Υπάρχουν τραγούδια που πάνε στον παράδεισο, υπάρχουν όμως και δίσκοι που τους ανήκει δικαιωματικά μια τέτοια θέση. Τα Ζεστά ποτά θα μάς συνοδεύουν για πάντα. Το αριστούργημα των αδελφών Κατσιμίχα, Χάρη και Πάνου, κυκλοφόρησε το 1985 – σε μια Ελλάδα που έχει ελάχιστα κοινά με την Ελλάδα του σήμερα. Ήταν η εξομολόγησή τους. Μια κραυγή απέναντι σε αυτά που τους έπνιγαν. «Αυτά τα τραγούδια είχαν κάτι αυθεντικό, απλά γιατί ήτανε γυμνή η δική μας αλήθεια», μου είπε ο Πάνος. Πράγματι, αυτά τα τραγούδια είχαν κάτι.
Γι’ αυτό, σαράντα χρόνια μετά, πολλές από τις επιτυχίες του δίσκου παίζονται και ακούγονται με το ίδιο πάθος. Στο ραδιόφωνο, σε μαγαζιά, σε πάρτι. Το άλμπουμ εξακολουθεί να συγκινεί, να ταξιδεύει τους παλαιότερους και να εμπνέει τους νεότερους. Σαράντα χρόνια μετά, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οξύ το ομότιτλο βιβλίο του Σπύρου Αραβανή, που εντάσσεται στη συλλογή 33 1/3 του εκδοτικού οίκου. «Είναι ένα μουσικό ντοκιμαντέρ που παίρνει τον ήχο και τη μελωδία του, μόνο από τους στίχους των τραγουδιών. Κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον», λέει ο Χάρης Κατσιμίχας για το βιβλίο.
Χτες, εκεί που τα ’πινα με κάποιον κολλητό μου, έπεσα πάνω στον Πάνο και στον Χάρη Κατσιμίχα. Μιλήσαμε για τα Ζεστά ποτά. Για την πολιτική και καλλιτεχνική ασφυξία της Μεταπολίτευσης, για τη συνεργασία τους με τον Μανώλη Ρασούλη, για τη διαχρονικότητα των στίχων. Μιλήσαμε για ένα μουσικό ταξίδι που συνεχίζει να συναρπάζει.
– Κύριοι, λένε πως κάποια τραγούδια πάνε στον παράδεισο και σίγουρα κάποιο από τα Ζεστά ποτά έχει τη θέση που του αναλογεί. Ποιο θα επιλέγατε εσείς;
Πάνος: Αν με ρωτούσες να σου πω για ένα άλμπουμ από όσα έχουμε κάνει, θα σου απαντούσα μονολεκτικά: Τα Ζεστά Ποτά. Γιατί; Διότι τα Ζεστά Ποτά δεν είναι δέκα τραγούδια. Είναι εκατό. Είναι όλα μαζί, ό,τι θέλαμε να πούμε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δυστυχώς, κανείς δεν ήθελε να ακούσει. Μιλάω για το 1974 και μετά, δηλαδή την εποχή της Μεταπολίτευσης. Νοέμβριο του 1975 σηκωθήκαμε και φύγαμε έξω από την Ελλάδα, μακριά, για πολλά χρόνια. Όταν γυρίσαμε κάποια στιγμή, διαπιστώσαμε με τρόμο, ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε κάθε είδους πολιτικά και καλλιτεχνικά κυκλώματα – με επικεφαλής φυσικά τις δισκογραφικές εταιρείες, που επέμεναν στο καθαρά εμπορικό τραγούδι, όπως είχαν συνηθίσει μια ζωή ολόκληρη. Μιλάμε για την απόλυτη ασφυξία. Δεν ξέραμε κανέναν από δαύτους και δεν ανήκαμε σε κανένα κύκλωμα. Τελικά, μας έσωσε μόνο ένα πράγμα. Η άδολη αγάπη του κόσμου. Η αγάπη αυτή μας προστάτεψε και μας έδωσε τη δύναμη και την έμπνευση να γράψουμε τα τραγούδια που γράψαμε. Πριν από όλα αυτά όμως, χρωστάμε την ύπαρξη του πρώτου μας δίσκου, στο Μανώλη το Ρασούλη, που αν δεν έβαζε αυτός πλάτη, τα Ζεστά Ποτά δε θα είχαν εκδοθεί ποτέ κι εμείς δε θα υπήρχαμε.

