Επιδείνωση των προβλέψεων των συμβούλων μάνατζμεντ για τις εξελίξεις στα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη το επόμενο 12μηνο καταγράφει το τέταρτο τρίμηνο του 2014 ο δείκτης εμπιστοσύνης (GMCCI) του Συνδέσμου Εταιρειών Συμβούλων Μάνατζμεντ Ελλάδος (ΣΕΣΜΑ).

Όπως αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου του ΣΕΣΜΑ, η γενική εικόνα που προκύπτει από την έρευνα σε εταιρείες-μέλη του συνδέσμου (η οποία διεξήχθη τέλη Δεκεμβρίου με αρχές Ιανουαρίου) είναι ότι η επιδείνωση των προσδοκιών που κατεγράφη κατά το τρίτο τρίμηνο του 2014 συνεχίστηκε.

Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος του ισοζυγίου «θετικών» – «αρνητικών» απαντήσεων για τα πέντε μεγέθη του GMCCI – Οικονομική Συγκυρία περιορίστηκε σε μόλις 3,8 από 36,9 το προηγούμενο τρίμηνο. Η απότομη αυτή κάμψη οφείλεται σε μειώσεις όλων ανεξαιρέτως των συνιστωσών του δείκτη (ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης, ποσοστό ανεργίας, ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, εξαγωγές και ρυθμός μεταβολής των τιμών). Μεγαλύτερη απαισιοδοξία επικράτησε για τη μεγέθυνση της οικονομίας και για τις ιδιωτικές επενδύσεις, λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας για την οικονομική πολιτική. Και στα δύο αυτά μεγέθη οι «αρνητικές» απαντήσεις ξεπέρασαν τις «θετικές».

Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά στις προβλέψεις για τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, παρά τις ενθαρρυντικές εξελίξεις στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ – το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο κατεγράφη αναιμικός μεν, αλλά θετικός ρυθμός μεγέθυνσης – οι προσδοκίες των συμβούλων για την ανάπτυξη μετά από ένα χρόνο είναι πολύ απαισιόδοξες. Συγκεκριμένα, περισσότερες επιχειρήσεις πιστεύουν ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης θα επιβραδυνθεί από όσες εκτιμούν ότι θα υπάρξει επιτάχυνση.

Ωστόσο, η πλειονότητα εξακολουθεί να προβλέπει ότι η αργή ανάκαμψη της οικονομίας θα συνεχιστεί. Στην επιδείνωση αυτή συνέβαλε αφενός η απότομη μείωση του μεριδίου εκείνων που θεωρούν ότι η μεγέθυνση της οικονομίας θα επιταχυνθεί από 50,0% το τρίτο τρίμηνο σε 22,9% τώρα και αφετέρου η εκτίναξη του ποσοστού όσων προβλέπουν βραδύτερη άνοδο του ΑΕΠ, από 2,0% σε 29,2%.

Περισσότερη απαισιοδοξία καταγράφεται και για την ανεργία, παρά την ελαφρά κάμψη της κατά τη διάρκεια του έτους. Συγκεκριμένα, μειώθηκε το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι θα υπάρξει περαιτέρω αποκλιμάκωση της, ενώ αυξήθηκε, απότομα μάλιστα, το μερίδιο αυτών που προβλέπουν υψηλότερη ανεργία σε ένα χρόνο. Έτσι, το ισοζύγιο «θετικών» – «αρνητικών» απαντήσεων μειώθηκε από 26,5 σε 17,0. Οι απόψεις αυτές είναι συμβατές με αυτές περί του ρυθμού μεγέθυνσης, καθώς η δημιουργία θέσεων εργασίας εξαρτάται από τις μεταβολές της οικονομικής δραστηριότητας. Υπογραμμίζεται ωστόσο ότι περισσότερες επιχειρήσεις προβλέπουν μείωση της ανεργίας από όσες αύξηση.

Αναφορικά με τις προβλέψεις για ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, το ισοζύγιο αισιοδοξίας για τις ιδιωτικές επενδύσεις έγινε για πρώτη φορά αρνητικό το τελευταίο τρίμηνο του 2014. Η αρνητική αυτή εξέλιξη συνδέεται ασφαλώς με τις προσδοκίες για το ΑΕΠ που αναλύθηκαν προηγουμένως. Υπάρχει ωστόσο ένα μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων 40,8% που εκτιμά ότι η επενδυτική δραστηριότητα δεν θα μειωθεί περισσότερο. Το γεγονός αυτό είναι κάπως ενθαρρυντικό δεδομένου ότι οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια.

