Συνταγματική και σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κρίθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει, ότι στις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις μπορεί να χορηγηθεί από τα Διοικητικά Δικαστήρια αναστολή πρωτόδικης απόφασης, μόνο στην περίπτωση που η κύρια προσφυγή (αίτηση ακύρωσης) του φορολογουμένου είναι «πρόδηλα βάσιμη», δηλαδή πιθανολογείται με βασιμότητα, ότι η κυρία αίτηση-προσφυγή του φορολογουμένου θα γίνει δεκτή από τα δικαστήρια.

Τα δικαστήρια πλέον στις φορολογικές υποθέσεις δεν λαμβάνουν πλέον υπ’ όψη τους το επιχείρημα του φορολογουμένου, ότι από την πρωτόδικη απόφαση προκαλείται σε βάρος του ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη.

Ο νομοθετικός φραγμός των λόγων που μπορεί να επικαλεστεί ο φορολογούμενος για να του δοθεί αναστολή πρωτόδικης φορολογικής υπόθεσης, έγινε αφενός για να υπάρχει «φίλτρο» εισαγωγής φορολογικών υποθέσεων στα δικαστήρια και αφετέρου για να εισπράττει το Δημόσιο συντομότερα τους φόρους.

Ειδικότερα, στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο προσέφυγε Ανώνυμη Εταιρεία που ζητούσε να ανασταλούν δυο αποφάσεις του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών με τις οποίες απορρίφθηκαν δυο αιτήσεις της εταιρείας κατά πράξεων του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κηφισιάς. Με τις τελευταίες αυτές πράξεις επιβλήθηκε σε βάρος της Α.Ε. φόρος δωρεάς ύψους 481.053 ευρώ και πρόσθετος φόρος 202.042 ευρώ, αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο.

Όμως, από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών υποβλήθηκε στο ΣτΕ (σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3900/2010) προδικαστικό ερώτημα αν η διάταξη του άρθρου 209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (όπως ισχύει μετά την προσθήκη που έγινε με το άρθρο 38 του Ν. 3900/2010) είναι αντίθετη στο άρθρο 20 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν, ότι οι ρυθμίσεις που εισάγονται με τον Ν. 3900/2010 -όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου- «για τις φορολογικές κυρίως και για τις τελωνειακές διαφορές, οι οποίες αποκλίνουν από τις γενικές ρυθμίσεις που αφορούν τις λοιπές διαφορές που ρυθμίζει ο νόμος αυτός, μεταξύ των οποίων και η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 38 του Ν. 3900/2010 περί αποκλεισμού της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης ως λόγου παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, ερείδονται, στην ανάγκη αποθάρρυνσης της άσκησης ένδικων μέσων με μόνο σκοπό την καθυστέρηση στην εκπλήρωση νόμιμων υποχρεώσεων, ιδίως εκείνων που αφορούν την καταβολή φόρων, με άξονα την οικονομία της δίκης και την αποφυγή παρελκύσεων και άσκοπης παράτασης εκκρεμοτήτων, σε διαφορές που από τη φύση τους προσφέρονται ιδιαίτερα σε τέτοιες καθυστερήσεις».

Κατόπιν αυτών, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο με τις υπ’ αριθμ. 35 και 36/2013 αποφάσεις της Ολομέλειας της Επιτροπής Αναστολών έκρινε, ότι η ρύθμιση του άρθρου 38 του Ν. 3900/2010 που προβλέπει, στις περιπτώσεις φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, ως «λόγο αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, μόνο την πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου μέσου, δεν παραβιάζει τα άρθρα 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος και 6 παράγραφοι 1 και 13 της ΕΣΔΑ».

Υπογραμμίζουν στη συνέχεια οι δικαστές: «Ο περιορισμός αυτός, ο οποίος συνίσταται στη μη πρόβλεψη ως λόγου αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πρωτόδικης δικαστικής απόφασης και της ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης που επέρχεται τυχόν από αυτήν, δεν εξικνείται, πάντως, έως του σημείου πλήρους κατάλυσης του δικαιώματος χορήγησης προσωρινής δικαστικής προστασίας και, επομένως, είναι συνταγματικά ανεκτός, δεδομένου μάλιστα και ότι η πρόδηλη βασιμότητα του ασκηθέντος ενδίκου μέσου, που θεσπίζεται ως λόγος αναστολής, σχετίζεται ευθέως με το αντικείμενο της δίκης».

Κατόπιν αυτών, καταλήγει το ΣτΕ, «η επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται ως μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους από τον νόμο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, οι δε ισχυρισμοί της Α.Ε. περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας και των συνταγματικής και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι».