Πολλά είναι τα fakenews της Νέας Δημοκρατίας: «Εξαίρεση στην Ευρώπη ο ΣΥΡΙΖΑ για τους φράχτες». «Τίποτα δεν γνώριζε ο κ. Μητσοτάκης για τις υποκλοπές, τα Τέμπη ή την έκθεση Τσιόδρα-Λύτρα». «Λειτουργεί η τηλεδιοίκηση στη Λάρισα». «Ο αέρας έφερε το Ορούτς Ρέις στα νερά μας». Σίγουρα όμως το χρυσό μετάλλιο της παραπληροφόρησης πηγαίνει στα όσα λένε για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση του ΣΥΡΙΖΑ (το «νόμο Κατρούγκαλου». Το τελευταίο ήταν ότι με αυτόν, τάχα, αυξήθηκε το όριο ηλικίας στα 67 χρόνια. Πρόκειται, προφανώς, για καθαρό, γυμνό ψέμα. Το όριο ηλικίας που είχε ήδη αυξηθεί με τους νόμους 3863/2010 και 3865/2010 της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, καθορίσθηκε στο 67ο έτος με το άρθρο πρώτο, παρ. ΙΑ.4 του νόμου 4093/2012 της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, ως «το γενικό όριο ηλικίας από 1.1.2013» παντού, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Αντίθετα, ο μεν νόμος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης 4387/2016, ο λεγόμενος «νόμος Κατρούγκαλου», δεν περιείχε καμιά αναφορά σε ηλικιακά όρια, ο δε ν. 4336/2015, ο οποίος ενσωμάτωσε τον Ιούλιο του 2015 τις δεσμεύσεις του τρίτου μνημονίου (το οποίο, θυμίζω, υπερψηφίστηκε και από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι), ρύθμισε απλώς εξαιρέσεις που είχαν απομείνει, ορίζοντας νέες μεταβατικές περιόδους.

Τα ψέματα όμως δεν είναι ένα και δύο, είναι λεγεώνα. Αίφνης ακούμε να διαδίδεται ασύστολα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτός που έκοψε τα δώρα από τους συνταξιούχους, ότι συνολικά οι περικοπές επί της διακυβέρνησης μας ήταν πολλαπλάσιες αυτών της ΝΔ, ακόμη και την τερατολογία ότι τάχα ήταν 75 δις, ενώ το σύνολο της συνταξιοδοτικής δαπάνης το 2016 ήταν στο ένα τρίτο αυτού του ποσού. Είναι εύκολο να δει κάθε συνταξιούχος ποιος και πόσο του περιέκοψε τις αποδοχές του: ας δει στην ανάλυση της σύνταξης που του έρχεται κάθε μήνα πότε επιβλήθηκαν οι περικοπές. Το 90% από αυτές έγινε επί κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.

Όμως η βασική διαφορά της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης από τα διαδοχικά τσεκουρώματα που προηγήθηκαν δεν είναι ποσοτική, αλλά ποιοτική και ουσιαστική. Όταν ήρθαμε εμείς στην διακυβέρνηση της χώρας, παρά τις 12 περικοπές που είχαν προηγηθεί, τα ασφαλιστικά ταμεία ήταν άδεια και χρεωκοπημένα, με πάνω από 1,5 δις έλλειμμα. Εμείς καταστήσαμε το ασφαλιστικό σύστημα βιώσιμο, για να μπορούν να πάρουν σύνταξη και οι σημερινοί εργαζόμενοι. Παραδώσαμε τον ΕΦΚΑ με πλεόνασμα πάνω από 1 δις. Αντιθέτως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη λεηλάτησε ξανά το ασφαλιστικό σύστημα και το οδηγεί ξανά σε ελλείμματα, χαρίζοντας τις επικουρικές στην αγορά, μολονότι έκοψε τη 13η σύνταξη και δεν έδωσε πίσω 2,5 δις αναδρομικά.

Η αποκατάσταση της βιωσιμότητας έγινε με μια μεταρρύθμιση που χαρακτηριζόταν από τις αρχές της ισονομίας (ένα ταμείο, ενιαίοι κανόνες) και της κοινωνικής δικαιοσύνης (εθνική σύνταξη και ποσοστά αναπλήρωσης υπέρ των χαμηλόμισθων και όσων είχαν, λόγω ανεργίας, λίγα χρόνια εργασίας). Λίγο έχει προσεχθεί ο νέος θεσμός της Εθνικής Σύνταξης, που ισχύει στα προηγμένα κοινωνικά κράτη, δίνεται σε όλους, με χρηματοδότηση από τη φορολογία, όχι από τις εισφορές, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια. Την καθιερώσαμε ως ισόποση με το 60% του μέσου εισοδήματος, στο επίπεδο που υπολογίζει η ΕΕ το όριο της φτώχειας.

Ναι, μας λένε, καλά όλα αυτά, αλλά με τις εισφορές λεηλατήσατε τη μεσαία τάξη. Τι κάναμε στην πραγματικότητα; Στο πλαίσιο της ισονομίας, εφαρμόσαμε παντού (με εξαίρεση ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους αγρότες και τους νέους ασφαλισμένους) τον ίδιο κανόνα για μισθωτούς και ελεύθερους επαγγελματίες: οι εισφορές να είναι ίσες με το 20% του εισοδήματος από εργασία, ό,τι ίσχυε ανέκαθεν για όλους τους μισθωτούς. Η συντριπτική πλειονότητα των μη μισθωτών (88% επί του συνόλου) κατέβαλε από την 1/1/2017 χαμηλότερες και δικαιότερες εισφορές. Με βάση το εισόδημα και όχι επί πλασματικών και αυτόματα αυξανόμενων, ανά τριετία, ασφαλιστικών κλάσεων. Είναι αλήθεια ότι αρκετοί (σε καμία περίπτωση όμως, επαναλαμβάνω, οι περισσότεροι) ελεύθεροι επαγγελματίες με μεγαλύτερα εισοδήματα επιβαρύνθηκαν από την ταυτόχρονη εφαρμογή της ασφαλιστικής και της φορολογικής μεταρρύθμισης (πχ με προκαταβολή του 100% του φόρου), με αποτέλεσμα η συνολική επιβάρυνση τους να είναι τελικά ανεπιεικής. Διορθώσαμε τις περισσότερες από αυτές τις παρενέργειες το δεύτερο μισό της διακυβέρνησης μας. Με την αντιμεταρρύθμιση όμως της ΝΔ, ο κάθε ελεύθερος επαγγελματίας διαλέγει ελεύθερα το ύψος των εισφορών που θα πληρώσει. Έτσι, σήμερα ένας ανειδίκευτος εργάτης πληρώνει περισσότερες εισφορές από έναν μεγαλογιατρό ή μεγαλοδικηγόρο που έχει επιλέξει τη χαμηλότερη κλίμακα. Και όχι μόνον αυτό. Οι πιο πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες πληρώνουν σήμερα περισσότερα από ότι το 2019. Για την μεγάλη πλειονότητα των μη μισθωτών, η ελάχιστη εισφορά αυξήθηκε σε ποσοστό 23% (από τα 185 ευρώ στα 239 ευρώ το 2023).

Τελειώνω με την προσωπική διαφορά, που δικαιολογημένα μονοπωλεί το ενδιαφέρον πολλών συνταξιούχων. Γιατί καθιερώθηκε; Μα για να προστατευτεί η κύρια σύνταξη από νέα περικοπή, όπως ζητούσε το ΔΝΤ. Και επειδή δεν πέρασε του ΔΝΤ και δεν κόπηκε, μας κατηγορούσε ο κ. Μητσοτάκης ότι ανταλλάξαμε τη Μακεδονία με τις συντάξεις! Ο δεύτερος λόγος καθιέρωσης είχε πάλι να κάνει με την ισονομία: Στο μέλλον να μην υπάρχουν δύο κατηγορίες συνταξιούχων, αλλά τυχόν υψηλότερες παλιότερες συντάξεις να έρθουν στο ίδιο επίπεδο με τις νέες. Ο «νόμος Κατρούγκαλου» προέβλεπε ότι οι νέες συντάξεις θα αυξάνονταν από 1/1/2017, ώστε όσες από αυτές υπολείπονταν των παλαιών, να τις φτάσουν σε 5-6 χρόνια. Μετά την ψήφιση του νόμου, όμως, το ΔΝΤ εκβίασε ξανά, ώστε η πρώτη αύξηση να δοθεί από 1/1/2023. (Αυτή που πήραν πριν από λίγους μήνες οι συνταξιούχοι. Δεν ήταν νομοθετική ρύθμιση Μητσοτάκη, δική μας ήταν.) Έτσι όμως για πάνω από έξι χρόνια δεν αυξήθηκαν καθόλου οι συντάξεις όσων έχουν προσωπική διαφορά. Μάλιστα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, λόγω του μεγάλου πληθωρισμού, αν και δεν μειώθηκαν ονομαστικά οι συντάξεις αυτές, έχασαν μεγάλο μέρος από την αγοραστική τους δύναμη.

Για το λόγο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ έχει δεσμευτεί, όχι μόνον να επανορθώσει τις αδικίες Μητσοτάκη: Να επαναφέρει, δηλαδή, την 13η σύνταξη και να δώσει πίσω τα αναδρομικά. Και η προσωπική διαφορά θα επανεξεταστεί, ενδεχομένως με το να πάρουν και οι συνταξιούχοι που την έχουν αυξήσεις, μικρότερου ύψους από τους άλλους με μικρότερη σύνταξη, ώστε και να αποκαταστήσουν την αγοραστική τους δύναμη και να μην υπάρχουν στο μέλλον δύο ταχύτητες συνταξιούχων.

Δικαιοσύνη παντού είναι το σύνθημα μας. Δικαιοσύνη για όλους, δικαιοσύνη και για τους συνταξιούχους!

  • Γιώργος Κατρούγκαλος, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, Βουλευτής Β1 Βόρειου Τομέα Αθήνας