Η ιστορία του Τζιμ Λόντος, κατά κόσμον Χρήστου Θεοφίλου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η κλασική ιστορία της επιτυχίας. Γνωστός και ως ο «Χρυσός Έλληνας» ήταν ο κορυφαίος παλαιστής στην Αμερική τα χρόνια κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τη Μεγάλη Ύφεση, και ένας από τους λίγους παλαιστές που το κοινό του τον ακολουθούσε στους αγώνες του εν μέσω αυτής της δύσκολης οικονομικής περιόδου.

Πράγματι, και σύμφωνα με το historyofwrestling.com, συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό και τις διαφορές στο νόμισμα, ο Τζιμ Λόντος εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη εισπρακτική ατραξιόν όλων των εποχών στη μακρά ιστορία της επαγγελματικής πάλης.

Ο Θεοφίλου, που γεννήθηκε στο Κουτσοπόδι της Αργολίδας στα τέλη της δεκαετίας του 1800 ως το μικρότερο από τα δεκατρία παιδιά των γονιών του, Θεόφιλου και Μαρίας, το έσκασε από το σπίτι του σε ηλικία 13 ετών, λίγο μετά την αλλαγή του αιώνα.  

Ήταν ένας ακόμη νεαρός, φτωχός Έλληνας που αποφάσισε να μετακομίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του 20ού αιώνα για να γίνει -χωρίς να το ξέρει φυσικά- μια από τις πιο εξέχουσες αθλητικές προσωπικότητες της εποχής του.

Πρόκειται για έναν από τους τελευταίους παγκόσμιους πρωταθλητές που αγωνίστηκαν κατά τη διάρκεια της «νόμιμης» εποχής του αθλήματος, όταν οι πραγματικοί αγώνες ήταν ακόμη ένα συνηθισμένο, αν και όχι το κυρίαρχο, φαινόμενο στο άθλημα.

Κάτι παραπάνω από ένας ικανός παλαιστής, γενικά θεωρούνταν από τους συναδέλφους του ως ένας από τους καλύτερους «εργάτες» της εποχής του. Η ικανότητά του μέσα στο ρινγκ, η καλή του εμφάνιση και η δημοτικότητά του στους οπαδούς επέτρεψαν στον Λόντος να καθιερωθεί τελικά ως τη μεγαλύτερη εισπρακτική ατραξιόν της πάλης όλων των εποχών και ένα από τα πιο αναγνωρισμένα ονόματα του αθλήματος κατά την εποχή του.

Ως παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών, συνέβαλε στο να θέσει ένα πρότυπο για τους μελλοντικούς πρωταθλητές, τους παλαιστές που γεννήθηκαν δεκαετίες μετά το θάνατό του, και πραγματικά άφησε ένα αποτύπωμα που διήρκεσε σε όλη την ιστορία του αθλήματος στον 20ό αιώνα και όχι μόνο.

Ο Έλληνας μετανάστης Τζιμ Λόντος που ξεκίνησε από οικοδόμος

Ο μετέπειτα Τζιμ Λόντος, όπως αναφέρει το greekreporter.com, ξεκίνησε την καριέρα του ως βοσκός -ωστόσο, λίγο αργότερα, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπως έκαναν τότε εκατομμύρια άλλοι Ευρωπαίοι, μεταναστεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Θεοφίλου, όπως και οι περισσότεροι, έκανε δεκάδες δουλειές για να τα βγάλει πέρα, μεταξύ των οποίων δουλειές σε οικοδομές, ακόμη και να ποζάρει γυμνός σε μαθήματα καλλιτεχνικού σχεδίου -τα οποία ήταν πολύ δημοφιλή εκείνη την εποχή.

Ο πατέρας του νεαρού ήταν, επίσης, ερασιτέχνης παλαιστής, αλλά παρόλα αυτά, ο Χρήστος δεν είχε σκεφτεί ποτέ να γίνει και ο ίδιος παλαιστής. Μόνο όταν έπιασε δουλειά ως «catcher» σε ένα ακροβατικό νούμερο ήρθε σε επαφή με την επαγγελματική πάλη με πραγματικούς αθλητές. Και τότε ήταν που άρχισε να προπονείται και ο ίδιος.

Ο πρώτος αγώνας και η καταξίωση που ήρθε γρήγορα

Ο Θεοφίλου έδωσε τον πρώτο του αγώνα το 1912, όταν αποφάσισε να εμφανιστεί ως Χριστόφορος Θεοφίλου, μια αγγλική εκδοχή του πραγματικού του ονόματος. Οι αγώνες του προσέλκυσαν πολλούς οπαδούς και η φήμη του μεγάλωσε γρήγορα.

