμένο χώρο κι αφουγκράζονται τις ιστορίες που «αφηγούνται» τα κοσμήματα. Νιώθουν τα συναισθήματα που αποτύπωνε και ο δημιουργός τους όταν τα έφτιαχνε, στο χέρι φυσικά, κάνοντας τα μέταλλα να μαλακώνουν, να στρογγυλεύουν και να συνθέτουν σκηνικά και στιγμές. «Όλα μπερδεύτηκαν και λίγο από τύχη» λέει ο ίδιος με χιούμορ για το ψηφιδωτό της ζωής του. Έτσι μπερδεύει κι εκείνος ιστορίες, συναισθήματα και εικόνες, φτιάχνοντας τρισδιάστατα κοσμήματα που θυμίζουν σκηνή από ταινία ή θεατρική παράσταση: ο ποδηλάτης που ονειρεύεται το ταξίδι, ο μοναχικός άνδρας που αγναντεύει στο γεφυράκι, η κούνια που κρέμεται στο φεγγάρι, σκάλες, ανεμόμυλοι. Όλα μικρά γλυπτά που διηγούνται μια ιστορία. Στιγμές και συναισθήματα μέσα από τη ζωή, που σμιλεύονται και δίνουν στο ασήμι μορφή- και ψυχή. -Προέρχεσαι από οικογένεια με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Σε επηρέασε αυτό στο πώς επέλεξες και ο ίδιος να εκφραστείς; Ο πατέρας μου είναι σκηνογράφος και δούλευα μαζί του, φτιάχναμε σκηνικά για παραστάσεις. Οπότε ήμουν από μικρός μέσα στα εργαστήρια. Μετά η μητέρα μου άνοιξε εργαστήριο κεραμικής, πάλι μέσα στα εργαστήρια βρέθηκα να μεγαλώνω και να παίζω με τους πηλούς, οπότε μου ήταν πολύ οικείο να εκφραστώ κι εγώ με αυτόν τον τρόπο. Το κόσμημα το ξεκίνησα αναγκαστικά, γιατί όταν άνοιξα το καινούριο μου εργαστήριο ήταν πολύ μικρό και δεν μπορούσα να έχω καμίνια και τροχούς. Και ασχολήθηκα με το μέταλλο, με το οποίο μπορείς να δουλέψεις και μόνο σε έναν πάγκο. – Τι σπουδές έχεις κάνει; Πήγαινα λίγο όπου φυσάει ο άνεμος, ό,τι μου άρεσε έκανα. Ξεκίνησα από κεραμική, πήγα σε σχολή, μετά κλείσαμε τα εργαστήρια και ασχολήθηκα με το μέταλλο. Μου άρεσε η φωτογραφία, έκανα κάποια σεμινάρια. Μου άρεσε ο κινηματογράφος, πήγα σε σχολή για οπερατέρ. Τότε τα οικονομικά δυσκόλεψαν κι άρχισα να δουλεύω σε θέατρα, στον φωτισμό. Κάποια στιγμή ανέλαβα τον φωτισμό και σε μία παράσταση μαριονέτας, μου άρεσε κι αυτό πολύ κι έτσι ασχολήθηκα και με το κουκλοθέατρο. Ακόμα δουλεύω στον χώρο αυτόν, δεν παράτησα όμως ποτέ το κόσμημα, από αυτό ζούσα. Κάπως νομίζω πως τα πάντρεψα όλα μαζί. Δηλαδή, φτιάχνω κοσμήματα, που θέλω να έχουν μία ιστορία, να είναι κουκλοθεατρικά, να είναι σαν σκηνές από θεατρική παράσταση. Κι έτσι μπερδεύτηκαν όλα, λίγο και από τύχη (γέλια). – Και κάποια στιγμή αποφάσισες από όλα αυτά να ασχοληθείς με το κόσμημα ή είναι αυτό μόνο μία στάση, και για το μέλλον δεν ξέρεις; Νομίζω ότι μέχρι να «φύγω» κόσμημα θα κάνω, αλλά δεν θέλω να κάνω μόνο αυτό, θέλω να κάνω κι άλλα πράγματα. Να, τον τελευταίο καιρό ασχολούμαι και με μηχανολογικά πράγματα που έμαθα από τον δάσκαλό μου στον κουκλοθέατρο, τον Στάθη Μαρκόπουλο, και έχω «κολλήσει» με τα γρανάζια και τους μηχανισμούς. Θέλω να κάνω κοσμήματα με