– Αλήθεια, τι είναι για εσάς τα Ζεστά ποτά;
Χάρης: Τα Ζεστά Ποτά ήταν ένα statement. Ήταν μεν μια καλλιτεχνική κατάθεση, αλλά και μια πολιτική στάση από πλευράς μας απέναντι σε όλα. Στη ζωή μας την ίδια. Η γενιά μας γεννήθηκε και ανδρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Μεγαλώσαμε με το μίσος του εμφύλιου, το μίσος του εθνικόφρονα απέναντι στον «κομμουνιστοσυμμορίτη» και τούμπαλιν. Πριν προλάβουμε να πούμε το όνομά μας, εκεί κάπου στη Γ’ Λυκείου, ήμασταν δεν ήμασταν 15 χρονών, μας βρήκε η Χούντα. Άλλο μίσος, άλλη παράνοια, άλλη λύσσα, άλλος θάνατος καθημερινός. Τα νησιά, οι εξόριστοι, τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ- ΕΣΑ. Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια και όλα τα συναφή. Κάποια στιγμή ξεπήδησε από μέσα μας, εκείνο το τελικό άι σιχτίρ…όλοι σας. Κι αρχίσαμε να γράφουμε τα δικά μας τραγούδια. Δεν κάναμε τίποτα άλλο, παρά να νετάρουμε το φακό πάνω στην πραγματικότητα εκείνης της εποχής και έτσι προέκυψαν εντελώς φυσικά και αυθόρμητα τα Ζεστά Ποτά, τα οποία εκδόθηκαν αρκετά χρόνια αργότερα, με τη βοήθεια του Μανώλη Ρασούλη.
– Έχουν περάσει σαράντα χρόνια από την κυκλοφορία του δίσκου. Πώς νιώθετε όταν ξανακούτε τα Ζεστά ποτά; Έχουν αλλάξει ο τρόπος που αντιμετωπίζετε εσείς τα τραγούδια μέσα στον χρόνο;
Πάνος: Τα τραγούδια είναι σαν τα μικρά παιδιά που μεγαλώνουν μες στα χέρια μας και κάποια στιγμή φεύγουν από κοντά μας. Πρέπει να κάνουν τη δική τους ζωή, το δικό τους αγώνα και να γράψουν πια μόνα τους, τη δική τους ιστορία. Δεν παύουν όμως ποτέ, να είναι παιδιά της νιότης μας και της καλύτερης εποχής μας. Κάθε φορά που ακούμε τα Ζεστά Ποτά δεν αισθανόμαστε τίποτα άλλο, παρά μια βαθιά συγκίνηση.

– Όταν ολοκληρώσατε το μακρινό 1985 το δίσκο, είχατε την αίσθηση πως γράψατε κάτι μοναδικό; Έναν δίσκο ορόσημο στην ελληνόφωνη ροκ μουσική;
Χάρης: Πιστεύαμε μεν και το ξέραμε πολύ καλά -αφού εμείς τα είχαμε δημιουργήσει- ότι αυτά τα τραγούδια είχαν κάτι αυθεντικό, απλά γιατί ήτανε γυμνή η δική μας αλήθεια. Αλλά για τον ίδιο ακριβώς λόγο, πιστεύαμε ότι αυτός θα ήταν και ο τελευταίος μας δίσκος. Ευτυχώς η πραγματικότητα αποδέχτηκε τη δική μας αλήθεια και την αγκάλιασε με εμπιστοσύνη. Ο κόσμος αγάπησε αυτά τα τραγούδια, βαθιά και ανυπόκριτα. Για τον λόγο αυτόν, αντέξανε σαράντα χρόνια και γίνανε «λαϊκά», με την ευρύτερη έννοια.
– Ο δίσκος σας κυκλοφόρησε σε μια Ελλάδα που άλλαζε και έψαχνε τη νέα της ταυτότητα. Τι έχει μείνει ίδιο και τι έχει αλλάξει τελείως σαράντα χρόνια μετά;
Πάνος: Όλα έχουν αλλάξει. Ο τρόπος ζωής μας, ο τρόπος επικοινωνίας μας μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας, η γλώσσα μας, τα τραγούδια μας, η καθημερινότητά μας γενικότερα. Το μόνο που δεν έχει αλλάξει είναι η κτηνώδης εξουσία του σύγχρονου καπιταλισμού, όπου το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 50% σχεδόν του παγκόσμιου πλούτου. Απέναντι όμως σε αυτό, υπάρχει κάτι, που δεν έχει αλλάξει επίσης. Υπάρχει το πείσμα εκείνων που αρνούνται να δεχτούν την κτηνωδία, την αδικία και την παράνοια. Υπάρχει το πείσμα, όσων ακόμη το διαθέτουν, να αντισταθούν σε όλα αυτά. Κάπως έτσι δεν τελειώνουν και τα Ζεστά Ποτά; «Μένει όμως μονάχα ένα πείσμα, που δεν είναι συνήθεια μοναχά».