Επιδείνωση των προσδοκιών σημειώθηκε και όσον αφορά τις εξαγωγές, μέγεθος κρίσιμο για την αναδιάταξη της ελληνικής οικονομίας. Το προηγούμενο τρίμηνο η διαφορά «θετικών» – «αρνητικών» απαντήσεων ήταν 46,0. Η τελευταία έρευνα κατέγραψε διαφορά μόλις 18,4, η οποία οφείλεται στη μείωση του ποσοστού όσων περιμένουν αύξηση εξαγωγών σε ένα χρόνο από σήμερα και σε αύξηση των ποσοστών στασιμότητας και μείωσης.

Οι περισσότερες επιχειρήσεις, 66,7%, προβλέπουν ότι ο αποπληθωρισμός που ξεκίνησε το 2013 θα συνεχιστεί, εκτίμηση που είναι συμβατή με αυτές περί ΑΕΠ, κλπ. Ταυτοχρόνως, η διαφορά μεταξύ «θετικών» – «αρνητικών» απαντήσεων περιορίστηκε 12,0 σε 8,3.

Προβλέψεις για τους παραγωγικούς συντελεστές

Στο δεύτερο τμήμα της έρευνας αναλύονται οι προβλέψεις για τους παραγωγικούς συντελεστές το επόμενο δωδεκάμηνο. Και στον τομέα αυτό υπήρξε επιδείνωση των προσδοκιών. Ο δείκτης GMCCI – Παραγωγικοί Συντελεστές, δηλαδή ο μέσος όρος της διαφοράς «θετικών» – «αρνητικών» απαντήσεων σημείωσε απότομη κάμψη από 29,7 το προηγούμενο τρίμηνο σε μόλις 1,6 τώρα. Επισημαίνεται ότι όλοι οι υποδείκτες χειροτέρευσαν.

Αναλυτικότερα, οι προβλέψεις για την αποτελεσματικότητα του ανθρωπίνου δυναμικού χειροτέρευσαν μεν, αλλά η διαφορά μεταξύ βελτίωσης – επιδείνωσης παρέμεινε μεγάλη, 28,6. Είναι δε η μεγαλύτερη μεταξύ όλων των παραγωγικών συντελεστών.

Σε ότ,ι αφορά στις προβλέψεις για τις δημόσιες δαπάνες, σημειώθηκε σημαντική άνοδος της απαισιοδοξίας. Το σχετικό ισοζύγιο έγινε αρνητικό, καθώς το ποσοστό εκείνων που προβλέπουν χειροτέρευση των υποδομών ξεπέρασε το αντίστοιχο αυτών που προσδοκούν βελτίωση. Η πλειονότητα των συμβούλων ωστόσο εξακολουθεί να θεωρεί ότι η κατάσταση των υποδομών δεν θα μεταβληθεί ουσιαστικά εντός του επομένου έτους.

Η μεγαλύτερη στροφή στις προσδοκίες για τους παραγωγικούς συντελεστές σημειώθηκε σε αυτές για τις συνθήκες χρηματοδότησης. Το μερίδιο αυτών που προβλέπουν βελτίωση συρρικνώθηκε από 44,0% το τρίτο τρίμηνο σε 26,5% τώρα. Από την άλλη πλευρά, η ομάδα των απαισιόδοξων διογκώθηκε από 4,0% σε 36,7%. Έτσι το ισοζύγιο αισιοδοξίας έγινε αρνητικό, -10,2.

Αντίστοιχη είναι και η εικόνα που προκύπτει για τις προσδοκίες για την ελληνική επιχειρηματικότητα. Και στο μέτωπο αυτό το μερίδιο των απαισιόδοξων διευρύνθηκε απότομα και η διαφορά «θετικών» – «αρνητικών» απαντήσεων έλαβε αρνητική τιμή, -4,1.

Χειροτέρευσαν επίσης οι προβλέψεις για το θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Το ισοζύγιο «θετικών» – «αρνητικών» απαντήσεων περιορίστηκε στο 0,0, καθώς τα ποσοστά αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας ήταν ίσα. Από την άλλη πλευρά, όμως, η πλειονότητα των συμβούλων δεν προσδοκά αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο.

