Η δραματική σειρά Better Call Saul έφτασε στο τέλος της με την ολοκλήρωση της 6ης σεζόν και η ομάδα του Lordoftheseries.gr την αποχαιρετά με το παρακάτω review που δείχνει ένα τηλεοπτικό αριστούργημα που έκλεισε με τον κατάλληλο τρόπο και την πλέον κατάλληλη στιγμή.

«Ήρθε αυτή η ώρα δυστυχώς για το Better Call Saul, όπως συμβαίνει για όλες τις τηλεοπτικές σειρές που κάποια στιγμή πρέπει να φτάσουν στο τέλος τους. Μετά από 7 και κάτι χρόνια, 6 σεζόν και 63 επεισόδια, το spin-off του Breaking Bad, που φυσικά έχει περάσει προ πολλού το στάδιο του “η σειρά spin-off του Breaking Bad”, έχει καταφέρει κάτι σπουδαίο: ήταν αδιάκοπα καλό. Μας έδωσε αμέτρητες στιγμές ποιοτικής τηλεόρασης, χωρίς ποτέ να “καυχιέται” για το “αδερφάκι” του, το Breaking Bad, αλλά πάντοτε δημιουργώντας το δικό του ξεχωριστό μονοπάτι.

Οι δημιουργοί της σειράς, Peter Gould και Vince Gilligan έκλεισαν την ιστορία του Saul Goodman, της Kim Wexler, και γενικότερα την ιστορία του σύμπαντος του Breaking Bad με τον πλέον κατάλληλο τρόπο και την πλέον κατάλληλη στιγμή. Η 6η σεζόν, που είναι διαθέσιμη στο Netflix, διαθέτει 13 50λεπτα επεισόδιο με το finale να φτάνει την 1 ώρα και 10 λεπτά.

Ας μιλήσουμε λοιπόν, χωρίς spoilers, σκουπίζοντας το φρέσκα δάκρυα από το finale, για την 6η και τελευταία σεζόν του Better Call Saul:

Βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο για το καρτέλ. Ο εμφύλιος μεταξύ Lalo και Gus μαίνεται, ο Nacho βρίσκεται στη μέση και ο Mike τρέχει να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Την ίδια ώρα, Saul και Kim ζουν τις καλύτερες τους μέρες “παίζοντας” παιχνίδια στην πλάτη του Howard απλά και μόνο για τη διασκέδαση τους. Χαρακτήρες περνάνε στο παρασκήνιο για λίγο, μέχρι να επιστρέψουν και να τα κάνουν όλα…χάλια, ενώ άλλοι είναι εκείνοι που την πληρώνουν με τη ζωή τους.

Τα πράγματα σοβαρεύουν όσο φτάνουμε προς το τέλος και πλησιάζουμε χρονολογικά προς το ξεκίνημα του Breaking Bad. Δεν είναι spoiler να πούμε πως ο Walter White και ο Jesse Pinkman εμφανίζονται, επισημοποιώντας κάπως έτσι την χρονική ένωση των δύο σειρών.

Η σεζόν αυτή παίζει σε 3 χρονικά “ταμπλό. Το παρόν, το timeline του Better Call Saul. Το μέλλον, που γίνεται και παρόν και διαδραματίζεται μετά τα γεγονότα του Breaking Bad. Και φυσικά το παρελθόν με ορισμένα flashbacks. Εκεί που κρύβεται όλο του “ζουμί” της ιστορίας είναι φυσικά το μέλλον, στο οποίο ο Saul έχει μετατραπεί σε Gene, όπως φρόντιζε η σειρά να μας προϊδεάζει με λίγες-λίγες σκηνές κάθε σεζόν.

Η πορεία που θα πάρουν τα πράγματα εκεί, στην Νεμπράσκα, όπου ο Saul εργάζεται ως υπεύθυνος σε ένα κατάστημα Cinnabon και συνεχίζει να είναι ο εαυτός του, με ό’τι αυτό συνεπάγεται, θα “φωτίσουν” το μονοπάτι του τέλους της σειράς. Κυνηγημένος από το παρελθόν του, ο Saul γίνεται ένας άλλος άνθρωπος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, όμως ένας άνθρωπος ποτέ δεν αλλάζει ριζικά.

Αν ρωτάτε τι συνέβη με την Kim, τον Howard, τον Lalo και τον Nacho, που δεν τους είδαμε στο Breaking Bad, δείτε αμέσως το “Saul” για να σας λυθεί η απορία. Το “Saul” πάντως συνεχίζει και σε αυτή την τελευταία του σεζόν να σε υπνωτίζει με τον αργό ρυθμό του αλλά παράλληλα να κάνει τον χρόνο να περνάει χωρίς να καταλάβεις πότε πέρασε άλλο ένα επεισόδιο.

Το Better Call Saul αποτελεί πλέον ένα πολυτελέστατο δημιούργημα στα χρονικά των τηλεοπτικών σειρών, που στο μέλλον θα θεωρείτε κλασικό έργο και θα συγκρίνεται με τα καλύτερα που πέρασαν ποτέ. Πραγματικά δύσκολα βρίσκεις κάποιο αδύναμο σημείο σεναριακά, σκηνοθετικά και υποκριτικά. Η κινηματογράφηση της σεζόν αυτής ειδικότερα αλλά και της σειράς γενικότερα είναι συγκλονιστική, παιχνιδιάρικη και απλά παράδειγμα προς μίμηση.

Αυτό που κάνει εντύπωση είναι το σφιχτό δέσιμο με το αδερφάκι του Breaking Bad, που δεν νιώθεις ούτε μια στιγμή ότι πέρασε δεκαετία που συστηθήκαμε σε αυτή την τρελή τρελή ιστορία και μοιάζει σαν να μην υπάρχει τέλος και αρχή. Όλα συμβαίνουν παράλληλα και αδιάκοπα κάνοντας τους δημιουργούς Vince Gilligan και Peter Gould να μοιάζουν με διδάκτορες ‘’σφιχτού δεσίματος’’. Ακόμα και παρουσία των πιο γερασμένων ηθοποιών από το Breaking Bad, που παίζουν ουσιαστικά λίγο νεαρότερους χαρακτήρες χωρίς τη χρήση τεχνολογίας, είναι ένα δείγμα της λαμπρότητας της σειράς.

Το σενάριο όπως είπαμε “υπνωτίζει”, δεν διαθέτει πάντα τη δράση και τις ανατροπές (που στη σεζόν αυτές κόβουν την ανάσα), αλλά περνάει αυτό που θέλει να πει με το δικό του “μελωδικό” τρόπο. Αυτό όμως που κάνει πραγματικά μοναδική της σειρά θεωρώ πως είναι οι αξεπέραστες ερμηνείες του Bob Odenkirk και της Rhea Seehorn. Οι δυο τους, πιο πολύ από το επίσης αξιόλογο συμπληρωματικό cast, αφήνουν το στίγμα τους “ζωντανεύοντας” δύο χαρακτήρες γεμάτους δράμα, πάθη και τύψεις. Saul και Kim πέρασαν από χίλια κύματα αλλά στο τέλος πήραν αυτό που τους άξιζε.

Το τέλος της ιστορίας είναι πέρα για πέρα δίκαιο και αποτελεί ακόμη ένα παράδειγμα του πόσο ιδιοφυής μπορούσε να γίνει ο Saul/Jimmy αν ήθελε και του πόσο ισχυρός είναι ο δεσμός του με την αγαπημένη του Kim.

Και κάτι τελευταίο. Επειδή στη συζήτηση πάντα θα μπαίνει ποιο είναι καλύτερο, το Breaking Bad ή το Better Call Saul θα πω το εξής: και μόνο που το “Saul” κατάφερε να φτάσει στο ίδιο επίπεδο (μπορεί και παραπάνω) με τη σειρά-θρύλο, αυτό τα λέει όλα…

Δύσκολο να θυμηθούμε κάτι παρόμοιο στο παρελθόν με άλλη σειρά. Όπως και να’χει, το Better Call Saul έριξε τις κουρτίνες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, επαναφέροντας την θεία δίκη, κάνοντας τον κόσμο λίγο καλύτερο, υπενθυμίζοντας μας τον λόγο που λατρεύουμε να βλέπουμε σειρές. Αριστούργημα.