– Ο Μανώλης Ρασούλης υπήρξε ο παραγωγός του δίσκου. Πώς θυμάστε τη συνεργασία μαζί του;
Πάνος: Η συνεργασία με το Μανώλη, έγινε με τον πιο εύκολο κι ευλογημένο τρόπο που μπορεί κάποιος να ευχηθεί και να ονειρευτεί. Θυμάμαι το πρώτο βράδυ που ακούσαμε μαζί την κασέτα με τα τραγούδια, στο σπίτι του στο Μετς – ήταν νομίζω χειμώνας του 1983. Άκουσε τα τραγούδια προσεκτικά και όταν τελείωσε η ακρόαση, γύρισε και μας είπε: «Δεν έχω να προσθέσω ή να αφαιρέσω τίποτα, ούτε μια λέξη, ούτε ένα κόμμα. Αυτό είναι. Προχωράμε. Σας έχω απόλυτη εμπιστοσύνη». Άκουγε προσεκτικά τη δουλειά, όπως τη φτιάχναμε στο στούντιο, έκανε κάποιες παρατηρήσεις εδώ κι εκεί, έλεγε κάποιες ιδέες, αλλά ποτέ δεν προσπάθησε να επιβάλει κάτι που δεν το θέλαμε. Ήρθε φυσικά στο στούντιο 3-4 φορές, όταν χρειάστηκε να έρθει και όταν τον καλέσαμε εμείς. Βοήθησε αθόρυβα και με τη σοβαρότητα της ήρεμης δύναμης, να τελειώσει ο δίσκος, να εκδοθεί και να φτάσει στον κόσμο. Τι άλλο να ζητήσεις από τον παραγωγό σου;
– Στο βιβλίο γίνεται αναφορά από εσάς για τη γενιά που «έψαχνε μέσα στο σκοτάδι το μυθικό της Ελντοράντο». Ποιο ήταν το δικό σας Ελντοράντο τότε;
Χάρης: Ας μη τα ξαναλέμε πάλι όλα από την αρχή. Δε ζητάγαμε τον ουρανό με τ’ άστρα. Απλά πράγματα ονειρευόμασταν. Το δικό μας Ελ Ντοράντο ήταν ένας κόσμος πιο φωτεινός, πιο δίκαιος, πιο λογικός, απαλλαγμένος από τα μίση και τις έχθρες του παρελθόντος. Πιο ανοιχτός σε καινούργιες ιδέες, αισθητικά, καλλιτεχνικά, πολιτικά και κοινωνικά. Ένας κόσμος, όπου δεν υπάρχει ο πόλεμος ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, όπως τον βιώσαμε σε όλη μας την παιδική, εφηβική και νεαρή-ενήλικη ζωή. Ένας κόσμος πιο δημοκρατικός, πιο ελεύθερος, λιγότερο μισαλλόδοξος και πρωτόγονος, με δυο λόγια αυτό που έλεγε και το σύνθημα του Πολυτεχνείου. Ψωμί, παιδεία, ελευθερία.
– Το «Για ένα κομμάτι ψωμί» είναι το πιο διαχρονικό σας τραγούδι σε ό,τι αφορά τους στίχους του; Είναι σαν να το γράψατε πριν μια εβδομάδα.
Χάρης: Είδες; Να το πάλι το ψωμί που υπήρχε σε κείνο το σύνθημα. Πώς να μην είναι επίκαιρο το τραγούδι, όταν υπάρχει ακόμα σήμερα κόσμος που πεινάει; Υπάρχει βέβαια και η παρανοϊκή ατάκα μιας βασίλισσας που είπε κάποτε «μα αφού πεινάνε, γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι» και μετά της κόψανε το κεφάλι. Ωραίος μύθος.
– Τα τραγούδια του δίσκου νιώθετε ότι σας ξεπέρασαν; Ότι ανήκουν περισσότερο στον κόσμο παρά στους δημιουργούς του;
Πάνος: Εμείς πρώτοι, πριν από όλους, ξέραμε καλά, ότι τα τραγούδια μας ήταν αποτέλεσμα αγάπης και ψύχραιμης ματιάς στην πραγματικότητα. Όταν συμβεί να νιώσεις ότι αυτή η αγάπη πέρασε και στον κόσμο, αυτό είναι η απόλυτη επιτυχία του δημιουργού και της προσπάθειάς του. Είναι η απόλυτη λύτρωση. Είναι αυτό που θα λέγαμε αλλιώς «Νυν απολύεις τον δούλο σου Κύριε».

– Το βιβλίο των εκδόσεων Οξύ ουσιαστικά «αποτυπώνει» έναν δίσκο όπως αποτυπώνεται ένα μυθιστόρημα. Πιστεύετε πως οι δίσκοι του παρελθόντος μπορούν να διαβαστούν σαν λογοτεχνία;
Χάρης: Χωρίς να είμαι φιλόλογος θα έλεγα, ότι αυτή η σειρά εκδόσεων του εκδοτικού οίκου Οξύ, και συγκεκριμένα το βιβλίο που έγραψε ο Σπύρος Αραβανής για τα Ζεστά Ποτά, δεν είναι ακριβώς λογοτεχνία. Ας πούμε ότι είναι ένα μουσικό ντοκιμαντέρ που παίρνει τον ήχο και τη μελωδία του, μόνο από τους στίχους των τραγουδιών. Κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Οπότε, ζητώντας συγνώμη για τον νεολογισμό, ας δεχτούμε ότι είναι ένα μουσικό μυθιστόρημα, έτσι για την ευκολία της συζήτησης.

– Υποστηρίζετε πως ο Βάρναλης κι ο Παλαμάς, ο Καβάφης και ο Σεφέρης είναι καλοί και άγιοι, αλλά, τότε, η εικοσάχρονη αγωνία σας ζητούσε έναν άλλον καθρέφτη για να αναγνωρίσει μέσα του το δικό της είδωλο. Είναι η παντοτινή μοίρα της νεολαίας αυτή. Όλη αυτή η αμφισβήτηση και η αναζήτηση μας οδήγησε τελικά κάπου; Με τόση αμφισβήτηση από όλους εμάς, δεν έπρεπε να είναι διαφορετικός ο κόσμος;
Πάνος: Ένα κρύο βράδυ, κατά τις 3 και χαράματα, τη βραδιά του Πολυτεχνείου, με πυροβόλησαν εν ψυχρώ, ενώ εγώ έτρεχα ανεβαίνοντας την Πατησίων για να μπω στην Ιουλιανού. Με πυροβόλησαν από απέναντι, πλατεία Αιγύπτου, μέσα από κάτι αύρες της αστυνομίας. Δεν ήμουν μόνος μου. Ήμασταν καμιά 15αριά, που τρέχαμε απελπισμένοι να χωθούμε στην Ιουλιανού για να γλιτώσουμε από τις σφαίρες. Ορκίζομαι στην ιερή στιγμή που παίχτηκε η ζωή μου σε δευτερόλεπτα ότι αυτά που λέω είναι αυτά που έζησα. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Οι μισές σφαίρες στοχεύανε από τα πόδια μέχρι την κοιλιά. Τσακ τσακ, τις άκουγες στην άσφαλτο κι οι άλλες μισές βούιζαν πάνω από τα κεφάλια μας και θρυμμάτιζαν τις τζαμαρίες των μαγαζιών. Ιουλιανού και Πατησίων γωνία. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κατάλαβα τι εννοούσε ο Μαρξ με τη φράση «η βία είναι η μαμή της ιστορίας». Βρεθήκαμε ξαφνικά απέναντι σε κάτι αφιονισμένα τομάρια παρακρατικούς με πολιτικά, ελεύθερους σκοπευτές που πυροβολούσαν αδιακρίτως πάνω από τις ταράτσες του ΟΤΕ μαζί με τους άλλους, τους «νόμιμους», που πυροβόλησαν εμάς εκείνο το βράδυ. Δεν ξέρω πώς και γιατί έγινε, πάντως έζησα. Και αυτόματα την ίδια στιγμή, μόλις βγήκα στην πλατεία Βικτωρίας και πήρα μια ανάσα, κατάλαβα τι εννοούσε ο ποιητής που έλεγε «θέλει νεκροί χιλιάδες να ’ναι στους τροχούς, θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους». Εμένα μου έκανε καλό αυτό το γεγονός γιατί με σκλήρυνε, όμως δε θα ευχόμουν να νιώσει αυτό το συναίσθημα, ούτε ο χειρότερος εχθρός μου. Καλή και άγια λοιπόν η αμφισβήτηση και η αναζήτηση, αλλά έρχονται στιγμές στη ζωή, που είσαι υποχρεωμένος να βγεις γυμνός και άοπλος απέναντι στο οπλισμένο κτήνος και να του πεις «κοίταξε να σου πω κάτι, ρίξε μου, αλλά να ξέρεις ότι δεν είμαι μόνος μου. Είμαστε χιλιάδες».

– Και τέλος, αν γυρνούσατε πίσω στο 1985 και βλέπατε τους εαυτούς σας με τη γνώση του σήμερα και τις εμπειρίες που έχετε, τι θα τους λέγατε;
Χάρης: Θα τους λέγαμε «κάντε ό,τι σας λένε τα νιάτα σας και το φιλότιμό σας». Έχετε πια το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση, να κρατήσετε το τιμόνι της ζωής σας μέχρι το τέλος. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να κάνει κανείς άλλος για λογαριασμό σας.