Μια εισαγγελική λειτουργός στο Ρόουντ Άιλαντ βρέθηκε στο επίκεντρο σφοδρής κριτικής, αφού απαίτησε από αστυνομικούς να απενεργοποιήσουν τις κάμερες σώματος την ώρα που τη συλλάμβαναν, προειδοποιώντας μάλιστα ότι «θα το μετανιώσουν».

Η Ντέβον Χόγκαν Φλάναγκαν, βοηθός εισαγγελέα της πολιτείας, ενεπλάκη σε επεισόδιο το βράδυ της Πέμπτης έξω από το εστιατόριο Clarke Cooke House στο Νιούπορτ. Η αστυνομία κλήθηκε στο σημείο μετά από καταγγελία για «ανεπιθύμητα άτομα», σύμφωνα με την nypost. Όπως φαίνεται σε βίντεο από τις κάμερες σώματος που δόθηκε στη δημοσιότητα, η Φλάναγκαν και η φίλη της, Βερόνικα Χάναν, αρνούνταν να αποχωρήσουν και επιχείρησαν να πιέσουν τους αστυνομικούς επικαλούμενες την ιδιότητά τους.

Η εισαγγελέας φέρεται να επέμενε επανειλημμένα ότι «πρωτόκολλο» είναι να απενεργοποιούνται οι κάμερες ύστερα από αίτημα πολίτη. Οι αστυνομικοί αρνήθηκαν, με έναν από αυτούς να της απαντάει: «Αυτά είναι βλακείες. Αυτό δεν ισχύει». Όταν οι υπεύθυνοι του καταστήματος ζήτησαν ρητά την απομάκρυνση των δύο γυναικών, οι αστυνομικοί πέρασαν στη σύλληψη. Στο βίντεο, η Φλάναγκαν ακούγεται να φωνάζει «Είμαι εισαγγελέας! Είμαι εισαγγελέας!», ενώ ένας αστυνομικός την διακόπτει απότομα λέγοντας: «Ωραία για σένα. Δεν με νοιάζει. Πάμε».

Η απειλή της ότι θα το μετανιώσουν

Καθώς οι αστυνομικοί την οδηγούσαν στο περιπολικό, εκείνη απείλησε: «Θα το μετανιώσετε», πριν η πόρτα του οχήματος κλείσει βίαια. Στην αναφορά της αστυνομίας σημειώνεται ότι η κατηγορούμενη ήταν «αμέσως απείθαρχη, αμφισβήτησε την εξουσία μας και απαίτησε να σβήσουμε τις κάμερες».

Το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Πολιτείας έσπευσε να διευκρινίσει ότι η απαίτηση της Φλάναγκαν δεν αντανακλά την επίσημη πολιτική. Όπως υπογράμμισε ο εκπρόσωπος Τίμοθι Ροντό, η εξαίρεση από την καταγραφή αφορά μόνο θύματα ή μάρτυρες εγκλημάτων και όχι υπόπτους. Σύμφωνα με την πολιτική της Αστυνομίας του Νιούπορτ, η συναίνεση δεν απαιτείται για να καταγραφεί ένα περιστατικό από κάμερα σώματος.

Η Φλάναγκαν οδηγήθηκε στο δικαστήριο, ενώ το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα ξεκίνησε εσωτερική έρευνα για τη συμπεριφορά της. Το περιστατικό έχει προκαλέσει έντονη συζήτηση στην πολιτεία, καθώς εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσο αξιωματούχοι μπορούν να επιχειρούν να παρακάμψουν τους ίδιους τους κανόνες που καλούνται να υπηρετούν.