Τριάντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του τρίτου και τελευταίου μέρους ενός από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα κάθισε ξανά στη μονταζιέρα.

Θέλησε να κόψει μια νέα εκδοχή της ταινίας, ώστε να αποκτήσει η σπουδαιότερη κινηματογραφική τριλογία το τέλος που της άξιζε.

Το νέο μοντάζ του Κόπολα κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2020 με τίτλο «Mario Puzo’s The Godfather Coda: The Death of Michael Corleone», ώστε να εκφράζει το όραμα των δύο δημιουργών, του σκηνοθέτη Κόπολα και του σεναριογράφου Μάριο Πούζο.

Όλα έγιναν με τις ευλογίες της Paramount, που έδωσε το πράσινο φως με αφορμή την επέτειο των 30 χρόνων της ταινίας.

«Αυτό που θα παρουσιάσουμε είναι μια αναγνώριση του τίτλου που εγώ και ο Μάριο προτιμούσαμε, καθώς και γενικότερα μια παρουσίαση όλων των αρχικών μας προθέσεων γι’ αυτό που έγινε τελικά ‘‘Ο Νονός Μέρος ΙΙΙ’’», είχε πει χαρακτηριστικά ο Κόπολα.

«Γι’ αυτή την εκδοχή δημιούργησα μια νέα αρχή και ένα νέο φινάλε, αλλάζοντας κάπως μερικά πράγματα και στο ενδιάμεσο. Με αυτές τις αλλαγές και την αποκατάσταση που γίνεται, θα αποτελεί ένα πολύ πιο σωστό κλείσιμο στην τριλογία».

Ο «Νονός» απέκτησε επιτέλους το τέλος που πάντα ονειρευόταν ο δημιουργός του. Ο Κόπολα πέρασε 6 μήνες για να ετοιμάσει τη νέα εκδοχή, ώστε να κλείσει η τριλογία με τον τρόπο που το ήθελαν οι βασικοί του συντελεστές.

Είναι γεγονός ότι ήδη από το 1990 δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεώρησαν πως το τρίτο μέρος του «Νονού» δεν ήταν αντάξιο το πρώτου (1972) και του δεύτερου (1974).

Κριτικοί κινηματογράφου που αποθέωσαν τον «Νονό» και τον «Νονό ΙΙ», είδαν το τρίτο μέρος ως μια αχρείαστη προσθήκη σε ένα ήδη ολοκληρωμένο αριστούργημα.

Η πολεμική που δέχτηκε ο Κόπολα στράφηκε σε δύο άξονες: στη συμπερίληψη της κόρης του, Σοφία Κόπολα, στο βασικό καστ, αλλά και στο γεγονός ότι είχε επαναλάβει πολλά από τα πράγματα που ήταν καινοτόμα στα προηγούμενα μέρη και τώρα φάνταζαν κλισέ.

Ο ίδιος έλεγε όμως σταθερά πως αυτή η ταινία δεν έφερε τη σφραγίδα του με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν οι δύο πρώτες. Ήταν ο χειρότερος «Νονός», έτσι πέρασε στην ιστορία του κινηματογράφου…

Ο Κόπολα δεν είχε σχέδια για έναν τρίτο «Νονό»

Όταν ολοκλήρωσε τον δεύτερο «Νονό» του, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα θεώρησε φυσικότατα πως οι περιπέτειες της οικογένειας Κορλεόνε είχαν πάρει τέλος. Ούτε πρόθεση είχε για τρίτο μέρος ούτε τέτοια σχέδια διατυπώθηκαν ποτέ στα επόμενα χρόνια.

Ως το 1982 όλα αυτά, όταν ο Κόπολα βρέθηκε σε δεινή οικονομική και καλλιτεχνική θέση μετά την κυκλοφορία της ταινίας του «Μια μέρα, ένας έρωτας» (One From The Heart). Ήταν εισπρακτική αποτυχία και τώρα ήταν αναγκασμένος να δεχτεί το αίτημα της Paramount που τον πίεζε για καιρό να κάνει έναν τρίτο «Νονό».

Ο Κόπολα συμφώνησε τελικά, ξεκαθάρισε ωστόσο πως η ταινία θα λειτουργούσε ως επίλογος για τα δύο πρώτα φιλμ. Έτσι το σκέφτηκαν σκηνοθέτης και σεναριογράφος, γι’ αυτό και έδωσαν τον τίτλο «Ο θάνατος του Μάικλ Κορλεόνε».