Από την έρευνα προέκυψαν ενδιαφέροντα συμπεράσματα ως προς τους κυριότερους παράγοντες που δημιουργούν εμπόδια στην επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο πρόσκομμα θεωρήθηκε η «έλλειψη συνέχειας στη λειτουργία του κράτους». Το σκορ του παράγοντα αυτού ήταν 4,4 με μέγιστο το 5,0 και έτσι πέρασε στην πρώτη θέση από την τέταρτη που βρισκόταν στις δύο προηγούμενες έρευνες. Ακολούθησε η έλλειψη σταθερότητας της φορολογικής πολιτικής, η οποία στις τρεις προηγούμενες έρευνες ήταν πρώτη.

Την τρίτη θέση και τέταρτη θέση κατέλαβαν η αναποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση. Τέλος, η υψηλή φορολογία κατέλαβε μόλις την πέμπτη θέση. Φαίνεται συνεπώς ότι οι επιχειρήσεις ανησυχούν περισσότερο για τις ενδεχόμενες αλλαγές πολιτικών, ιδιαίτερα δε των φορολογικών, παρά για το ύψος των φόρων.

Η πορεία του ΕΣΠΑ

Για δεύτερη φορά καταγράφονται οι απόψεις των συμβούλων για την πορεία της υλοποίησης του ΕΣΠΑ και τα αποτελέσματά του στην ελληνική οικονομία. Οι απόψεις τους είχαν επίσης καταγραφεί από την έρευνα του πρώτου τριμήνου του 2014.

Γενικά, οι σύμβουλοι παραμένουν επικριτικοί ως προς την συμβολή του ΕΣΠΑ στην ελληνική οικονομία. Η πλειονότητά τους θεωρεί ότι η κατανομή των πόρων μεταξύ των επιχειρησιακών προγραμμάτων συμβάλλει μόνο μέτρια στη μεγέθυνση και αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, το σχετικό ποσοστό μειώθηκε από 78,0% σε 65,3% εντός του 2014.

Αντίστοιχες ήταν και οι απόψεις για τη συμβολή του ΕΣΠΑ στη βελτίωση των διαρθρωτικών προβλημάτων που έχει η ελληνική οικονομία, αλλά και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Και στους τομείς αυτούς όμως, ιδιαίτερα δε στο δεύτερο, σημειώθηκαν αλλαγές στη γνώμη των επιχειρήσεων. Παρότι η πλειονότητα εξακολουθεί να θεωρεί ότι η συμβολή του ΕΣΠΑ είναι μετρίως αποτελεσματική, τα ποσοστά εκείνων που θεωρούν το ΕΣΠΑ σημαντικό μέσο ανάπτυξης και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας αυξήθηκαν σημαντικά κατά το διάστημα μεταξύ των δύο ερευνών.

Επίσης, καταγράφηκαν οι διαπιστώσεις των συμβούλων για τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις – πελάτες τους, όταν επιδιώκουν την ενίσχυσή τους μέσω του ΕΣΠΑ. Όπως είχε φανεί και από την προηγούμενη έρευνα, τα σοβαρότερα προβλήματα σχετίζονται με τη χρηματοδότηση. Πρώτη σε ένταση είναι η καθυστέρηση των εκταμιεύσεων και ακολουθεί η δυσκολία χρηματοδότησης από τις τράπεζες και η έκδοση εγγυητικών επιστολών. Ακολουθεί η αδυναμία κάλυψης της ίδιας συμμετοχής. Πρέπει να υπογραμμισθεί η σημαντική μείωση της σημασίας που αποδίδεται στην αδιαφάνεια και τη διαφθορά. Ενώ στην έρευνα του Μαρτίου περισσότεροι από το ένα τέταρτο όσων απάντησαν τις θεωρούσαν πολύ σημαντικό πρόβλημα, στην τελευταία έρευνα το ποσοστό αυτό έχει περιοριστεί στο 16,3%. Αντιστοίχως, έχει αυξηθεί το ποσοστό εκείνων που τις θεωρούν χαμηλής έντασης πρόβλημα.

Από την έρευνα καταδεικνύονται επίσης και τα ζητήματα που δημιουργούνται από τις διαδικασίες ενίσχυσης των επιχειρήσεων. Η πλειονότητα των συμβούλων θεωρεί ότι οι μεγαλύτερες δυσκολίες δημιουργούνται κατά το στάδιο της εκταμίευσης λόγω των παρατηρουμένων καθυστερήσεων. Το σχετικό ποσοστό μάλιστα αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ Μαρτίου και Δεκεμβρίου. Δεύτερη σε σημασία παραμένει η τήρηση των υποχρεώσεων υλοποίησης των ενισχυόμενων μονάδων.