Ήταν 21 Οκτωβρίου του 1969, όταν κυκλοφόρησε η δεύτερη δισκογραφική δουλειά του Διονύση Σαββόπουλου, «Το περιβόλι του τρελού». Ένας από τους πλέον εμβληματικούς δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας, καθώς περιλάμβανε τραγούδια που σήμερα θεωρούνται «αθάνατα»: Η θεία Μάνου, Το περιβόλι, Θαλασσογραφία, Οι πίσω μου σελίδες, Σαν ρεμπέτικο παλιό, Ντιρλαντά, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, Η συννεφούλα.
Και τώρα, ακριβώς 56 χρόνια μετά, το βράδυ της 21ης Οκτωβρίου του 2025, ο Διονύσης Σαββόπουλος έφυγε σαν συννεφάκι μακριά και δεν ξαναγυρνάει… Πάει να συναντήσει τη «Συννεφούλα» του. Τη «Συννεφούλα» όλων μας. Όπως όλων μας ήταν και ο ίδιος Νιόνιος. Ο Νιόνιος των παιδικών χρόνων και της νιότης μας. Και ας του κάκιωσαν αρκετοί, όταν «μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του», έκανε τη στροφή στη Δεξιά. Όμως, εκεί, που η πολιτική διχάζει τον Έλληνα, τα αθάνατα τραγούδια του Σαββόπουλου, θα τον ενώνουν σαν… μια «Εθνική Ελλάδος».
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε πως ο θάνατός του έχει προκαλέσει τεράστια θλίψη σε όλους. Άραγε, αν βλέπει από κάπου ψηλά πόση θλίψη έχει σκορπίσει η απώλειά του, τι να σκέφτεται; Τι να λέει, άραγε για τον τρόπο που όλοι, νέοι και μεγάλοι, από όλες τις γενιές αποχαιρετούν με σεβασμό τον Σαββόπουλο; Τον ρόλο που έπλασε ο ίδιος, όπως είχε εξομολογηθεί, σιγά σιγά μέσα στα χρόνια; Θα χαίρεται; Θα είναι ικανοποιημένος ως δημιουργός ότι τελικά τα κατάφερε; Θα νιώθει έκπληξη; Ποιος ξέρει; Σαββόπουλος ήταν αυτός, ακόμη και όταν αντιμετώπιζε διάφορες καταστάσεις, ήταν απρόβλεπτος και πάντα εξέπληττε.

Όπως είχε κάνει, άλλωστε, πριν από λίγους μήνες, όταν κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του, «Στα χρόνια που κυλούσαν χύμα», αποκαλύπτοντας ο ίδιος άβολες και σκληρές αλήθειες για τον εαυτό του. Μάλιστα, ήταν τέτοια η ανάγκη του να μιλήσει με ειλικρίνεια πρώτα στον εαυτό του και μετά στο κοινό, που αναρωτιόταν αν πολλά από τα οποία αναφέρει μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν. Μια αυτοβιογραφία, διαφορετική από αυτές που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε. Αλλά, είπαμε Διονύσης Σαββόπουλος ήταν αυτός: τολμούσε πάντα. Ίσως, κάποιες φορές, περισσότερο από αυτό που κάποιοι άντεχαν ή μπορούσαν να του συγχωρήσουν.
Όπως τότε που ο Νιόνιος έκανε τη στροφή στη Δεξιά. «Ήταν ένας προοδευτισμός νεφελώδης, αντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι εντελώς αντιπνευματικός. Δυστυχώς, η Αριστερά αφέθηκε να παρασυρθεί από εκείνον τον φτηνιάρικο προοδευτισμό», γράφει ανάμεσα σε άλλα στην αυτοβιογραφία του για να συμπληρώσει: «Χαρίσαμε στην Αριστερά τα καλύτερά μας χρόνια. Όχι μάταια. Έφηβοι ήμασταν και αυτά ακριβώς τα χρόνια ήταν που μας άνοιξαν τον δρόμο της καρδιάς και φώτισαν, εκ παραδρομής έστω, το ιερό στοιχείο της κοινωνίας που μοιραζόμαστε. Αυτά τα χρόνια και όχι οι πολιτικές τους». Οι επιθέσεις που δέχτηκε για την ολική πολιτική του στροφή, πολλές. Του έγραφαν συνθήματα στους τοίχους του σπιτιού, δεχόταν την απαξίωση, ενώ πιο πρόσφατα που μπήκαν στη ζωή μας τα social media και ο ίδιος (όπως κάνει και στο βιβλίο) συνέχιζε να έχει άποψη, κατακεραυνώνοντας τους σύγχρονους αριστερούς –που το 2015 όπως γράφει, διακυβέρνησαν με τους «ανέμελους Έλληνες» (ΑΝ.ΕΛ.)– προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πετύχουν την αποκαθήλωσή του.
