Μετά την πτώση του Μεσολογγίου επήλθε κατάπτωση της επανάστασης στην Δυτική Ελλάδα.

Ο Κιουταχής εξεστράτευσε στην Ανατολική Ελλάδα. Στο πέρασμά του υπέταξε την Εσπερία Λοκρίδα, Φωκίδα, Βοιωτία, και εγκατέστησε φρουρά για να διατηρεί τη συγκοινωνία Ηπείρου και Δυτικής Ελλάδας με τη Θεσσαλία, Ανατολική Στερεά Ελλάδα, Εύβοιας και Πελοποννήσου. Πολλοί οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και οι Βαρνακιώτης, Δυοβουνιώτης, Ράγκος, Κοντογιάννης, Ίσκος υποκρίνονταν υποταγή. Ο Καραϊσκάκης, αν και ασθενής αντιτάσσονταν όσο μπορούσε στέλνοντας αποσπάσματα επαναστατών σε επίκαιρες θέσεις εναντίον του περάσματος του Κιουταχή. Συγχρόνως εξεστράτευσε και ο Ομέρ Πασάς της Καρύστου στην Αττική με 5.000 στρατό και στρατοπέδευσε στο Καπανδρίτι. Από εκεί έκανε επιδρομές λεηλατώντας τα μέρη γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά.

Οι Τούρκοι περικύκλωσαν την Αθήνα και έκαναν καταδρομές. 2000 ιππείς και πεζοί του Ασλάνμπεη συνεπλάκησαν στις 10, 11 και 12 Ιουλίου με τον Κριεζώτη και Βάσσο, οι οποίοι εξεστράτευσαν από την Ελευσίνα και ανάγκασαν τον εχθρό να υποχωρήσει καίγοντας τη Μαγούλα και τη Μάνδρα.

Στις 11 Ιουλίου οι Τούρκοι κατέλαβαν τον λόφο του Μουσείου και κατεδίωξαν τους Έλληνες. Την επόμενη αντεπιτέθηκε ο Γκούρας και έδιωξε τους Τούρκους, οι οποίοι υποχώρησαν στο στρατόπεδο της Μονής Πετράκη. Την επόμενη (13 Ιουλίου) οι Έλληνες εξόρμησαν από την Ακρόπολη με αρχηγούς τον Γκούρα και Μακρυγιάννη και έτρεψαν τον εχθρό σε φυγή. Συνεχίστηκαν και άλλες πολλές αψιμαχίες.

Η υπεράσπιση της Αθήνας από τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, μέσα από το φρούριο της Ακρόπολης.

Ο Έλληνας στρατηγός αντιμετώπισε τις δυνάμεις του Κιουταχή, μπροστά στα αρχαία θέατρα του Διονύσου και του Ηρώδου του Αττικού.