Σε μεταστροφή της έως τώρα πάγιας νομολογίας του προχώρησε ο Άρειος Πάγος και δεν επιδίκασε αποζημίωση για την εργασία τους σε συμβασιούχους κρίνοντας πως οι συμβάσεις τους θεωρούνταν άκυρες και λειτουργούσαν ως απλές σχέσεις εργασίας. Πρόκειται για μια απόφαση που προκάλεσε αντιδράσεις στους κόλπους των εργαζομένων καθώς όπως σχολίαζαν αρμόδιες πηγές μέχρι τώρα ο Άρειος Πάγος «όταν δίκαζε αγωγές εργαζομένων του δημοσίου τομέα με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή συμβάσεις (δήθεν) μίσθωσης έργου (συμβασιούχοι), οι οποίοι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη τους, δεν προέβαινε μεν στη μονιμοποίησή των εργαζομένων αυτών, ωστόσο, κάνοντας ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης τους, τους επιδίκαζε τις δεδουλευμένες αποδοχές τους».

Συγκεκριμένα, το Β1 Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε παράνομη την αγωγή μουσικών οι οποίοι είχαν εργαστεί στον Δήμο Αθηναίων με διαδοχικές ανανεούμενες συμβάσεις μίσθωσης έργου. Οι μουσικοί είχαν δικαιωθεί από το Πρωτοδικείο Αθηνών καθώς είχε γίνει δεκτός ο ισχυρισμός τους ότι «κατ’ επίφαση και καταχρηστικά οι συμβάσεις τους χαρακτηριστήκαν ως συμβάσεις μίσθωσης έργου, ενώ στην πραγματικότητα υπέκρυπταν ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δήμου».

Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι οι μουσικοί προσλήφθηκαν μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 103.

Έτσι κατά τον Άρειο Πάγο απαγορεύεται η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α. σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου (μονιμοποίηση), ακόμη και στις περιπτώσεις που οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη τους. Παράλληλα, αναφέρεται στην απόφαση του (401/2015) σε νομοθετικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες με τη λήξη της πρώτης

σύμβασης ορισμένου χρόνου ή έργου πρέπει να σταματήσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές.
Σε αντίθετη περίπτωση, οι αποδοχές που θα χορηγούνται στους συμβασιούχους θα καταλογίζονται στους Δημάρχους, ενώ παράλληλα θα διώκονται οι τελευταίοι για παράβαση καθήκοντος.

¨Όπως επισημαίνουν οι αρεοπαγίτες εφόσον ο νόμος απαγορεύει τη μετατροπή της σύμβασης ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, «δεν είναι δυνατός» ο χαρακτηρισμός τους ως έγκυρης ή άκυρης σύμβασης εργασίας.

Και αυτό γιατί δεν δυνατόν «η ίδια έννομη σχέση να χαρακτηρίζεται αναγκαίως (κατά νομοθετική επιταγή) ως σύμβαση μισθώσεως έργου και παράλληλα να θεωρείται ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας».

Έτσι, οι δικαστές έκριναν ότι η εργασία που προσφέρεται κατά παράβαση νομοθετικών διατάξεων «απαγορεύεται απόλυτα από το νόμο και τέτοια δεν δημιουργεί καμία αξίωση αμοιβής, αφού σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι έγκυρη και ειδικότερα δεν δημιουργεί αξίωση ούτε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού τέτοιος πλουτισμός δεν προκύπτει για τον εργοδότη».