Στη διαχείριση από πλευράς κυβέρνησης της επόμενης ημέρας στις φωτιές της Αττικής αναφέρθηκε με ραδιοφωνικές της δηλώσεις η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Ράνια Σβίγκου, η οποία τόνισε πως «η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τον πρωθυπουργό μετουσιώνεται σε άμεσες δράσεις και πρωτοβουλίες, αλλά και σε έναν συγκροτημένο σχεδιασμό». «Ο πρωθυπουργός ανέλαβε από την πρώτη στιγμή του τραγικού γεγονότος την πολιτική ευθύνη, εκπροσωπώντας το σύνολο της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η τεράστια πολιτική και ηθική ευθύνη, που έχει η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ αφορά και στα άμεσα μέτρα ενίσχυσης των πληγέντων και των οικογενειών τους, αλλά αφορά και στις ριζικές τομές, τόσο στο οικιστικό μοντέλο, όσο και στην πολιτική προστασία» επισήμανε μέσω του ραδιοφωνικού Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων η κ. Σβίγκου. Όσον αφορά στην αναζήτηση και τον καταλογισμό ευθυνών για πράξεις ή παραλείψεις της 23ης Ιουλίου, διαβεβαίωσε πως «υπάρχει μία εμπεδωμένη βούληση της κυβέρνησης για μία σοβαρή και αξιόπιστη έρευνα, η οποία θα δώσει απαντήσεις, τόσο για τα αίτια, όσο και για ενδεχόμενες ευθύνες. Αλλά θα έλθει κυρίως να επιβάλει νομιμότητα, που θα προστατεύσει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τις ανθρώπινες ζωές και το περιβάλλον, ώστε να μην επαναληφθεί ξανά μια τέτοια τραγωδία». «Το μήνυμα από την πρώτη στιγμή ήταν ότι δεν πρόκειται να υπάρξει καμία συγκάλυψη και οι όποιες ευθύνες θα καταλογιστούν. Σε αυτό ήταν σαφής ο πρωθυπουργός, όπως και στο σύνολό της η κυβέρνηση» υπογράμμισε η εκπρόσωπος Τύπου του κυβερνώντος κόμματος, για να παρατηρήσει ότι «δυστυχώς είδαμε μία δυσανάλογης σοβαρότητας για το περιστατικό αντιμετώπιση από τη ΝΔ, η οποία ξεκίνησε ζητώντας τις παραιτήσεις αυτών, που η ίδια θεώρησε από την πρώτη στιγμή υπεύθυνους, συνεχίζοντας τις τελευταίες ημέρες να μιλά για ευθύνες του πρωθυπουργού και να ζητάει την παραίτησή του». «Μια τέτοια αντιμετώπιση δεν έχει καμία σχέση με τον σεβασμό στη μνήμη των θυμάτων και καμία σχέση με την αναγκαιότητα για ένα συγκροτημένο σχέδιο από εδώ και πέρα, αλλά απλώς απαντά στις μικροπολιτικές αντιπολιτευτικές ανάγκες της Νέας Δημοκρατίας», πρόσθεσε σχετικά. Σε ό,τι αφορά το θέμα των αυθαιρέτων, δήλωσε πως «τα προηγούμενα χρόνια είδαμε τις προηγούμενες κυβερνήσεις με ολιγωρίες και αβλεψίες να μην προχωρούν στην κατάρτιση του κτηματολογίου, να μην προχωρούν στην κατάρτιση των δασικών χαρτών», ενώ «η σημερινή κυβέρνηση μέσα σε τριάμισι χρόνια έκανε πολύ σημαντικές παρεμβάσεις, τόσο για τους δασικούς χάρτες και το κτηματολόγιο, όσο και για τον χωροταξικό σχεδιασμό σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο». «Να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί εκείνοι οι οποίοι και με ερωτήσεις στο κοινοβούλιο και με άλλες παρεμβάσεις προσπάθησαν να πιέσουν ώστε να εξαιρεθούν περιοχές άναρχης δόμησης από τους δασικούς χάρτες» ανέφερε, ενώ πρόσθεσε πως «κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει και την ευθύνη την οποία έχουμε εμείς, γιατί δεν υπήρξαμε πιο τολμηροί στην υλοποίηση πολιτικών, όπως για παράδειγμα οι μαζικές κατεδαφίσεις». Αναφερόμενη στην ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τόνισε ότι «στις 20 Αυγούστου θα υπάρξει το τυπικό τέλος μιας ιδιαίτερα δύσκολης περιόδου για την ελληνική κοινωνία, που σημαδεύτηκε από την επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας και ακραίων πολιτικών συρρίκνωσης των εισοδημάτων που τα πλήρωσαν οι Έλληνες πολίτες». Και εξήγησε ότι «η έξοδος από τα μνημόνια σημαίνει και μια διαφορετική μέρα για τη χώρα, με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, ώστε να μπορέσουν τα κόμματα να αντιπαρατεθούν επί σχεδίων προγραμματικών και επί των προτάσεων και θέσεων, που θα έχει το καθένα για την μετά τα μνημόνια περίοδο». Τέλος, σχετικά τον κυβερνητικό σχεδιασμό της μεταμνημονιακής περιόδου διευκρίνισε πως «θα σέβεται μεν τους δημοσιονομικούς στόχους του 3,5%, αλλά θα σχεδιάζει την ελληνική οικονομία σε νέους άξονες, δικαιοσύνης, αναδιανομής, προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων, επαναρρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και σταδιακής αύξησης του κατώτατου μισθού».