Όπως δήλωσαν χρόνια αργότερα, είχαν εμπνευστεί τον τίτλο από τη «Νύφη του Φρανκενστάιν» (1935), θέλοντας κάτι βαρύγδουπο. Η Paramount έβγαλε βέβαια σπυριά στην πρότασή τους και ονόμασε την ταινία κάπως πιο πεζά «Ο Νονός Μέρος ΙΙΙ».

Τι έγινε με το σενάριο

Ο Κόπολα πήρε στα χέρια του μια σειρά από σενάρια που είχε παραγγείλει η Paramount για ένα τρίτο μέρος του «Νονού», με τα παλιότερα να έχουν ημερομηνία ήδη από το 1979. Ήταν όλα τους δουλειές άλλων σεναριογράφων πάνω στο ομώνυμο βιβλίο του Μάριο Πούζο (1969).

Και κάποιες εκδοχές ήταν εξωφρενικές. Μία εμφάνιζε τον γιο του Μάικλ Κορλεόνε, Άντονι, να υπηρετεί ως πράκτορας στη CIA και να εμπλέκει τη μαφιόζικη φαμίλια σε μια απόπειρα δολοφονίας δικτάτορα χώρας της Κεντρικής Αμερικής.

Κόπολα και Πούζο τα πέταξαν όλα και άρχισαν να γράφουν το σενάριο από το μηδέν, παρά το γεγονός ότι η προθεσμία που είχαν στη διάθεσή τους παραήταν μικρή.

Ο Κόπολα ήθελε την τρίτη ταινία να μην είναι βουτηγμένη στο αίμα πια, παρά μια σπουδή χαρακτήρων, ώστε να φανεί το δράμα του νέου «νονού».

Γιατί δεν έπαιξε ο Ρόμπερτ Ντιβάλ

Ο Κόπολα ήθελε τον χαρακτήρα του Τομ Χέιγκεν (Ρόμπερτ Ντιβάλ) να διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στο τρίτο μέρος, ως ο άνθρωπος-κλειδί που θα έκανε όλες τις φιλανθρωπίες των Κορλεόνε. Υπολόγιζε όμως χωρίς την Paramount.

Ο Ντιβάλ είπε όχι στην παραγωγή, όταν έμαθε πως θα έπαιρνε πολύ λιγότερα από τον Αλ Πατσίνο. Το αποκάλυψε ο ίδιος το 2004, σε συνέντευξή του στο δίκτυο CBS: «Αν είχαν δώσει στον Πατσίνο τα διπλάσια από μένα, θα ήταν εντάξει, αλλά όχι 3 και 4 φορές πάνω, όπως έκαναν».

Με τον Ντιβάλ (και τον ρόλο του αναγκαστικά) εκτός κάδρου, ο Κόπολα έγραψε για μια ακόμα φορά ένα νέο σενάριο, εμφανίζοντας τον Χέιγκεν να έχει πεθάνει πριν από τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στο φιλμ.

Ο Κόπολα δήλωσε πως η ταινία «είναι ατελής χωρίς τη συμμετοχή του Χέιγκεν», ο Ντιβάλ επιβεβαίωσε ωστόσο το 2010 ότι δεν το μετάνιωσε ούτε στιγμή που απέρριψε τον ρόλο.

Μπορεί να έχασε τον Ντιβάλ, ο Κόπολα ορκίστηκε όμως να μην έχει πολλές ακόμα απώλειες από τους βασικούς συντελεστές του. Κατάφερε πράγματι να κλείσει τα περισσότερα μέλη του καστ και του συνεργείου του για το τρίτο μέρος του «Νονού».

Ο σημαδιακός ρόλος της κόρης Κορλεόνε

Τη Μαίρη Κορλεόνε έπαιξε όπως ξέρουμε η Σοφία Κόπολα, που δεν ήταν ηθοποιός, παρά κόρη του σκηνοθέτη. Μια επιλογή που τον άφησε έκθετο στις κατηγορίες για οικογενειοκρατία. Ο Κόπολα έλεγε όμως πάντα πως δεν ήταν η κόρη του η πρώτη του επιλογή για τον ρόλο.

Η Τζούλια Ρόμπερτς ήταν να παίξει τη Μαίρη, είχε όμως άλλες κινηματογραφικές υποχρεώσεις και αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Μετά του πρότειναν τη Μαντόνα, την οποία δεν ήθελε καθόλου ο Κόπολα.

Εκείνος σκέφτηκε τη Ρεμπέκα Σέφερ, μόνο που η ηθοποιός δολοφονήθηκε πριν φτάσει στην οντισιόν. Η τελευταία του ελπίδα ήταν η Γουινόνα Ράιντερ, η οποία είπε το «ναι», έκανε όμως πίσω την τελευταία στιγμή εξαιτίας νευρικού κλονισμού.

Η επιλογή της Σοφία Κόπολα έγινε την τελευταία στιγμή, ως λύση ανάγκης. «Φαινόταν ότι ήταν υπό μεγάλη πίεση και τον βοήθησα», είπε η ίδια τον περασμένο Δεκέμβριο στους New York Times για τις δυσκολίες που βίωνε ο πατέρας της με τον συγκεκριμένο ρόλο.

«Υπήρχε όλος αυτός ο πανικός και πριν καν το καταλάβω, ήμουν σε μια καρέκλα μακιγιάζ στα στούντιο της Σινετσιτά της Ρώμης, έχοντας βαμμένα τα μαλλιά μου» (το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας γυρίστηκε πράγματι στη Ρώμη).

Τον Κόπολα τον κατηγόρησαν τότε για νεποτισμό (με πρώτο το περιοδικό Vanity Fair) και τη Σοφία την «έθαψαν» οι περισσότεροι κριτικοί, μιλώντας για «απελπιστικά ερασιτεχνική ερμηνεία» που «οδήγησε την ταινία στην καταστροφή της».

Ο Κόπολα χαρακτήρισε στην περσινή συνέντευξη στους New York Times την κριτική που διατυπώθηκε στην κόρη του ως αναζήτηση αποδιοπομπαίου τράγου στο πρόσωπο της Σοφία για τις ατέλειες της ταινίας.

«Ήθελαν να επιτεθούν στην ταινία, η οποία για μερικούς δεν ανταποκρίθηκε στις υποσχέσεις που έδωσε», εξήγησε, «και επιτέθηκαν σε αυτό το 18χρονο κορίτσι, που το είχε κάνει μόνο για μένα».

Η φήμη που επιμένει

Όπως είπαμε, οι κριτικοί κινηματογράφου δεν ήταν καθόλου ευγενικοί με τη Σοφία Κόπολα ήδη από τις δημοσιογραφικές προβολές της ταινίας.

Από τότε κυκλοφορεί η φήμη, που κάποιοι ορκίζονται πως είναι αλήθεια, ότι μαθαίνοντας ο Κόπολα τις κακές κριτικές για τη Σοφία μπήκε ξανά στο μοντάζ και έκοψε πολλές σκηνές της, μειώνοντας έτσι τον χρόνο της στην ταινία.

Ο Κόπολα έκανε κατόπιν μια δοκιμαστική προβολή, όπου κάλεσε κάποιους κριτικούς να δουν τη νέα εκδοχή. Κάποιοι από αυτούς βγήκαν και είπαν ότι το final cut του σκηνοθέτη κουτσούρεψε δραστικά τον ρόλο της Σοφία.

Ο κριτικός της New York Post είχε γράψει πως «η Σοφία μοιάζει κάπως λιγότερο ενοχλητική» στη νέα εκδοχή του φιλμ, υποστηρίζοντας πως ο Κόπολα «έκοψε 2-4 λεπτά από το έπος του, ώστε να βελτιώσει τον ρυθμό και να λύσει το Πρόβλημα της Σοφία». Κάτι αντίστοιχο υποστήριξε και το Variety.

Απέναντί τους βρήκαν τον θρύλο του μοντάζ και τρεις φορές τιμημένο με Όσκαρ, Walter Murch, που συνεργάστηκε ως μοντέρ με τον Κόπολα σε όλους τους «Νονούς», αλλά και στην «Αποκάλυψη τώρα» (1979). Ο Murch χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς «μαζική αυταπάτη», επιμένοντας πως «δεν κόπηκαν λεπτά από το φιλμ».

Ο Άντι Γκαρσία και ένας ρόλος με μεγάλο ανταγωνισμό

Ο Άντι Γκαρσία ενσαρκώνει τον Βίνσεντ Μαντσίνι, ανιψιό του Μάικλ Κορλεόνε. Είδε και έπαθε ωστόσο για να πάρει τον ρόλο, καθώς ο ανταγωνισμός εδώ υπήρξε λυσσαλέος και τα ονόματα έδιναν και έπαιρναν: Άλεκ Μπόλντουιν, Τομ Κρουζ, Ματ Ντίλον, Βαλ Κίλμερ, Τσάρλι Σιν, Μπίλι Ζέιν κ.ά.

Ακόμα και ο Νίκολας Κέιτζ προτάθηκε, ο Κόπολα προτίμησε όμως να μην τον πάρει, μιας και είναι βλέπετε θείος και ανιψιός στην πραγματική ζωή και μπορεί να τον κατηγορούσαν ξανά για οικογενειοκρατία.

Μέχρι και την αδερφή του έφερε να παίξει στην ταινία ο Κόπολα!

Τα μαλλιά του Πατσίνο

Μέσα σε όλες τις δυσκολίες, ο Κόπολα είχε να διαχειριστεί και το νέο θέμα που ξέσπασε με την κουπ του Μάικλ Κορλεόνε.

Ο Πατσίνο ήθελε ο χαρακτήρας του να διατηρήσει το ίδιο κούρεμα που είχε και στα δύο πρώτα φιλμ, ο Κόπολα τον ήθελε όμως αλλαγμένο εκεί πάνω, ώστε να αποκαλύπτει πια την ηλικία του, αλλά και το στάτους του.

Όπως το είχε πει, «είναι σαν ο Σαμψών να κόβει τα μαλλιά του». Και στο τέλος έκοψε με τα χεράκια του τα μαλλιά του Πατσίνο, καθώς μόνο αυτός ήξερε πώς ακριβώς τα ήθελε…

Μάικλ και Κέι, όπως λέμε Πατσίνο και Κίτον

Όπως ακριβώς και οι χαρακτήρες που ερμηνεύουν στην ταινία, Αλ Πατσίνο και Ντάιαν Κίτον είχαν μια περίπλοκη ερωτική σχέση. Τα έφτιαξαν 13 χρόνια μετά το τέλος του δεύτερου «Νονού», διατηρώντας ένα παθιασμένο ειδύλλιο.

Εκείνη τον χαρακτηρίζει στην αυτοβιογραφία της ως τον μεγάλο έρωτα της ζωής της και αποκαλύπτει μάλιστα ότι στα πλατό του τρίτου «Νονού» στη Ρώμη του ζήτησε να την παντρευτεί.

Ο Πατσίνο αρνήθηκε και την πλήγωσε πολύ, «με τον Αλ έχασα την αυτοπεποίθησή μου», γράφει. Πέρασε πολύ χρόνο για να ξεπεράσει τον χωρισμό τους.

Η μαμά του Σκορσέζε

Η Κάθριν Σκορσέζε, η μητέρα του γνωστού σκηνοθέτη Μάρτιν Σκορσέζε, έκανε ένα πέρασμα από την ταινία. Είναι η γυναίκα που παραπονιέται στον Βίνσεντ (Άντι Γκαρσία) για την υποβάθμιση της γειτονιάς της.

Ο πατέρας Κόπολα

Γι’ αυτή τη συνεργασία δεν θα κατηγορούσαν για νεποτισμό τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, μιας και ο πατέρας του που έφερε να του γράψει τη μουσική για τον τρίτο «Νονό» ήταν ήδη φτασμένος κινηματογραφικός συνθέτης.

Ο Καρμάιν Κόπολα συνεργάστηκε στη μουσική των δύο πρώτων «Νονών» (που ανήκει στον Νίνο Ρότα) και έγραψε το soundtrack της «Αποκάλυψης τώρα» και του τρίτου «Νονού». Για τον δεύτερο «Νονό» τιμήθηκε μάλιστα από κοινού με τον Νίνο Ρότα με Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής.

Ο γιος του, Φράνσις, έλεγε μάλιστα πως ο πατέρας του πέθανε στις 26 Απριλίου 1991, την ίδια βραδιά που έμαθε ότι δεν κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής για τον «Νονό ΙΙΙ». Ο Φράνσις έλεγε εσκεμμένα ψέματα, η 63η απονομή των Όσκαρ έγινε στις 25 Μαρτίου 1991.

Ήταν μια ιστορία που σκάρωσε ο ίδιος ως ένα είδος «εκδίκησης» υποτίθεται του Καρμάιν προς την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου…