«Ένα κρύο βράδυ, κατά τις 3 και χαράματα, τη βραδιά του Πολυτεχνείου, με πυροβόλησαν εν ψυχρώ, ενώ εγώ έτρεχα ανεβαίνοντας την Πατησίων για να μπω στην Ιουλιανού». Με αυτά τα λόγια ξεκινά την περιγραφή του στο Newsbeast ο Πάνος Κατσιμίχας για την εμπειρία που τον σημάδεψε και τον σκλήρυνε, όπως λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Newsbeast και στον Βίκτωρα Μονζέλλι, αναφέρεται στην τραυματική εκείνη βραδιά, λέγοντας: «Βρεθήκαμε ξαφνικά απέναντι σε κάτι αφιονισμένα τομάρια παρακρατικούς με πολιτικά, ελεύθερους σκοπευτές που πυροβολούσαν αδιακρίτως πάνω από τις ταράτσες του ΟΤΕ μαζί με τους άλλους, τους “νόμιμους”, που πυροβόλησαν εμάς εκείνο το βράδυ. Δεν ξέρω πώς και γιατί έγινε, πάντως έζησα. Και αυτόματα την ίδια στιγμή, μόλις βγήκα στην πλατεία Βικτωρίας και πήρα μια ανάσα, κατάλαβα τι εννοούσε ο ποιητής που έλεγε “θέλει νεκροί χιλιάδες να ’ναι στους τροχούς, θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους”».
Όπως λέει ακόμη, «αυτό το γεγονός γιατί με σκλήρυνε, όμως δε θα ευχόμουν να νιώσει αυτό το συναίσθημα, ούτε ο χειρότερος εχθρός μου. Καλή και άγια λοιπόν η αμφισβήτηση και η αναζήτηση, αλλά έρχονται στιγμές στη ζωή, που είσαι υποχρεωμένος να βγεις γυμνός και άοπλος απέναντι στο οπλισμένο κτήνος και να του πεις “κοίταξε να σου πω κάτι, ρίξε μου, αλλά να ξέρεις ότι δεν είμαι μόνος μου. Είμαστε χιλιάδες”».
Διαβάστε ολόκληρη την περιγραφή του Πάνου Κατσιμίχα για τη βραδιά εκείνη του Πολυτεχνείου:
«Ένα κρύο βράδυ, κατά τις 3 και χαράματα, τη βραδιά του Πολυτεχνείου, με πυροβόλησαν εν ψυχρώ, ενώ εγώ έτρεχα ανεβαίνοντας την Πατησίων για να μπω στην Ιουλιανού. Με πυροβόλησαν από απέναντι, πλατεία Αιγύπτου, μέσα από κάτι αύρες της αστυνομίας. Δεν ήμουν μόνος μου. Ήμασταν καμιά 15αριά, που τρέχαμε απελπισμένοι να χωθούμε στην Ιουλιανού για να γλιτώσουμε από τις σφαίρες.
Ορκίζομαι στην ιερή στιγμή που παίχτηκε η ζωή μου σε δευτερόλεπτα ότι αυτά που λέω είναι αυτά που έζησα. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Οι μισές σφαίρες στοχεύανε από τα πόδια μέχρι την κοιλιά. Τσακ τσακ, τις άκουγες στην άσφαλτο κι οι άλλες μισές βούιζαν πάνω από τα κεφάλια μας και θρυμμάτιζαν τις τζαμαρίες των μαγαζιών. Ιουλιανού και Πατησίων γωνία. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κατάλαβα τι εννοούσε ο Μαρξ με τη φράση “η βία είναι η μαμή της ιστορίας”.
Βρεθήκαμε ξαφνικά απέναντι σε κάτι αφιονισμένα τομάρια παρακρατικούς με πολιτικά, ελεύθερους σκοπευτές που πυροβολούσαν αδιακρίτως πάνω από τις ταράτσες του ΟΤΕ μαζί με τους άλλους, τους “νόμιμους”, που πυροβόλησαν εμάς εκείνο το βράδυ. Δεν ξέρω πώς και γιατί έγινε, πάντως έζησα. Και αυτόματα την ίδια στιγμή, μόλις βγήκα στην πλατεία Βικτωρίας και πήρα μια ανάσα, κατάλαβα τι εννοούσε ο ποιητής που έλεγε “θέλει νεκροί χιλιάδες να ’ναι στους τροχούς, θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους”.
Εμένα μου έκανε καλό αυτό το γεγονός γιατί με σκλήρυνε, όμως δε θα ευχόμουν να νιώσει αυτό το συναίσθημα, ούτε ο χειρότερος εχθρός μου. Καλή και άγια λοιπόν η αμφισβήτηση και η αναζήτηση, αλλά έρχονται στιγμές στη ζωή, που είσαι υποχρεωμένος να βγεις γυμνός και άοπλος απέναντι στο οπλισμένο κτήνος και να του πεις “κοίταξε να σου πω κάτι, ρίξε μου, αλλά να ξέρεις ότι δεν είμαι μόνος μου. Είμαστε χιλιάδες”».