Για «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα», «θεσμική εκτροπή» και «κυβερνητική γελοιοποίηση» κάνουν λόγο στην Κουμουνδούρου, με αφορμή την απόρριψη από τον πρόεδρο της Βουλής, Βαγγέλη Μεϊμαράκη, της πρότασης μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Στουρνάρα, η οποία σημάδεψε τη συζήτηση στη Βουλή για το πολυνομοσχέδιο.

Όπως επισημαίνουν κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ, η πρόταση δυσπιστίας κατά μέλους της κυβέρνησης αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 142 του κανονισμού της Βουλής, νόμιμο δικαίωμα του 1/6 της Βουλής. Η επίκληση χρονικού ορίου εξαμήνου από προηγούμενη πρόταση, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου του κανονισμού, αναφέρεται ρητώς και κατηγορηματικώς σε όμοια πρόταση δυσπιστίας.

«Είναι απολύτως σαφές ότι η πρόταση δυσπιστίας κατά του συνόλου της κυβέρνησης και η πρόταση κατά μέλους, δεν έχουν καμία ομοιότητα», τονίζουν οι ίδιες πηγές και σχολιάζουν ότι για το γεγονός ότι η πρόταση μομφής δε συζητήθηκε έγινε επίκληση μιας γνωμοδότησης της επιστημονικής υπηρεσίας, η οποία ωστόσο ποτέ δεν παρουσιάστηκε, γιατί «πολύ απλά ποτέ δεν υπήρξε», όπως υποστηρίζουν.

Στελέχη της Κουμουνδούρου καταλογίζουν τρία ατοπήματα στον πρόεδρο της Βουλής:

Πρώτον, αναφέρουν, αρνήθηκε την έναρξη της συζήτησης για τη πρόταση δυσπιστίας κατά του Υπουργού Οικονομικών, κατά παράβαση των υποχρεώσεών του. Και αρνήθηκε την τελική κρίση επί της εγκυρότητας ή μη από το σώμα, στο τέλος της 3ήμερης διαδικασίας, όπως προβλέπει σαφώς ο Κανονισμός (άρθρο 142 ΚτΒ) και δέχονται όλες οι επιστημονικές απόψεις, ακόμη και αυτές με διαφορετική ως προς το δια ταύτα εκτίμηση, όπως η αναφερόμενη από τον κο Βορίδη, άποψη Παραρά.

Δεύτερον, συνεχίζουν, ενώ δήλωσε ότι θα θέσει στο σώμα, έστω και πριν την έναρξη της συζήτησης, την εγκυρότητα ή μη της πρότασης, τελικά ούτε αυτό έκανε, αφού μετά την αποχώρηση ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας τις οδηγίες του Βενιζέλου δεν έθεσε καν το θέμα σε έγκριση του σώματος.

Τρίτον, καταλήγουν, ενώ όφειλε να διακόψει και να κατέλθει της έδρας μετά τη κατάθεση πρότασης μομφής εναντίον του, συνέχισε σα να μη συμβαίνει τίποτα να προεδρεύει και ερμήνευσε κατά το δοκούν το άρθρο 150 του κανονισμού, σε σχέση με τη μη διακοπή της διαδικασίας.

Επικαλούνται μάλιστα γνωμοδότηση του συνταγματολόγου Κώστα Χρυσόγονου, ο οποίος επισημαίνει ότι ο κανόνας των τουλάχιστον έξι μηνών μεταξύ δύο προτάσεων δυσπιστίας έχει νόημα μόνο όταν πρόκειται για την υποβολή νέας πρότασης δυσπιστίας κατά της ίδιας κυβέρνησης.

«Είναι αυτονόητο ότι, εάν εντός του εξαμήνου ορκιστεί νέα κυβέρνηση, ουδόλως κωλύεται η υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά αυτής. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή του κανόνα προϋποθέτει την ταυτότητα του καθ’ ου Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ο παραπάνω κανόνας δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση υποβολής διαδοχικών προτάσεων κατά της κυβέρνησης συλλογικά και κατά μέλους της ατομικά, οπότε επίσης δεν συντρέχει ταυτότητα του καθ’ ου η πρόταση. Όπως έχω υποστηρίξει σε ανύποπτο χρόνο, η εξάμηνη προθεσμία δεν εφαρμόζεται παρά μόνο για ταυτόσημες ως προς τον καθ’ ου προτάσεις, έτσι ώστε η απόρριψη πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης να μην εμποδίζει την υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά μέλους της πριν την πάροδο εξαμήνου», υπογραμμίζει.