Πέρασαν οχτώ χρόνια από το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 2005, όταν στο μικρό χωριό Τριανταφυλλιά των Σερρών, έφτασε η θλιβερή είδηση ότι ο Θόδωρος Βουλγαρίδης, 41 χρόνων, πατέρας δυο μικρών παιδιών, μετανάστης στη Γερμανία,δολοφονήθηκε.

Η γερμανική αστυνομία ενημέρωσε τότε τους συγγενείς ότι ο Βουλγαρίδης έπεσε θύμα εγκληματικής ενέργειας, που σχετιζόταν με ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ούτε τα στενά συγγενικά του πρόσωπα, ούτε οι συγχωρινοί του πείστηκαν τότε απο την εκδοχή των γερμανικών αρχών, περί φόνου σχετιζόμενου με το ποινικό δίκαιο. Μια κηλίδα όμως, είχε σχημαστιστεί τόσο για την οικογένειά του όσο και για την μικρή κοινωνία, που γνώριζε τον Θόδωρο Βουλγαρίδη.

Θα χρειαστεί να περάσουν τα οχτώ χρόνια για να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να δικαιωθούν η δύστυχη μητέρα του, που ουδέποτε αποδέχθηκε την ετυμηγορία της γερμανικής αστυνομίας, αλλά και οι συγχωριανοί του. Κυρίως, όμως, η τραγική μάνα, Ευδοξία Βουλγαρίδη.

Το ΑΠΕ-ΜΠΕ τη συνάντησε στο σπίτι της, στην Τριανταφυλλιά Βισαλτίας, 30 χιλιόμετρα από τις Σέρρες. Άνοιξε την καρδιά της,  έδειξε τις φωτογραφίες του γιου της και πήγε στον τάφο του, που βρίσκεται στο νεκροταφείο του μικρού χωριού, μόλις λίγα μέτρα από το σπιτικό του.

Ο χρόνος για την Ευδοξία Βουλγαρίδη γύρισε σαράντα χρόνια πίσω όταν αναγκάστηκαν, όπως λέει, να ξεριζωθούν λόγω της ανεργίας και να μεταναστεύσουν στη Γερμανία.

«Ο Θόδωρος ήταν μόλις οχτώ χρονών και ο αδερφός του δυόμιση, ο άνδρας μου ήταν οργανοπαίχτης, μέναμε σε ένα μικρό σπιτάκι στην Τριανταφυλλιά, η ανεργία μάστιζε την Ελλάδα, μας κάλεσαν στη Γερμανία, ήταν η χώρα του παραδείσου στα μάτια μας, φύγαμε, ξεριζωθήκαμε για μία καλύτερη μέρα. Τα παιδιά πήγαν σε γερμανικό, αλλά και σε ελληνικό σχολείο, μεγάλωσαν και έπιασαν δουλειά. Ο Θόδωρος έμαθε και την τέχνη του κλειδαρά, δούλευε όμως και σαν κρατικός υπάλληλος, ως εκλεγκτής τραίνων και πολλές φορές βοηθούσε στα δέματα».

«Είμαι καλά μάνα της έλεγε», η Γερμανία ήταν πλέον η πατρίδα της οικογένειας Βουλγαρίδη. Τα χρόνια πέρασαν ο Θόδωρος Βουλγαρίδης Έλληνας και Γερμανός μαζί, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε μία συνάδελφό του Γερμανίδα, έκανε γάμο πολιτικό, καθώς γονείς και συγγενείς αντέδρασαν στην απόφασή του να μην παντρευτεί Ελληνίδα. Αυτός, όμως, αντιρατσιστής και με ήθη και αρχές ελληνικές παντρεύτηκε το κορίτσι που αγάπησε μόλις ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία στην Ελλάδα, για έξι μήνες, όπως κάνουν οι Έλληνες μετανάστες.

Γύρισε στη Γερμανία και συνέχισε τη ζωή του κάνοντας όνειρα για το μέλλον. Κατάφερε, τελικά, να ανοίξει ένα μικρό κλειδαράδικο, όνειρο ζωής, που το είχε από τα μαθητικά του χρόνια.

Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια γι΄ αυτόν και την οικογένειά του. Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 2005, ο Θόδωρος δούλευε στο μαγαζί του, η μάνα του τον επισκέφτηκε το πρωί, όλα κυλούσαν ομαλά και χωρίς καμία υποψία για το τι θα συνέβαινε. Την ήσυχη γειτονιά του Μονάχου τάραξαν οι σειρήνες του ασθενοφόρου και της αστυνομίας.«Κάτι έγινε», είπαν η μάνα του και η γειτόνισσα, που πίνανε τον απογευματινό τους καφέ.

Σε λίγο χτύπησε η πόρτα, η μικρή της εγγονή έτρεξε με δάκρυα στα μάτια κοντά της και την αγκάλιασε. «Σε λίγο εμφανίστηκαν η «Κρεμινάλε», όπως χαρακτηριστικά λέει τους αστυνομικούς, μία ψυχολόγος και τέσσερις αστυνομικοί», εξιστορεί η κ. Ευδοξία με δάκρυα στα μάτια και χέρια που τρέμουνε, καθώς ξαναζεί εκείνες τις στιγμές.

-Σκοτώσανε τον γιο σας της είπαν οι αστυνομικοί.

– Τι λέτε τρελαθήκατε; τους απαντά και χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της.

Στο νου της έρχεται το κακό όνειρο που είδε: Χιόνιζε, θυμάται, κατακαλόκαιρα στο σπίτι της και κάποιοι χόρευαν στην αυλή της…

Θέλει να τρέξει κοντά στο παιδί της αλλά δεν την αφήνουν, είναι ο παπάς εκεί της λένε και ψέλνει τρισάγιο. Την κρατάνε. «Όχι δεν πρέπει να τον δεις, δεν θα τον γνωρίσεις, του διέλυσαν με τρεις σφαίρες το κεφάλι», της λένε ψυχρά, «αλλά δεν υπέφερε» προσθέτουν.

Έχασε το στήριγμα η οικογένεια, όπως λέει, έχασε τον πρωτότοκο γιο, που είχε αναλάβει και χρέη πατέρα, καθώς τον έχασε στη Γερμανία χτυπημένο από την επάρατη νόσο. Για λίγες μέρες την κρατούν σε κλινική λόγω νευρικού κλονισμού, ο μικρός αδερφός ο Γαβριήλ χάνει τον κόσμο του, τον άνθρωπό του, πατέρα και αδελφό μαζί.

Ο Γολγοθάς της οικογένειας τώρα ξεκινά. Φόβοι για τη ζωή τους, άγνωστοι οι δράστες, ανεξήγητο το γιατί, καχυποψία από τους γείτονες στη Γερμανία, λόγια πίσω από την πλάτη τους στο μικρό χωριό της Ελλάδας, στην Τριανταφυλλιά.

«Ήταν μπλεγμένος»,θα πουν τότε οι κάτοικοι του μικρού χωριού, που κοίταζαν την κ Ευδοξία με καχυποψία την ώρα της κηδείας του Θόδωρου, όταν μεταφέρθηκε η σορός του στην Τριανταφυλλιά, επιθυμία που είχε εκφράσει όταν ήταν εν ζωή.

«Για χρόνια πήγαινα στην αγορά και στα καφενεία που ήταν οι Έλληνες και συνέχιζαν να μιλάνε πίσω από την πλάτη μου. Σταματήστε τους έλεγα, ο γιος μου ήταν ένας άγγελος, αλλά κανείς δεν με πίστευε».

Καταθέσεις και ξανά καταθέσεις στα αστυνομικά τμήματα της Γερμανίας χωρίς κανένα αποτέλεσμα, «η καχυποψία πέρασε και στο δικό μου μυαλό καθώς άρχισα να πιστεύω ότι η νύφη ήταν πίσω από όλα καθώς σκόπευε να χωρίσει με το γιο μου», εξομολογείται η κ Ευδοξία. «Άρχισα να φοβάμαι ότι θα έρθουν και άλλα κακά, η αστυνομία μας παρακολουθούσε, τους βλέπαμε, τους έβλεπε και ο κόσμος. Έμεινα άλλα πέντε χρόνια στη Γερμανία και γυρίσαμε πίσω. Όπου κι αν ήμασταν όμως, ήμασταν χωρίς πατρίδα. Η Γερμανοί πίστευαν ότι ο γιος μου είχε μπλέξει, οι Έλληνες το ίδιο. Το θέμα σιγά – σιγά άρχισε να ξεχνιέται, άλλοι νόμιζαν ότι εγώ δεν ήμουνα καλά.«Έχει νευρικά η κ Ευδοξία», έλεγαν στο μικρό χωριό την Τριανταφυλλιά, ένα χωριό από πρόσφυγες του Πόντου που έζησαν το ξεριζωμό.

Και ξαφνικά πριν δύο καλοκαίρια το τηλέφωνο της κ Ευδοξίας χτύπησε. Ήταν το εγκληματολογικό του Μονάχου. «Κυρία Βουλγαρίδη, μου είπαν, πρέπει να σας ζητήσουμε ένα μεγάλο συγνώμη, ο γιος σας έπεσε θύμα νεοναζιστών.Το ακουστικό του τηλεφώνου έφυγε από τα χέρια της. Δικαίωση μετά από έξι χρόνια, το όνομα της οικογένειας αποκαταστάθηκε, το χωριό άλλαξε συμπεριφορά. Μας υποδέχθηκε σήμερα με χαρά, μας έδειξε το σπίτι της κ Ευδοξίας, μας μίλησε με τα καλύτερα λόγια για το «παλικάρι» όπως τον χαρακτήρισαν που χάθηκε άδικα από το μίσος κάποιων ρατσιστών που ξεκλήρισαν εννέα οικογένειες στη Γερμανία, ικανοποιώντας τον θυμό τους και το αρρωστημένο τους μυαλό.

Με δέκα χιλιάδες ευρώ αποζημίωσε το γερμανικό κράτος την κ Ευδοξία.

«Ζητώ να δικαιωθεί ο γιος μου και η οικογένειά μου», λέει η κ Ευδοξία και απευθύνει μήνυμα σε όλους τους ρατσιστές που στρέφονται κατά μεταναστών, είτε βρίσκονται στην Ελλάδα, είτε στη Γερμανία. «Αυτό που έπαθα εγώ δεν θέλω καμία μάνα να το ζήσει. Πήραν τη ζωή του γιου μου είχε άλλα τόσα χρόνια να ζήσει, δεν φταίνε σε τίποτα οι μετανάστες που θέλουν μόνο μία καλύτερη ζωή»,αναφέρει.

Δίπλα στην κ Ευδοξία βρίσκεται ο αγαπημένος θείος του Θόδωρου Βουλγαρίδη, ο κ. Χρήστος, λιγομίλητος με βουρκωμένα μάτια, δεν θέλει να αναφερθεί στα όσα συνέβησαν. Αισθάνεται όμως, δικαιωμένος για το «καθαρό» όνομα, όπως λέει, του ανιψιού του και πληγωμένος για τη στάση του κόσμου. Στα μάτια του όμως φαίνεται η οργή για όλους αυτούς που δηλώνουν ρατσιστές και στο όνομα κάποιου εμβλήματος,εξοντώνουν αθώους ανθρώπους.