Ζάλη έχει προκαλέσει στους Έλληνες αποσταγματοποιούς η επικείμενη αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο τσίπουρο, εκτινάσσοντας την τιμή του στα 15-16 ευρώ ανά φιάλη 700ml από 10,9 ευρώ που είναι σήμερα.

Αντίθετα, το ούζο αναδεικνύεται ο μεγάλος πρωταγωνιστής του κλάδου με μερίδιο 51,45% τόσο στην ελληνική αγορά όσο και στις διεθνείς αγορές, με σημαντικότερη τη γερμανική.

Όπως επεσήμανε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), Νίκος Καλογιάννης, σε συνάντηση που είχε χθες με δημοσιογράφους, ο κλάδος βρίσκεται εν αναμονή της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για παράταση στην εφαρμογή ενιαίου συντελεστή ΕΦΚ στο τσίπουρο ανάλογου με αυτόν που ισχύει για τα αλκοολούχα ποτά μέχρι το 2021. Ο ίδιος απέκλεισε το γεγονός να «γλιτώσει» η χώρα μας από το διπλασιασμό του ΕΦΚ.

Σύμφωνα με τον κ. Καλογιάννη, η αγορά του τσίπουρου το 2018 αυξήθηκε κατά 4,3% σε σχέση με το 2017 καταγράφοντας τα τελευταία χρόνια μικρή μεν, αλλά σταθερή αύξηση.

Όπως δείχνουν στοιχεία του Γενικού Χημείου του Κράτους που επεξεργάστηκε ο ΣΕΑΟΠ, η παραγωγή τσίπουρου ανήλθε πέρυσι στο 1,346 εκατ. άνυδρα λίτρα όταν πέντε χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 2015 είχε περιοριστεί στις 973.862 λίτρα αναφέρει το δημοσίευμα του Ελεύθερου Τύπου.

Όπως αναφέρει ο κ. Καλογιάννης η επικείμενη αύξηση του ΕΦΚ θα πλήξει πρωτίστως αυτούς που τον πληρώνουν, δηλαδή τους επίσημους αποσταγματοποιούς.

Ο ειδικός φόρος της φιάλης τσίπουρου θα διπλασιαστεί στα 7,14 ευρώ (από 3,6 ευρώ που είναι τώρα) και ο ΦΠΑ θα ανέλθει περίπου 3 ευρώ (από 2,1 ευρώ) κι έτσι οι φόροι θα αντιστοιχούν στο 66% της ενδεικτικής τιμής πώλησης.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ενδέχεται να υπάρξει έξαρση της αισχροκέρδειας και του λαθρεμπορίου. Σύμφωνα εκτιμήσεις του κλάδου, 4 στα 5 ποτήρια είναι χύμα προϊόν, παρανόμως παραγόμενο και διακινούμενο, και μόνο 1 στα 5 ποτήρια χύμα προϊόντος διήμερων παραγωγών είναι δηλωμένο στις αρμόδιες αρχές, με τις απώλειες από τον ΕΦΚ να αγγίζουν τα 47,7 εκατ. ευρώ το 2016.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΕΑΟΠ επισημαίνει ότι είναι αναγκαίες η διατήρηση δυνατότητας απόσταξης αποκλειστικά για οικογενειακή κατανάλωση βάσει του τηρούμενου αμπελουργικού μητρώου (έως 100 λίτρα ετησίως) και η πλήρης απαγόρευση της δυνατότητας εμπορικής διάθεσης χύμα αποσταγμάτων διήμερων παραγωγών. Σε περίπτωση δε που ο παραγωγός επιθυμεί να διαθέσει το προϊόν του στην κατανάλωση για εμπορικούς σκοπούς, θα πρέπει να έχει άδεια και να κάνει έναρξη ασκήσεως επαγγέλματος αναφέρει το ρεπορτάζ του Ελεύθερου Τύπου.

Σχετικά με το ούζο, ο Σύνδεσμος αναφέρει ότι είναι το ηγετικό ποτό της ελληνικής ποτοποιίας και αποσταγματοποιίας, που φτάνει το 64% στο σύνολο όλων των ποτών που παράγονται στη χώρα μας.

Η παραγωγή του ξεπέρασε το 2018 τα 12,15 εκατ. άνυδρα λίτρα, ενώ αποτελεί διαχρονικά το κυριότερο εξαγόμενο προϊόν του κλάδου, καταλαμβάνοντας το 72% (σε ποσότητα) του συνόλου του όγκου εξαγωγών. Σύμφωνα με τον κ. Καλογιάννη, η Γερμανία εισάγει 1,2 εκατ. κιβώτια ούζο ελέγχοντας μερίδιο της τάξεως του 18,6%, όταν το τζιν δεν ξεπερνά το 1,2 εκατ. κιβώτια και η βότκα τα 2 εκατ. κιβώτια.