Αλλά ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν τους είχε ανάγκη και μέχρι το τέλος της ζωής του στα 81 του χρόνια, με τη διάθεση και την ορμή του «αιώνιου έφηβου», συνέχιζε να μας συμπαρασύρει σε αυτή τη «δίψα» για ζωή. Τι και αν έδινε μάχη με τον καρκίνο τα τελευταία χρόνια; Ο ανατρεπτικός Διονύσης Σαββόπουλος, ο ροκάς, ένας από τους τελευταίους των Ελλήνων Μοϊκανών, συνέχιζε άοκνα και γεμάτος ενέργεια τις ανατρεπτικές του εμφανίσεις, με αποκορύφωμα την εμφάνισή του το καλοκαίρι στο Rockwave Festival.

Όπως ανατρεπτική ήταν και η αυτοβιογραφία του «Στα χρόνια που κυλούσαν χύμα», στην οποία ο μεγάλος τραγουδοποιός σαν ένας παρατηρητής και με τρόπο που θυμίζει παραμυθά, αφηγήθηκε το δικό του παραμύθι, που δεν είναι άλλο από την ίδια του τη ζωή. Μέσα από τις σελίδες του, αναγνωρίζει τα σφάλματά του, ζητάει συγγνώμη από τη σύζυγό του Άσπα, από τα παιδιά του, από συναδέλφους του, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Θάνος Μικρούτσικος, με τον οποίο είχαν μια παρεξήγηση και μπορεί να τα βρήκαν, όμως οι σχέσεις τους ουσιαστικά δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ. Ζητάει συγγνώμη στη Βέμπο και στον Μίμη Τραϊφόρο, που τους σνόμπαρε όταν πήγαν να τον ακούσουν στο «Ροντέο», αλλά και από τον Γιώργο Νταλάρα και τους μουσικούς του για την απότομη συμπεριφορά του, καμιά φορά. Αναφέρεται και στον Μανώλη Ρασούλη, αναγνωρίζοντας το λάθος του να του κρατάει μούτρα και τις τύψεις που ένιωθε.
Εξομολογείται ότι έφυγε από το πατρικό του στη Θεσσαλονίκη, επειδή ο πατέρας του ζήτησε να μάθει γιατί άργησε να επιστρέψει το βράδυ κι έκανε τέσσερα χρόνια να τους δει. Περιγράφει την περίοδο που δεν είχε μία και κοιμόταν στα παγκάκια, για την άνευ προηγουμένου πείνα που τον είχε γονατίσει, για τη φιλία του με τον Μάνο Λοΐζο, με τον οποίο πήγαν σε κηδεία για να χορτάσουν με κόλλυβα και παξιμαδάκια, για το φευγιό του με πλαστό διαβατήριο στο Παρίσι και στο Μιλάνο. Για τα βασανιστήρια από τη χούντα, στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, όπου τον ρωτούσαν επίμονα πού είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, μετά την αμήχανη ομολογία του Γρηγόρη Μπιθικώτση ότι βρισκόταν κάπου με τους νεότερους ομότεχνους και υπέθεσαν ότι ο Σαββόπουλος ήταν ένας από αυτούς.
Και για πόσα άλλα μιλάει σε αυτή την ξεχωριστή αυτοβιογραφία. Ακόμη και για τον στρατό, όπου τότε έγραψε και τον Άγγελο Εξάγγελο. «Με κουρέψανε γουλί κι εγώ τους έκανα τον χαζό, πράγμα που δεν μου είναι δύσκολο, μου βγαίνει πολύ φυσικά… Τρεις μήνες στον θάλαμο δεν έκλεισα μάτι. Για να κρατήσω το μυαλό μου απασχολημένο, πήγαινα πάνω κάτω και μετέφραζα το Wicked Messengers του Ντύλαν. Το “Άγγελος Εξάγγελος” εκεί το έγραψα. Υποτίθεται ότι τα πόδια είναι το πιο δυνατό στοιχείο σε έναν μαντατοφόρο εξάγγελο, αλλά αυτός είναι αδύναμος, γι’ αυτό του έδωσα δεκανίκι, για να γίνει πιο δυνατή η εικόνα», γράφει.
Μιλάει ακόμα και για πολύ προσωπικά ζητήματα, όπως για τον γάμο του με την Άσπα και τα παιδιά του, τα οποία όπως παραδέχεται χτυπούσε όταν ήταν μικρά. «Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Ναι. Μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που θα με διαβάζετε όλοι τώρα. “Καλλιτέχνης”, σου λέει ο άλλος, “άνθρωπος με ευαισθησίες…”. Τα μάλωνα κι από πάνω, ουρλιάζοντας σαν στρίγκλα. Με κοίταζαν κατατρομαγμένα τα πουλάκια μου. Τα λάτρευα», γράφει.
Ναι, η περιγραφή ίσως είναι άβολη, όμως, πόσο θάρρος χρειάζεται να αναγνωρίσεις το λάθος σου ως πατέρας – ειδικά έχοντας μεγαλώσει με το δόγμα «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» και σε έδερναν, γονείς και δάσκαλοι προς συμμόρφωση – και να το ομολογήσεις δημοσίως; Γιατί όπως λέει και ο ίδιος: «Τη θέλω πολύ αυτή τη συγχώρεση, αλλά δεν ξέρω ακόμη πώς να τη ζητήσω».

Στην αυτοβιογραφία διαβάζουμε και για τις δυσκολίες που πέρασε ο γάμος του με την Άσπα του, με την οποία έζησαν μαζί 60 ολόκληρα χρόνια, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος. Γιατί μόνο αυτός κατάφερε να τον πάρει μακριά από τη γυναίκα της ζωής του. Ούτε οι «σειρήνες» που συνάντησε μέσα αυτά τα χρόνια, ούτε οι απιστίες, ούτε η καθημερινότητα, ούτε ο στραβός του χαρακτήρας. «Ήμουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν από την ίδια την πατριαρχικότητα. Έτσι ήμουν τότε. Βουλιάζαμε. Απομακρυνόμασταν και δεν το ομολογούσαμε, για να μην απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο. Όλα αυτά 40 χρόνια πριν. Τώρα η θάλασσα ηρέμησε», ενώ αποκαλύπτει και το διακριτικό φλερτ του «γέρο» Καραμανλή στην Άσπα. «Εσύ ομόρφυνες», της είχε πει.
Συγκλονιστική είναι και η σκηνή μέσα στο νοσοκομείο και ο τρόπος που την περιγράφει στο βιβλίο ο Διονύσης Σαββόπουλος: μια αποκαθήλωση της δημόσιας εικόνας ενός ειδώλου, αλλά την ίδια στιγμή μια ανθρώπινη, θνητή και οικεία εικόνα για όσους έχουν ζήσει παρόμοιες καταστάσεις μέσα σε νοσοκομεία. Ήταν τότε που εν μέσω πανδημίας βρέθηκε να δίνει μάχη με τον καρκίνο στον πνεύμονα και νόσησε με κορονοϊό, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί. «Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα, πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… Σαββόπουλος. Δεν γίνεται. Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τι έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους: “Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε”. “Να γδυθώ;”ρώτησα. Έβγαλα αμήχανος τις πιτζάμες. Με ελέγξανε: “Βγάλτε και τα εσώρουχά σας”. Τα έβγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα. Κι όπως ήμουν έτσι να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σαν να έφυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μου βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν. “Χρόνια πολλά”, μου είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα».
Όμως, εκείνο που κάνει μεγάλη εντύπωση και δεν γίνεται να μην το κρατήσεις, είναι αυτό που γράφει ο ίδιος για τον εαυτό του: «Αυτό που λέμε “Σαββόπουλος” δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρογγυλά γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σε εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός. Τώρα, όμως, τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο “Σάββο”. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει. Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι… Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό. Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται».
Είτε ως Διονύσης Σαββόπουλος, είτε ο «Σάββο», είτε ως Νιόνιος ένα είναι σίγουρο: ότι θα λείψει πολύ… Ότι με το φευγιό του τελειώνει μια μεγάλη εποχή, και κυρίως για τις μεγαλύτερους, είναι σαν να ξεριζώνεται ένα κομμάτι της ξέγνοιαστης και γεμάτης ορμή νιότης. Και αυτό το ξερίζωμα πονάει, πολύ! Μέχρι να ανταμώσουμε ξανά. Ως τότε, να μας έχει ο Θεός γερούς και να ξεφαντώνουμε με χορούς κυκλωτικούς, κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς.