Με τις κλιμακούμενες απειλές στην ανάπτυξη να είναι ορατές, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να καθυστερήσει ακόμη περισσότερο τη σχεδιαζόμενη αύξηση των επιτοκίων και -εάν χρειαστεί- να εξετάσει μέτρα που θα μετριάζουν τον αντίκτυπο των αρνητικών επιτοκίων, όπως σημείωσε με σημερινές του δηλώσεις ο Μάριο Ντράγκι.

Η ΕΚΤ αποφάσισε νωρίτερα αυτό τον μήνα να κάνει πίσω στα σχέδιά της για «εξομάλυνση» της πολιτικής, παρέχοντας αντ’ αυτού στις τράπεζες ακόμα περισσότερη ρευστότητα και καθυστερώντας την αύξηση των επιτοκίων έως τον επόμενο χρόνο.

«Όπως κάναμε στη συνεδρίαση μας τον Μάρτιο, θα διασφαλίσουμε ότι η νομισματική πολιτική συνεχίζει να συνοδεύει την οικονομία, προσαρμόζοντας τη μελλοντική κατεύθυνση των επιτοκίων ούτως, ώστε να αντανακλά τις νέες προοπτικές για τον πληθωρισμό», δήλωσε ο πρόεδρος της ΕΚΤ σε συνέδριο στη Φρανκφούρτη.

Με την εξωτερική ζήτηση να είναι μειωμένη, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων έχουν υποστεί πλήγμα και αυξάνονται οι κίνδυνοι ότι η εγχώρια ζήτηση και η απασχόληση θα επηρεαστούν, επισήμανε ο Ντράγκι σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Τα νέα τραπεζικά δάνεια της ΕΚΤ -οι στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης ή TLTROs- είναι ένα από αυτά τα εργαλεία για την αντιμετώπιση της επιβράδυνσης.

«Τα TLTRO είναι ένα ευέλικτο εργαλείο με μια σειρά παραμέτρων που μπορούν να ρυθμιστούν προκειμένου να καλύπτουν τις ανάγκες της νομισματικής πολιτικής σε μια δεδομένη χρονική στιγμή», ανέφερε από την πλευρά του ο Πέτερ Πράετ, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ.

Απαντώντας στα παράπονα των τραπεζών ότι τα αρνητικά επιτόκια πλήττουν τον τραπεζικό δανεισμό, ο Ντράγκι δήλωσε ότι η ΕΚΤ θα εξετάζει κατά πόσο χρειάζονται μέτρα άμβλυνσης αλλά δήλωσε ότι τα αδύναμα κέρδη δεν είναι αυτομάτως αποτέλεσμα των αρνητικών επιτοκίων.

«Εάν κριθεί απαραίτητο, θα χρειαστεί να εξετάσουμε πιθανά μέτρα που να μπορούν να διατηρήσουν τις ευνοϊκές επιπτώσεις των αρνητικών επιτοκίων για την οικονομία, αμβλύνοντας παράλληλα τις παρενέργειες, εάν όντως υπάρχουν κάποιες», ήταν τα λόγια του Ιταλού, ο οποίος συμπλήρωσε πως «η χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών δεν είναι αναπόφευκτη συνέπεια των αρνητικών επιτοκίων».

Τέλος, ο Ντράγκι φάνηκε να απορρίπτει την ιδέα ότι οι τράπεζες χρειάζονται επιπλέον βοήθεια. «Οι τράπεζες με τις καλύτερες επιδόσεις χρησιμοποίησαν την περασμένη δεκαετία για να μειώσουν τα κόστη, να διαφοροποιήσουν τα έσοδα και να επενδύσουν στην τεχνολογία της πληροφορίας», επισήμανε επί του θέματος.