Με ύψος 1.72 και βάρος 90 κιλά, ο Θεοφίλου ήταν συχνά μικρότερος από τους αντιπάλους του. Ωστόσο, το χαμηλό κέντρο βάρους του, η τρομερή δύναμη και φυσική κατάσταση και τα ισχυρά πόδια του αντιστάθμιζαν την έλλειψη ύψους.

Ο Θεοφίλου άλλαξε το όνομά του σε Τζιμ Λόντος αφού απέκτησε κάποια δημοτικότητα. Ως Τζιμ Λόντος, έγινε γρήγορα γνωστός για τα όμορφα χαρακτηριστικά του και την ισχυρή εργασιακή του ηθική, καθώς δεχόταν όσα περισσότερα ραντεβού μπορούσε να βρει, παλεύοντας συχνά σχεδόν κάθε βράδυ της εβδομάδας. Εκμεταλλευόμενος την καλή του εμφάνιση και την εντυπωσιακή του σωματική διάπλαση, ο Λόντος ανέπτυξε μια πρακτική να αναμετράται με τους πιο άσχημους αντιπάλους που μπορούσε να βρει.

Οι οπαδοί της εποχής, ιδίως οι γυναίκες θεατές, ανταποκρίθηκαν στο σύστημα επιλογής των αντιπάλων του όπως ακριβώς είχε σχεδιάσει ο «Χρυσός Έλληνας», στηρίζοντας τον Λόντο και αυξάνοντας τη δημοτικότητά του.

Αυτή η ιδέα τον εξυπηρέτησε καλά και η φιλοσοφία του booking βοήθησε τον Λόντο να γίνει η μεγαλύτερη ατραξιόν στην Ανατολική Ακτή καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Από τη Νέα Υόρκη μέχρι τη Βοστώνη και τη Φιλαδέλφεια και παντού στο ενδιάμεσο, ο Τζιμ Λόντος έγινε γρήγορα ο κορυφαίος αγαπημένος των φιλάθλων της επαγγελματικής πάλης στην ανατολική ακτή.

Ο «Χρυσός Έλληνας» που έγινε εθνικός ήρωας για την πατρίδα του

Στην ουσία έγινε πραγματικός εθνικός ήρωας και στην πατρίδα του, την Ελλάδα, ακολουθώντας τη ραγδαία ανάπτυξή του ως επαγγελματίας παλαιστής. Αποκόμματα εφημερίδων από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα δείχνουν ξεκάθαρα πόσο τον λάτρευαν οι Έλληνες συμπατριώτες του. Οι αγώνες του στην Ελλάδα προσέλκυαν δεκάδες χιλιάδες θεατές, καθιστώντας τον ζωντανό θρύλο της εποχής. Ο Λόντος έγραψε ιστορία με τις υπερθετικές του επιδόσεις, και τελικά έγινε γνωστός ως «ο Χρυσός Έλληνας» λόγω των επιτευγμάτων του.

Κατέκτησε πολλαπλούς τίτλους και αγωνίστηκε συνολικά σε 32 διαφορετικές χώρες. Μετά από αρκετές προσπάθειες να αποσυρθεί, ο πέντε φορές παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών έδωσε τους τελευταίους του αγώνες το 1959 και εγκατέλειψε οριστικά το άθλημα μετά από τρεις δεκαετίες αγώνων, αναμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους πρωταθλητές πάλης στην ιστορία.

Σύμφωνα με τις δικές του εκτιμήσεις, πάλεψε σε περισσότερους από 2.500 αγώνες, χάνοντας έναν στατιστικά ασήμαντο αριθμό από αυτούς. Μετά την αποχώρησή του από το ρινγκ, ο Λόντος πέρασε μεγάλο μέρος της συνταξιοδότησής του δουλεύοντας για φιλανθρωπικούς οργανισμούς, ιδιαίτερα για τα ορφανά παιδιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα, και τιμήθηκε τόσο από τον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον όσο και από τον βασιλιά Παύλο της Ελλάδας για τις διάφορες φιλανθρωπικές του προσπάθειες εκτός ρινγκ.

Λίγα χρόνια πριν από την επίσημη συνταξιοδότησή του, ο Λόντος παντρεύτηκε την Άρβα Ρότσγουιτ, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες: Νταϊάνα, Δήμητρα και Χριστίνα. Η οικογένεια του Λόντου ζούσε στην Καλιφόρνια, όπου ο σπουδαίος άνδρας πέθανε το 1975, σε ηλικία 81 ετών.