κίνηση, για την ακρίβεια με διαφορετικές κινήσεις, να τα γυρνάς και να κάνουν σε διαφορετικούς χρόνους διαφορετικά πράγματα, σαν αυτόματα. Και δεν ξέρω, ό,τι άλλο μου έρθει! – Πώς γεννιέται η ιδέα που τελικά παίρνει μορφή στα κοσμήματά σου; Πιο πολύ από τα συναισθήματά μου τη δεδομένη στιγμή. Γίνεται κάτι και κάθε συναίσθημα μπορεί να μου βγάλει μία δημιουργία. Για παράδειγμα όλα αυτά που γίνονται με τους πρόσφυγες με γέμισαν στεναχώρια κι έφτιαξα κάποια αντικείμενα με αυτή την αφορμή- τα οποία δεν είναι προς πώληση, δεν μπορώ να βγάλω λεφτά από τις εικόνες παιδιών που πέθαιναν. Άλλο παράδειγμα, η χαρά που ένιωσα όταν γεννήθηκε η κόρη μου, τότε έφτιαχνα κοριτσάκια. Είμαι ερωτευμένος, θα κάνω έναν ερωτευμένο που κάθεται και αγναντεύει στο γεφυράκι. Αυτά τα συναισθήματα και η ίδια η ζωή με οδηγούν. – Πόσο χρόνο επενδύεις στη δημιουργία των κοσμημάτων; Όλη τη μέρα, όλες τις μέρες της εβδομάδας. Κι όταν πάω διακοπές πάλι σκέφτομαι και ζωγραφίζω σχέδια για να τα φτιάξω επιστρέφοντας. Ανάλογα το κομμάτι μπορεί να μου πάρει έως και τρεις ημέρες. Αυτό αν είναι ένα σχέδιο που πάω να το ξεκινήσω από την αρχή. Μετά, βρίσκω τον τρόπο και το κάνω πιο γρήγορα. Κάποιες φορές δεν μου έρχεται καμία ιδέα και καθώς ξεκινάω να φτιάξω κάτι μικρό χτίζεται σιγά σιγά το τελικό σχέδιο χωρίς να το έχω σκεφτεί από πριν. Και όταν καμιά φορά βαριέμαι το μέταλλο πιάνω το ξύλο, κάνω έτσι ένα «διάλειμμα», και συνεχίζω. Μπορεί να κοιτάω και το ταβάνι και να μη μου έρχεται καμία ιδέα, συμβαίνει κι αυτό. Άλλοτε το απολαμβάνω κι άλλοτε με τσαντίζει, δεν μου βγαίνει τίποτα και νιώθω άχρηστος. – Είσαι και στη ζωή σου έτσι, με πολλή φαντασία και συναίσθημα; Αυτός είμαι. Νομίζω είμαι αυτό που βλέπετε μέσα από τη δουλειά μου. – Υπάρχει κάποιο κόσμημα που το ξεχωρίζεις γιατί κάτι σημαίνει για σένα; Ναι, μου συμβαίνει με πάρα πολλά κοσμήματα και τα περισσότερα τα χαρίζω στη γυναίκα μου, δεν τα πουλάω. Ή στην κόρη μου. Εχθές έφτιαξα κάτι που μου είχε ζητήσει η κόρη μου, δεν θα το έκανα ποτέ από μόνος μου αλλά το διασκέδασα πολύ γιατί όταν ήρθε και το είδε ξετρελάθηκε! – Κι όταν δεν είσαι στο εργαστήριό σου τι κάνεις; Παίζω με την κόρη μου και μιλάω με τη γυναίκα μου. Συνήθως φεύγω από το σπίτι το πρωί και γυρνάω το βράδυ, κι όταν γυρίζω παίζω λίγο με τη μικρή και μετά με τη γυναίκα μου ξενυχτάμε μιλώντας. Ακόμα, μετά από εννιά χρόνια. Μου λείπει. Όταν φεύγω το πρωί και η κόρη μου θέλει να καθίσουμε μαζί λίγο παραπάνω, δεν της λέω ποτέ πως πρέπει να πάω στη δουλειά. Της λέω πως θέλω να πάω στη δουλειά. Και γιατί θέλω, ειλικρινά, και γιατί δεν θέλω να ακούει αυτό το «πρέπει» και να κάνει κι εκείνη πράγματα επειδή «πρέπει». Θέλω να της περάσω- κι αυτό ο Στάθης Μαρκόπουλος μου το έμαθε- πως είναι σημαντικό να κάνεις πράγματα γιατί σου αρέσουν, να περνάς καλά με αυτά που κάνεις και με τη δουλειά σου. Νομίζω πως κάνοντας αυτό που θέλει μπορεί καθένας να πετύχει. – Με τι υλικά δουλεύεις; Ασήμι, αλπακά, μπρούντζο, με όλα τα μέταλλα βασικά. Και χρυσό, καμιά φορά. Μπορώ να ζήσω όμορφα με τα χρήματα που βγάζω και θέλω τα κοσμήματά μου να είναι όλα προσιτά. Δεν θα ήθελα να φτιάξω κοσμήματα με πανάκριβα υλικά, που δεν θα ήταν για όλο τον κόσμο. – Είσαι στο κέντρο της Αθήνας, στην Πλάκα, εδώ και πέντε χρόνια. Έχεις δει αλλαγές όσο βαραίνουν τα χρόνια της κρίσης πάνω στον κόσμο; Εδώ επειδή είναι τουριστικό μέρος νομίζω πως υπάρχει μία άνοδος. Νομίζω πως ο τουρισμός έχει ανέβει αλλά είναι τόσες οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους ελεύθερους επαγγελματίες που τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Μία υγιής επιχείρηση δεν μπορεί να είναι και τόσο υγιής λόγω της φορολογίας. Η περιοχή είναι όμως ζωντανή όλο τον χρόνο και έχει δουλειά όλο τον χρόνο. Δουλεύω και με Έλληνες και με τουρίστες, δίνω και σε κάποια επιλεγμένα μαγαζιά τα κοσμήματά μου, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σκωτία, Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία, Ουγγαρία, Νορβηγία, Κύπρο, Ιταλία. – Έχεις όμως και «θητεία» στον δρόμο αλλά και σε άλλες δουλειές… Ναι, από πολύ μικρός, από 8 χρονών, έφτιαχνα κοσμήματα κεραμικά και από τα 15 μου τα πουλούσα στον δρόμο, σε νησιά πιο πολύ. Παράλληλα δούλευα στο θέατρο, έχω περάσει και από ένα κανάλι ως οπερατέρ, έχω δουλέψει σε πιτσαρίες, κούριερ, σε συναυλίες, σε ταβέρνες, σε φωτοτυπάδικο… Είναι πολύ ωραία να δουλεύεις στον δρόμο, σου δίνει ελευθερία αλλά σου δημιουργεί και μία ανασφάλεια. Είσαι εκτεθειμένος στον δρόμο, έχει τα καλά του και τα κακά του και κάποια στιγμή θέλεις και λίγο τη φωλίτσα σου. Εγώ μετά από κάποιο διάστημα είχα την ανάγκη να έχω τη δική μου, ένα εργαστήριο, το μαγαζί. Αλλά ήμουν κρατοφοβικός! Είχε ξεκινήσει και η κρίση… Κι έτσι για το μαγαζί μπορώ να πω πως «ευθύνεται» κατά κύριο λόγο η κόρη μου, υπήρξε η ανάγκη να έχει νοσοκομειακή περίθαλψη, μία «βάση». Τότε σκεφτόμουν πού να ανοίξω το μαγαζί, έλεγα μήπως έπρεπε να είναι πιο κεντρικά, ίσως κάπου στο Σύνταγμα. Κοιτούσα τα μαγαζιά εκεί, κοιτούσα και αυτό εδώ το μαγαζί και το ζαχάρωνα. Και είπα «εδώ θέλω» κι ας μην έχει πολύ κόσμο. Γιατί φανταζόμουν την κόρη μου να τρέχει στον πεζόδρομο μπροστά, να έρχεται να τη βλέπω- όπως και γίνεται. Και τρεις μήνες πριν γεννηθεί το νοίκιασα. Μου αρέσει εδώ. Και τελικά- γι’ αυτό λέω πως όταν κάνεις αυτό που θέλεις πραγματικά, θα πετύχεις- η δουλειά ήρθε, κι αυτό έγινε εδώ. Το μαγαζί πηγαίνει πάρα πολύ καλά. – Για την κόρη σου τι εύχεσαι; Να είναι ευτυχισμένη και να κάνει πράγματα που την ευχαριστούν. Κι ας είναι ό,τι θέλει.