Η πρώτη συστηματική μελέτη που θα περιλαμβάνει καθημερινές μετρήσεις και αναλύσεις για τη σύσταση του νέφους του τζακιού ξεκίνησε από χθες και θα ολοκληρωθεί στις 10 Φεβρουαρίου.

Όπως αναφέρουν σε δημοσίευμά τους «τα ΝΕΑ», στην έρευνα συμπράττουν επιστημονικές ομάδες από τα Πανεπιστήμια Αιγαίου, Πατρών, Κρήτης, Ιωαννίνων και από τα ερευνητικά κέντρα Δημόκριτος, Αστεροσκοπείο Αθηνών και το Georgia Institute of Techology. Οπως λένε οι επιστήμονες, το νέφος της αιθαλομίχλης θυμίζει έναν παλιό γνώριμο από το παρελθόν που όμως επέστρεψε πιο επικίνδυνος για τη δημόσια υγεία.

«Το νέφος της αιθαλομίχλης που εμφανίστηκε τελευταία στην Αθήνα – και από πέρυσι στη Θεσσαλονίκη – μοιάζει περισσότερο με το νέφος που υπήρχε στις δεκαετίας του ’50 , του ’60 και του ’70», λέει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής στο τμήμα Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου Γιάννης Ζιώμας.

Οπως επισημαίνει, τη δεκαετία του ’70 (οι μετρήσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ξεκίνησαν λίγο πριν από το ’70) υπήρχαν μεγάλες συγκεντρώσεις σε κάπνα (είναι αιωρούμενα σωματίδια) και διοξείδιο του θείου από την καύση καυσόξυλων και μαζούτ στην κεντρική θέρμανση και στη βιομηχανία.

Η χρήση του μαζούτ απαγορεύτηκε το 1978 για την κεντρική θέρμανση στις πολυκατοικίες γύρω από την Ακρόπολη. Εναν χρόνο αργότερα απαγορεύτηκε και στο υπόλοιπο Λεκανοπέδιο, όχι όμως για περιβαλλοντικούς λόγους αλλά για λόγους προστασίας των μνημείων – και κυρίως της Ακρόπολης.

Επί της ουσίας, σύμφωνα με ειδικούς, το νέφος δεν έφυγε ποτέ από την Αθήνα. Την κάπνα διαδέχθηκε στην αρχή της δεκαετίας του ’80 το φωτοχημικό νέφος (οξείδια του αζώτου και όζον).

«Ολο αυτό το διάστημα μικροσωματίδια υπήρχαν αλλά δεν είχαμε μετρήσεις, οι οποίες άρχισαν στα τέλη του 1990», επισημαίνει ο Γιάννης Ζιώμας.

Τώρα, όπως υποστηρίζει ο πρόεδρος του συλλόγου Χημικών -Μηχανικών Κώστας Βαφειάδης, έχουμε και πάλι κάπνα αλλά και διοξείδιο του θείου, τα οποία αποδίδει στη νόθευση των καυσίμων που παρατηρείται. «Πάνω στην ήδη επιβαρυμένη ατμόσφαιρα ήρθαν να προστεθούν και αλλά μικροσωματίδια, αυτή τη φορά από την εκτεταμένη χρήση των τζακιών», εξηγεί ο Γιάννης Ζιώμας.

«Είναι σαν να έχεις ένα γεμάτο ποτήρι και να ρίχνεις κι άλλο νερό. Επιπλέον, εξαιτίας της καμινάδας, τα μικροσωματίδια που συμπαρασύρονται από τα καυσαέρια μένουν χαμηλά. Γι’ αυτό και το νέφος είναι τόσο εμφανές».

Σύμφωνα με τον περιβαλλοντολόγο ερευνητή στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών Μιχάλη Πετράκη, «τα συστατικά της αιθαλομίχλης είναι κυρίως τα αιωρούμενα σωματίδια (PΜ2,5 και PM10), μονοξείδιο και διοξείδιο του άνθρακα καθώς και υδρογονάνθρακες (όπως βενζόλιο)».

Η ανάγκη για καύσιμη ύλη σε μια εποχή που δεν υπάρχουν χρήματα έχει αυξήσει τη λαθροϋλοτομία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από το υπουργείο Περιβάλλοντος, το 2012 κατασχέθηκαν 13.088,75 τόνοι λαθραία υλοτομημένων ξύλων.

Στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί μπαίνει στο στόχαστρο και η βιομάζα. Οπως αναφέρουν από τον φορέα Ecocity, κατά την καύση των πέλετ βιομάζας η εκπομπή των σωματιδίων είναι σημαντική και άμεσα συνδεδεμένη με την ποιότητα των πέλετ, των καυστήρων και των συνθηκών καύσης.

Ετσι, όπως επισημαίνουν, είναι απορίας άξιον με ποια δεδομένα απελευθερώνεται η χρήση πέλετ στις κεντρικές εγκαταστάσεις θέρμανσης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όταν δεν έχει εκπονηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη για τις επιπτώσεις στην ατμόσφαιρα και στην υγεία των κατοίκων, σε ό,τι αφορά τα σωματίδια και τις πτητικές ενώσεις που απελευθερώνονται κατά την καύση.

Επιπρόσθετα, δεν υπάρχουν μηχανισμοί που να εξασφαλίζουν να μη συμβεί και στη χώρα μας αυτό που συνέβη στην Ιταλία πριν από δύο χρόνια, όταν τυχαία διαπιστώθηκε ότι 10.000 τόνοι πέλετ που είχαν εισαχθεί από τη Λιθουανία ήταν μολυσμένοι με ραδιενέργεια (καίσιο-137). Επιπλέον, δεν έχουν πλήρως και σαφώς καθοριστεί οι προδιαγραφές ποιότητας των πέλετ ούτε έχουν καθοριστεί οι μηχανισμοί διασφάλισης της γνησιότητάς τους.

Αποστάσεις από τη θέση αυτήν παίρνει ο διευθυντής του ελληνικού τμήματος της περιβαλλοντολογικής οργάνωσης Greenpeace Νίκος Χαραλαμπίδης. «Το νέφος δεν οφείλεται σε κακής ποιότητας καυστήρες και πέλετ. Η υπουργική απόφαση του 2011 επιτρέπει κεντρικές μονάδες βιομάζας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και τέτοιες -μέχρι στιγμής – έχουν μπει ελάχιστες, μετρημένες στα δάκτυλα», επισημαίνει.

Οπως αναφέρει, «ένα – διακοσμητικό πρακτικά – τζάκι που ζεσταίνει μόνο ένα δωμάτιο εκπέμπει 30 φορές περισσότερους ρύπους από έναν σύγχρονο καυστήρα πέλετ που ζεσταίνει ένα ολόκληρο διαμέρισμα. Αν μετατρέψουμε ένα απλό τζάκι σε ενεργειακό, μειώνουμε τις εκπομπές τουλάχιστον στο 1/7».