Παρά τη διαρκή άνοδο της διεθνούς ζήτησης για τις μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις, η Αθήνα εξακολουθεί να καταγράφει μια πορεία που κινείται στα όρια της στασιμότητας. Η ελληνική πρωτεύουσα, παρότι παρουσιάζει καλύτερες πληρότητες σε σύγκριση με ανταγωνίστριες πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Μαδρίτη και η Ρώμη, δεν καταφέρνει να μετατρέψει τη δημοφιλία της σε αντίστοιχη δυναμική στα έσοδα. Οι αυξήσεις που καταγράφηκαν στο οκτάμηνο του 2025 παραμένουν περιορισμένες και, όπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς, αποτυπώνουν την ανάγκη για άμεσες παρεμβάσεις ώστε η Αθήνα να διατηρήσει τη θέση της στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό.

Ο Αύγουστος αποτέλεσε έναν μήνα μικρής ανάκαμψης, έπειτα από δύο συνεχόμενους μήνες αιχμής με αρνητικό πρόσημο. Η μέση πληρότητα ανήλθε στο 79,3%, ελαφρώς υψηλότερη από το 77,9% του περσινού Αυγούστου (+1,7%), αλλά χαμηλότερη από τα επίπεδα του 2023 (-1,1%). Η μέση τιμή δωματίου (ADR) διαμορφώθηκε στα 187,30 ευρώ, με αύξηση 3%, ενώ το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPAR) ανέβηκε στα 148,47 ευρώ, καταγράφοντας άνοδο 4,8%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής και Αργοσαρωνικού.

Η εικόνα του οκταμήνου

Συνολικά, το οκτάμηνο του 2025 χαρακτηρίζεται από περιορισμένες μεταβολές. Η μέση πληρότητα των ξενοδοχείων της Αθήνας έφτασε το 76,2%, καταγράφοντας μόλις +0,5% σε σχέση με πέρυσι. Η μέση τιμή δωματίου ανήλθε στα 177,64 ευρώ (+1,8%), ενώ το RevPAR έκλεισε στα 135,35 ευρώ (+2,3%). Τα στοιχεία αυτά δείχνουν μια αγορά που δεν ακολουθεί την ταχύτερη άνοδο που παρατηρείται σε άλλες πόλεις της Ευρώπης. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η εικόνα στα ξενοδοχεία τριών και τεσσάρων αστέρων, τα οποία καταγράφουν αρνητικές πληρότητες για το μεγαλύτερο μέρος του έτους, παρότι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της μεσαίας τουριστικής κατηγορίας.

Συγκριτική ανάλυση με τις ευρωπαϊκές αγορές

Η Αθήνα εξακολουθεί να εμφανίζει καλύτερες πληρότητες σε σχέση με την Κωνσταντινούπολη, τη Μαδρίτη και τη Ρώμη, γεγονός που επιβεβαιώνει τη δημοφιλία της. Ωστόσο, η υστέρηση στις τιμές και στα έσοδα αποκαλύπτει το ανεκμετάλλευτο περιθώριο της πόλης.

  • Στο ADR, η αύξηση για την Αθήνα ήταν +1,8%, έναντι +2,2% για τη Ρώμη, +5,5% για τη Μαδρίτη και +1,7% για τη Βαρκελώνη, ενώ η Κωνσταντινούπολη σημείωσε μείωση (-2,4%).
  • Στο RevPAR, η Αθήνα ενισχύθηκε κατά 2,3%, σημαντικά χαμηλότερα από το +6% της Μαδρίτης. Η Βαρκελώνη και η Ρώμη σημείωσαν μικρότερες αυξήσεις (+0,9% και +1,8% αντίστοιχα), ενώ η Κωνσταντινούπολη υποχώρησε (-4,2%).

Η εικόνα αυτή δείχνει ότι η Αθήνα παραμένει ανταγωνιστική σε όρους τιμών και ελκυστική ως προορισμός, αλλά δεν καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει επαρκώς τη ζήτηση σε επίπεδο εσόδων, ιδιαίτερα όταν οι ανταγωνιστές της ενισχύουν πιο σταθερά τις επιδόσεις τους.

Γιατί παραμένει στάσιμη η αγορά

Η στασιμότητα που καταγράφεται δεν οφείλεται στην ποιότητα ή στον αριθμό των ξενοδοχειακών κλινών, οι οποίοι είναι γνωστοί και επαρκείς. Η βασική αιτία εντοπίζεται στη λειτουργία της βραχυχρόνιας μίσθωσης, η οποία εξακολουθεί να δραστηριοποιείται χωρίς σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο. Αυτό όχι μόνο πιέζει τις επιδόσεις των ξενοδοχείων, αλλά επηρεάζει και την καθημερινότητα των κατοίκων, επιβαρύνοντας παράλληλα την εικόνα της πόλης. Οι πρόσφατες κινήσεις για θέσπιση υποχρεωτικών κανόνων υγιεινής και ασφάλειας αποτελούν ένα πρώτο βήμα, ωστόσο οι ειδικοί εκτιμούν ότι χρειάζονται πιο τολμηρές παρεμβάσεις για να διασφαλιστεί δίκαιος ανταγωνισμός.

Με το 2026 να πλησιάζει και τη διεθνή συγκυρία να παραμένει ασταθής, η Αθήνα καλείται να κινηθεί αποφασιστικά. Η αναβάθμιση των αστικών υποδομών -μεταφορές, διαχείριση χώρων υψηλής επισκεψιμότητας, βελτίωση της εμπειρίας του επισκέπτη- αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα, η διαμόρφωση ενός ξεκάθαρου θεσμικού πλαισίου για όλα τα τουριστικά καταλύματα θα ενισχύσει την αξιοπιστία του προϊόντος.

Το μήνυμα της φετινής σεζόν είναι σαφές: η Αθήνα διαθέτει δυναμική, αλλά αν δεν αξιοποιηθεί εγκαίρως, κινδυνεύει να χάσει το προβάδισμα απέναντι στους ευρωπαίους ανταγωνιστές της.