Το νέο -παλαιό καθώς έχουν αναμετρηθεί και στο παρελθόν- δίπολο, μεταξύ Κυριάκου Μητσοτάκη και Αλέξη Τσίπρα στήνεται με μεγάλο πιεσμένο από αυτή την εξέλιξη το ΠΑΣΟΚ και τον Νίκο Ανδρουλάκη. Η επιτάχυνση των διαδικασιών για την επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στην κεντρική πολιτική σκηνή, δυόμιση χρόνια μετά την παραίτησή του, αλλάζει τους πολιτικούς συσχετισμούς και δημιουργεί νέα δεδομένα. Ουσιαστικά, όμως, ανοίγεται νέο κεφάλαιο στην αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, όπου πλέον έχει κεντρική θέση ο πρώην πρωθυπουργός.

Μάλιστα, η προ ημερών ανακοίνωση από τον Αλέξη Τσίπρα του επιστημονικού συμβουλίου για το Ινστιτούτο του, αποτελεί ς σημείο εκκίνησης για νέα φάση της πολιτικής μάχης. Η Νέα Δημοκρατία και το Μέγαρο Μαξίμου δεν αντιμετωπίζουν απλώς μια κίνηση ενός πολιτικού αρχηγού, αλλά ξεδιπλώνουν στρατηγική που στοχεύει στην διαμόρφωση του αντιπάλου, στην υπενθύμιση παρελθουσών κυβερνητικών ευθυνών και στην ανάδειξη της δικής τους θετικής αφήγησης.

Η στρατηγική προσέγγισης

Αυτή την περίοδο υπάρχουν τρεις βασικοί άξονες με τους οποίους η Νέα Δημοκρατία και το Μέγαρο Μαξίμου αντιμετωπίζουν τον Αλέξη Τσίπρα:

-Υπενθύμιση του παρελθόντος. Η πρώτη γραμμή στην αντιμετώπιση Τσίπρα είναι να υπενθυμίζονται τα πεπραγμένα της κυβέρνησής του, κυρίως κατά την κρίσιμη περίοδο του πρώτου εξαμήνου του 2015 και στη συνέχεια της διακυβέρνησής του. Επί της ουσίας το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρεί να θέσει τον Τσίπρα στο χαρτί της ευθύνης για τα μέτρα, τις κρίσεις και τα σφάλματα που της αποδίδονται, προκειμένου η κριτική αντίδραση στους νέους του σχεδιασμούς να ακουστεί με φόντο το παρελθόν.

-Σύγκριση «τότε – τώρα». Ένας δεύτερος άξονας είναι η σύγκριση της κατάστασης της χώρας στην εποχή Τσίπρα με τη σημερινή. Στον κυβερνητικό λόγο εμφανίζονται στοιχεία όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, οι εξοπλιστικές συμφωνίες, η γεωπολιτική ενίσχυση της Ελλάδας. Με αυτό τον τρόπο η ΝΔ επιχειρεί να χτίσει αφήγημα από την κρίση στην ανάκαμψη, στο οποίο ο Τσίπρας θα πλαισιώνεται ως κακό παράδειγμα.

-Αποδόμηση του «re-branding» του Τσίπρα. Καθώς ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί να επαναλανσάρει την πολιτική του παρουσία κυρίως στην παρούσα φάση μέσω του Ινστιτούτου, της ανακοίνωσης επιστημονικού συμβουλίου με φόντο το κόμμα που ετοιμάζεται η κυβέρνηση δεν περιορίζεται σε θετική αφήγηση, αλλά επιδιώκει να αποδομήσει το νέο του αφήγημα. Το Μέγαρο Μαξίμου διατυπώνει ότι το «re-branding που επιχειρεί ο κ. Τσίπρας δεν πείθει». Η στρατηγική εδώ είνα, όπως έλεγε κεντρικός υπουργός: αφήστε τον να ξαναπαρουσιαστεί, εμείς θα του υπενθυμίσουμε τι έκανε τότε, δεν θα μπλέξουμε σε μεγάλες προσωπικές αντιπαραθέσεις και θα τον χρησιμοποιήσουμε ως στοιχείο για τη δική μας αφήγηση.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η στάση είναι μετρημένη αλλά και επιθετική με δομημένο τρόπο: η κυβέρνηση δεν φαίνεται να βιάζεται να τον εξοντώσει πολιτικά, αλλά να τον χρησιμοποιήσει ως στοιχείο που ενισχύει τη δική της θέση και να περιορίσει την πολιτική του δυνατότητα αντίδρασης.

Τα «όπλα» της κυβέρνησης

-Το είπαμε, το κάναμε. Η Νέα Δημοκρατία στο Μέγαρο Μαξίμου τονίζει πως ο πήχης της κρίσης της κυβέρνησης δεν είναι η διακυβέρνηση του Τσίπρα, αλλά τα αποτελέσματα που η ίδια έχει φέρει μετά το 2019. Με αυτό τον τρόπο, η κυβέρνηση ανοίγει το παράθυρο προς τη λογική ότι η αντιπαράθεση δεν γίνεται με τον Τσίπρα αλλά με την «παλιά Ελλάδα».

-Τακτική «Τόσο-όσο»: Στο Μέγαρο Μαξίμου φαίνεται ότι υιοθετείται η γραμμή «Τσίπρας, τόσο-όσο». Δηλαδή: όχι υπερβολικά μεγάλη προβολή, όχι άγριος πόλεμος, αλλά μετρημένη παρέμβαση. Το μήνυμα εδώ είναι: «θα τον αφήσουμε να κινηθεί, εμείς όμως θα εκμεταλλευτούμε τον χώρο που ανοίγει».

-Στρατηγική κέντρου. Δεν εμφανίζεται μόνο η ΝΔ ως αντι-Τσίπρας, αλλά η κυβέρνηση επιδιώκει να απευθυνθεί και στο κεντρώο ακροατήριο. Η κίνηση του Τσίπρα, όπως σημειώνεται από τον Τύπο, εκλαμβάνεται από το Μαξίμου ως ενίσχυση του δικού τους ακροατηρίου. Ουσιαστικά η κυβέρνηση θεωρεί ότι μπορεί να κερδίσει ψηφοφόρους του κέντρου μέσα από τη δράση του αντιπάλου.

Οι κινήσεις του Τσίπρα

Η ίδρυση του επιστημονικού συμβουλίου στο Ινστιτούτο Τσίπρα λειτουργεί ως δείκτης ότι ο πρώην πρωθυπουργός επιδιώκει να αποκτήσει έναν θεσμικό χαρακτήρα επανατοποθέτησης, όχι απλώς ως κόμματος ή πολιτικής κίνησης, αλλά ως σώματος διαλόγου, έρευνας ή πολιτικής πρωτοβουλίας. Στο πλαίσιο αυτό, η ανακοίνωση αυτή αποτελεί σημείο καμπής. Αντιμετωπίζεται από την κυβέρνηση ως η αφετηρία μιας νέας πολιτικής φάσης. Στο Μέγαρο Μαξίμου δεν αιφνιδιάστηκαν από την ανακοίνωση. Ούτε ήταν εκτός σχεδίου. Αντίθετα, στο Μέγαρο έγιναν έγκαιρα συσκέψεις και μετρήθηκαν δημοσκοπικά οι επιπτώσεις. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση αντιμετώπισε την ανακοίνωση του Ινστιτούτου ως ευκαιρία και όχι ως απειλή.

Απέναντι σε αυτό η κυβέρνηση θα επιμείνει στην υλοποίηση των δεσμεύσεών της έως το 2027, ώστε τότε να κριθεί όχι από τον Τσίπρα αλλά από την ίδια την κοινωνία. Επίσης, η ΝΔ θα αξιοποιήσει δημοσκοπικά την τυχόν αποσυσπείρωση της κεντροαριστεράς που προκαλεί η κίνηση του Τσίπρα -ιδίως προς νέους σχηματισμούς- και θα προσπαθήσει να απευθυνθεί στο αμιγώς κεντρώο ακροατήριο.

«Η Νέα Δημοκρατία δεν φοβάται να συγκριθεί με την περίοδο 2015-2019 και ξεκαθαρίζουμε ότι ο πήχης μας δεν ήταν η τότε διακυβέρνηση αλλά η χώρα σήμερα. Όσοι επιδιώκουν νέο ξεκίνημα καλό είναι να πράξουν το ίδιο: να κοιτάξουν την πραγματικότητα και όχι να δημιουργούν επαναλανσάρισμα χωρίς ουσία», λένε κυβερνητικά στελέχη.

Η μάχη μόλις ξεκίνησε.