Στη χρωματιστή εξέδρα των Κονγκολέζων, που ξεχωρίζουν αγωνιστικά στο Κύπελλο Εθνών Αφρικής, την προσοχή έχει μονοπωλήσει ένας φίλαθλος–ακτιβιστής, γνωστός πλέον με το όνομα «Λουμούμπα».

Την ώρα που οι συμπατριώτες του, ως ποδοσφαιριστές, εκπροσωπούν τη χώρα στον αγωνιστικό χώρο, εκείνος στέκεται μόνος του στην κερκίδα, συμβολίζοντας ολόκληρο το έθνος. Εμφανίζεται πάντα με επίσημο ντύσιμο, φορώντας κοστούμι στα χρώματα της σημαίας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό: άλλοτε κυριαρχεί το έντονο γαλάζιο, άλλοτε το κίτρινο, με διακριτικές πινελιές κόκκινου.

Πριν από τη σέντρα, ο «Λουμούμπα» υιοθετούσε διάφορες στάσεις, με πιο χαρακτηριστική εκείνη όπου κάλυπτε το στόμα του με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο σχημάτιζε ένα πιστόλι στραμμένο προς τον κρόταφό του.

Με την έναρξη του αγώνα, μετατράπηκε σε… άγαλμα. Παρέμεινε ακίνητος σε όλη τη διάρκεια της αναμέτρησης, αναπαριστώντας συνειδητά το γλυπτό που υπάρχει στην πατρίδα του και είναι αφιερωμένο στον ηγέτη της ανεξαρτησίας του Κονγκό, Πατρίς Λουμούμπα. Ο ιστορικός αυτός ηγέτης δολοφονήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1961, σε ηλικία μόλις 35 ετών.

Ο Πατρίς Λουμούμπα υπήρξε Κονγκολέζος πολιτικός και κορυφαία μορφή του αγώνα για την ανεξαρτησία. Τον Μάιο του 1960 εξελέγη πρώτος πρωθυπουργός της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, τότε γνωστής ως Δημοκρατίας του Κονγκό, και παρέμεινε στο αξίωμα από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Από το 1958 έως τη δολοφονία του το 1961 ήταν επικεφαλής του Κονγκολέζικου Εθνικού Κινήματος (MNC).

Πολιτικός με φανατικούς υποστηρικτές αλλά και σφοδρούς αντιπάλους, ο Λουμούμπα διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη μετάβαση του Κονγκό από βελγική αποικία σε ανεξάρτητο κράτος — ή, πιο σωστά, σε μια δημοκρατία που πάλεψε εξαρχής να σταθεί στα πόδια της.

Η πράξη του «σύγχρονου Λουμούμπα» στις εξέδρες των γηπέδων του Μαρόκου είναι ιδιαίτερα δυνατή ως εικόνα. Απλή στη μορφή της, αλλά φορτισμένη με βαθύ συμβολισμό. Την ίδια στιγμή που τα βλέμματα της Αφρικής είναι στραμμένα στις αγωνιστικές εξελίξεις, το παγκόσμιο ποδοσφαιρικό κοινό παρακολουθεί επίσης. Και όλα αυτά, ενώ την τελευταία εβδομάδα περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι στο Κονγκό αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο Μπουρούντι, προσπαθώντας να σωθούν από τις συγκρούσεις.