Η εργασία ανηλίκων στην Κρήτη καταγράφει θεαματική άνοδο σύμφωνα με τα στοιχεία του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου. Από το 2020 μέχρι και σήμερα οι αιτήσεις μέσω των νόμιμων καναλιών έχουν εξαπλασιαστεί.

Το 2020 έγιναν 120 αιτήσεις, υποστηρίζει το Εργατικό Κέντρο Ηρακλείου, όπως μετέδωσε η ιστοσελίδα ekriti.gr. Το 2021 οι αιτήσεις έφτασαν στις 385. Ως τώρα στη διάρκεια του 2022 βρίσκονται στις 727 και οι υπεύθυνοι του οργανισμού εκτιμούν πως μέχρι τα τέλη του Αυγούστου δεν αποκλείεται να φτάσουν ή και να ξεπεράσουν τις χίλιες.

Επιπλέον, οι επιτόπιοι έλεγχοι της Επιθεώρησης Εργασίας φέρνουν στο φως πολλές παραβάσεις σχετικά με αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία ανηλίκων σε εργασιακά περιβάλλοντα που χαρακτηρίζονται ακατάλληλα για άτομα κάτω των 18 όπως είναι μηχανουργεία, κουζίνες και παραλίες.

Στην Ανάληψη Χερσονήσου, μάλιστα, ένα ξενοδοχείο ήταν στελεχωμένο κατά το 1/5 με ανηλίκα άτομα. Επίσης παρόμοια φαινόμενα καταγράφονται σε κατασκηνώσεις, επισιτισμός κ.α.

Σε ανακοίνωσή του το Εργατικό Κέντρο Ηρακλείου αναφέρει:

«Το ΕΚΗ καλεί τους γονείς να προστατεύουν τα παιδιά τους και πριν δώσουν την έγκρισή τους στην Επιθεώρηση Εργασίας να είναι βέβαιοι ότι τα παιδιά θα εργαστούν σε ένα προστατευμένο εργασιακό περιβάλλον, που θα τηρεί όλα τα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας. Σε διαφορετική περίπτωση να μην διστάσουν να προβούν σε καταγγελίες είτε στο Εργατικό Κέντρο, είτε στην Επιθεώρηση Εργασίας.

Το σοβαρό αυτό κοινωνικό φαινόμενο δείχνει με τον πιο τραγικό τρόπο την δύσκολη θέση, στην οποία έχει εισέλθει η ελληνική οικογένεια, με τους γονείς να αναγκάζονται να στέλνουν τα παιδιά τους στην αγορά εργασίας, έτσι ώστε να βοηθήσουν στον οικογενειακό προϋπολογισμό.

Το ΕΚΗ. είναι αποφασισμένο εκτός από την Δημόσια Καταγγελία, να προχωρήσει στην ανάδειξη του ζητήματος της απασχόλησης εργασίας ανηλίκων στην Κυβέρνησης, ενώ από κοινού με την ΓΣΕΕ θα αποστείλουν και σχετικό έγγραφο-καταγγελία και στο διεθνές Γραφείο Εργασίας, που εδρεύει στις Βρυξέλλες.

Τέλος, να επισημάνουμε ότι η διαδικασία έκδοσης κάρτας εργασίας για ανηλίκους προσθέτει επιπλέον βάρος, λόγω γραφειοκρατίας, στο προσωπικό του ΣΕΠΕ με αποτέλεσμα οι Επιθεωρητές Εργασίας να μην μπορούν να πραγματοποιούν ελέγχους και να απενεργοποιείται ο ελεγκτικός μηχανισμός».