Data centers, logistics και σύγχρονα γραφεία είναι οι κλάδοι της αγοράς ακινήτων που αναμένεται να βρεθούν στο επίκεντρο το επόμενο διάστημα, σύμφωνα με τη νέα έρευνα της Deloitte για το 2026. Σε ένα περιβάλλον όπου τα υψηλά επιτόκια και η γεωπολιτική αβεβαιότητα συνεχίζουν να επηρεάζουν τις αποφάσεις, οι επενδυτές δεν αποχωρούν από την αγορά, αλλά στρέφονται πιο επιλεκτικά σε τομείς με ανθεκτική ζήτηση και μακροπρόθεσμη προοπτική.

Στην κορυφή των επιλογών βρίσκονται τα data centers, τα οποία καταγράφουν εκρηκτική ζήτηση διεθνώς. Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, των υπηρεσιών cloud και της ψηφιοποίησης της οικονομίας έχει δημιουργήσει έντονο ανταγωνισμό για τους διαθέσιμους χώρους. Σε πολλές μεγάλες αγορές, τα νέα έργα μισθώνονται πριν ακόμη ολοκληρωθούν, στοιχείο που αποτυπώνει τη δυναμική του κλάδου και τη βεβαιότητα των επενδυτών για τις αποδόσεις του.

Ιδιαίτερα ισχυρή παραμένει και η παρουσία των logistics και των βιομηχανικών ακινήτων. Αν και ο κλάδος βρίσκεται σε μεταβατική φάση, η ανάγκη των επιχειρήσεων για σύγχρονες αποθήκες, κέντρα διανομής και εξειδικευμένες εγκαταστάσεις διατηρεί τη ζήτηση σε υψηλά επίπεδα. Τα έργα τύπου built-to-suit, που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται αποκλειστικά για συγκεκριμένους χρήστες, αποτελούν βασικό μοχλό ανάπτυξης, προσφέροντας μεγαλύτερη ασφάλεια τόσο στους επενδυτές όσο και στους μισθωτές.

Παράλληλα, τα σύγχρονα γραφεία δείχνουν να αφήνουν πίσω τους την περίοδο αβεβαιότητας των προηγούμενων ετών. Η ζήτηση αυξάνεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, τόσο στα κέντρα των πόλεων όσο και στα προάστια, με το ενδιαφέρον να εστιάζει σε ποιοτικούς, ευέλικτους και ενεργειακά αποδοτικούς χώρους. Οι επιχειρήσεις αναζητούν πλέον γραφεία που συνδυάζουν λειτουργικότητα, βιωσιμότητα και υψηλή ποιότητα εργασιακού περιβάλλοντος.

Πέρα από τις παραδοσιακές κατηγορίες, ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο καταλαμβάνουν τα εναλλακτικά ακίνητα, όπως αυτά που σχετίζονται με την υγεία, τις τηλεπικοινωνίες και τις ψηφιακές υποδομές. Σύμφωνα με τη Deloitte, η αξία των συγκεκριμένων κατηγοριών στα εμπορικά χαρτοφυλάκια αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια και η τάση αυτή αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Την ίδια στιγμή, ο κλάδος καλείται να διαχειριστεί σημαντικές προκλήσεις που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση. Πολλά δάνεια που είχαν συναφθεί σε περίοδο χαμηλών επιτοκίων ωριμάζουν πλέον σε ένα πολύ πιο ακριβό περιβάλλον δανεισμού, αυξάνοντας την πίεση κυρίως στην ευρωπαϊκή αγορά. Η ανάγκη αναχρηματοδότησης οδηγεί τους επενδυτές σε πιο προσεκτικές κινήσεις και αυστηρότερη αξιολόγηση των έργων.

Ωστόσο, τα νέα δάνεια αρχίζουν σταδιακά να προσφέρονται με πιο ισορροπημένους όρους, δημιουργώντας ευκαιρίες για όσους διαθέτουν ρευστότητα και μπορούν να κινηθούν γρήγορα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι στρατηγικές συνεργασίες και τα joint ventures κερδίζουν έδαφος, καθώς επιτρέπουν καλύτερη κατανομή κινδύνου και μεγαλύτερη ευελιξία στη διάθεση κεφαλαίων.

Καθοριστικό ρόλο παίζει και η Τεχνητή Νοημοσύνη, η οποία αξιοποιείται όλο και περισσότερο στη λήψη επενδυτικών αποφάσεων, στην ανάλυση δεδομένων και στη διαχείριση χαρτοφυλακίων. Αν και η πλήρης εφαρμογή της απαιτεί ακόμη χρόνο και κατάλληλη υποδομή, θεωρείται ήδη σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Το συνολικό μήνυμα της έρευνας είναι ξεκάθαρο: η αγορά εμπορικών ακινήτων δεν κινείται οριζόντια. Οι ευκαιρίες συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένους κλάδους και θα αξιοποιηθούν από όσους μπορούν να διαβάσουν σωστά τις τάσεις και να κινηθούν με στρατηγική, ρεαλισμό και ευελιξία σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον.