Πού να φαντάζονταν πριν έναν αιώνα σχεδόν οι καταπιεσμένες και δειλές φωνές των τριών αδελφών, και μαζί τους όλων των γυναικών, πως θα μπορούσαν σε νοηματική γλώσσα να εκφράσουν όσα λαχταρούσαν.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Θα πούμε πως η γλώσσα αυτή δεν είχε ακόμα λειτουργήσει, αν και στους Πλατωνικούς Διαλόγους, και συγκεκριμένα στον Κρατύλο, ο Σωκράτης τονίζει τη χρησιμότητά της με τα εξής λόγια:

«Εάν δεν είχαμεν φωνήν ουδέ γλώσσαν, και όμως ηθέλαμε να εκφράσωμεν μεταξύ μας τα πράγματα, άραγε δεν θα εδοκιμάζαμεν, καθώς τώρα οι κωφάλαλοι, να εκφραστώμεν με τας χείρας και με των κεφαλών και με το άλλο σώμα;» Οι τρεις αδελφές ήξεραν, βέβαια, τη γλώσσα των ματιών και του σώματος. Σίγουρα και ο δημιουργός τους, ο Τσέχοφ, θα αγαλλίαζε γνωρίζοντας πως δια μέσου των τριών συγγραφικά απογόνων του, μίλησαν οι κόρες και οι θυγατέρες της γης.

Σήμερα αν ζούσαν θα πήγαιναν στον ψυχαναλυτή, τότε αναζήτησαν τον ιδανικό πλάστη τους, τον Τσέχοφ, που μέσα από αυτές προσωποποίησε τον κοινωνικό περίγυρο που αιμοδοτούσε με τις ανησυχίες του τα όνειρα και τους πόθους τους, μα πρωτίστως τις ψυχογράφησε ώστε σήμερα να αναγνωρίζουμε διαφορές, προσεγγίσεις και ομοιότητες στη συμπεριφορά. Τι μας ενώνει και τι μας απομακρύνει από ‘κείνες τις υπάρξεις που πάσχισαν να βρουν την εσωτερική φωνή της ατομικότητάς τους έξω από θεσμούς και απαγορεύσεις. Η Μάσα, η Όλγα και η Ιρίνα ζουν σε μια νωθρή και αδιάφορη επαρχία της Ρωσίας μαζί με τον αδερφό τους Αντρέι, που ονειρεύεται μια ακαδημαϊκή καριέρα στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, και τη γυναίκα του, Νατάσα.

Έχει περάσει ένας χρόνος από τον θάνατο του πατέρα τους, συνταγματάρχη Προζόρωφ, που προίκισε τις κόρες του με «περιττές πολυτέλειες ξένων γλωσσών», κι εκείνες άνοιξαν πάλι το σπίτι τους στη μικρή παρέα κάποιων μορφωμένων στρατιωτικών, φίλων οικογενειακών. Η ιδιόμορφη συντροφιά καταρρέει μέσα στον χρόνο και στην πραγματικότητα, διαλύοντας κάθε προσδοκία και «όνειρο διαφυγής» στην πολυπόθητη Μόσχα, την οποία μικρές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν.

Ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν (Καλλιτεχνικός Διευθυντής του θεάτρου «Red Torch» στο Νοβοσιμπίρσκ, βραβευμένος με τη Χρυσή Μάσκα για την παράσταση «Ονεγκίν» του Πούσκιν) σκηνοθετεί τις «Τρεις αδελφές», μ’ έναν κώδικα νοηματικό που αντικαθιστά τον προφορικό λόγο. Αλληλουχίες χειρομορφών, η στάση και η κίνηση του σώματος, καθώς και οι εκφράσεις του προσώπου, είναι η οπτικο – κινησιακή φυσική γλώσσα στην οποία εκφράζονται οι ταλαντούχοι ηθοποιοί.

Νοιώθουν τους κραδασμούς, την ιδιαίτερη σημασία των ήχων, πιάνουν τη φωνή κάθε κίνησης, κι έτσι – οπτικά μόνον – νοιώθουν τη μουσική. Ειλικρινά, η εμπειρία της παράστασης είναι μοναδική, εντυπωσιακή. Το θέαμα με την ανοιχτόκαρδη αρχικά σκηνογραφία, που σε κάθε πράξη (είναι τέσσερις συνολικής διάρκειας 255΄) μεταβάλλεται με συμβολιστικές αφαιρέσεις _ το ίδιο συμβολιστικό ύφος ακολουθούν και τα ενδύματα – διατηρεί στοιχεία της ρωσικής του ταυτότητας. Θεωρώ όμως ότι η σκηνοθετική του αντιμετώπιση είναι οξύμωρη και ανακόλουθη προς τις οδηγίες του Τσέχοφ, τις οποίες ο ίδιος συνέστησε στην ηθοποιό Όλγα Κνίπερ, που υποδύθηκε την Μάσα.

Να αποδίδει «τους καημούς όπως εκφράζονται στη ζωή, όχι με κινήσεις των χεριών ή των ποδιών αλλά με ελάχιστη τονική αλλαγή, με ένα μονάχα βλέμμα» και να εκφράζει «με φινέτσα τις ανεπαίσθητες κινήσεις ψυχής που χαρακτηρίζουν τους διανοούμενους», αποκλείοντας έτσι κάθε δραματική έμφαση.

Η παράσταση, με παράλληλες σκηνικές δράσεις, διατηρεί το ρεαλιστικό ύφος του συγγραφέα, που διατρέχεται από διακριτική σάτυρα, αλλά οι ισχυρές και αυτοδύναμες ερμηνείες των ηθοποιών στερούνται από το δραματικό τους μεγαλείο εκείνο το ποσοστό, που τους αφαιρεί ο επιβεβλημένος κώδικας της νοηματικής, καθώς καταργεί τη στατική εξωτερική κίνηση. Άποψή μου είναι πως υπήρχε υπερβολική ένταση στην Γ΄ πράξη. Ωστόσο, το κοινό (αρκετοί αποχώρησαν ενδεχομένως εξαιτίας της μεγάλης διάρκειας) ανταποκρίθηκε θερμά στην εξαιρετική δουλειά των ερμηνευτών και των υπευθύνων για τους φωτισμούς, τον εξαιρετικό ήχο και την απόδοση της νοηματικής γλώσσας.

Στις «Τρεις αδελφές» τα πρόσωπα συνωστίζονται σ’ ένα σαλόνι σε ανούσιες, άχρωμες από έλλειψη ενδιαφέροντος συναντήσεις ελπίζοντας σε μια ουσιαστική ζωή. Με την καρδιά στραμμένη στο παρελθόν και το βλέμμα στραμμένο σ’ ένα καλύτερο μέλλον αδιαφορούν για το παρόν. Καθένας ζει σε μια ακινησία, σε μια απραξία, θλίβονται, βαριούνται, ενώ βλέπουν τον χρόνο να γλιστρά ανώφελα. Όλοι τους δίχως να είναι πρόσωπα δραματικά έχουν τις ίδιες αναστολές και τις ίδιες απαγορεύσεις. Εκείνο που τους διαφοροποιεί είναι ο τρόπος που αντιδρούν, που προκαλούν το πεπρωμένο τους και αναμετριούνται μαζί του. Η Όλγα, η Ιρίνα και η Μάσα, διαψευσμένες από τον έρωτα και τα όνειρά τους, στέκονται όρθιες και σφιχταγκαλιασμένες όταν και οι τελευταίες ελπίδες σβήνουν.

Αν και «η ζωή τους έπνιξε όπως τα αγριόχορτα τα λουλούδια», τα πρόσωπα του έργου «έχουν χρέος να ονειρεύονται και να προετοιμάζονται για μια ζωή μεγαλειώδη». Έρθει δεν έρθει.

Συντελεστές:

Σκηνοθεσία: Timofey Kulyabin
Σκηνικά: Oleg Golovko
Φωτισμοί: Denis Solntsev
Βοηθός σκηνοθέτη: Natalia Yarushkina
Σύμβουλοι παράστασης για άτομα με προβλήματα ακοής: Veronika Koposova, Tamara Shatula
Δασκάλα νοηματικής: Galina Nishchuk
Φωτογραφία: Frol Podlesnyi
Ήχος: Nina Belkina
Χειρισμός φωτισμών: Anna Kolesnikova
Χειρισμός υπέρτιτλων: Yaroslav Kiselyov, Igor Lipatnikov

Παίζουν:

Ilya Muzyko (Αντρέι Σεργκέβιτς Πραζόρωφ), Valeria Kruchinina (Νατάσα-Νατάλια Ιβάνοβνα), Irina Krivonos (Όλγα), Daria Emelyanova (Μάσα), Linda Akhmetzyanova (Ιρίνα), Denis Frank (Φιόντορ Ιλίτς Κουλίγκιν), Pavel Polyakov (Αλεξάντρ Ιγνάτιεβιτς Βερσίνιν), Anton Voinalovich (Νικολάι Βόλβιτς Τούζεμπαχ), Konstantin Telegin (Βασίλι Βασίλιεβιτς Σολένυι), Andrei Chernykh (Ιβάν Ρομάνιτς Τσεμπουτίκιν), Alexei Mezhov (Αλεξέι Πετρόβιτς Φεντότικ), Sergey Bogomolov (Βλαντίμιρ Κάρλοβιτς Ρόντε), Sergey Novikov (Φεραπόντ), Elena Drinevskaya (Ανφίσα)