Ο Ηλίας Βαλάσης, ένας ηθοποιός που έχει κερδίσει ήδη την αγάπη του ελληνικού κοινού μέσα από σημαντικές επιτυχίες, επιστρέφει δυναμικά με τη νέα τηλεοπτική σειρά του ANT1, «Γιατί ρε πατέρα». Παράλληλα, από τις 15 Οκτωβρίου, θα τον δούμε στο θέατρο «Μικρό Χορν» στην παράσταση «Άγριος Σπόρος», επιβεβαιώνοντας το διαρκές του αποτύπωμα τόσο στην τηλεόραση όσο και στο θέατρο.
Ο ίδιος μιλά στο Newsbeast για τη σειρά που «μπήκε» πρόσφατα στο σπίτι μας, τη στροφή στην καριέρα του, πόσο σημαντικό είναι να μην φοβόμαστε να «βουτήξουμε» στα βαθιά, αλλά και την αξία της ανασκόπησης στη ζωή μας.
-Στη σειρά «Γιατί ρε πατέρα» υποδύεστε τον Λευτέρη Τσατσάνη, έναν νονό της νύχτας με τρία παιδιά από διαφορετικούς γάμους. Πώς σας φάνηκε όταν διαβάσατε για πρώτη φορά τον ρόλο;
Συνήθως ένα σενάριο όταν το παίρνεις στα χέρια σου, διαβάζεις και έχεις μία άποψη στο επεισόδιο που θα σου δώσουν. Είχα την τύχη να μου δώσουν τα πρώτα τέσσερα επεισόδια και μόλις διάβασα το ένα, δεν ήθελα να σταματήσω. Σε «αρπάζει» το κείμενο, είναι η γραφή του τέτοια, έχει πολύ αστεία γραφή, έχει πολύ συναισθηματική γραφή, τα συνδυάζει όλα και τρελάθηκα, μ’ άρεσε πολύ. Και αυτό είναι και το ζητούμενο των ηθοποιών, να τους αρέσει αυτό που κάνουν και να έχει και νόημα. Οι λέξεις έχουν δύναμη μεγάλη και το συγκεκριμένο έχει πολύ δυνατές λέξεις.

-Διαβάζοντας μόνο λίγα επεισόδια, πώς καταφέρνετε να αντιληφθείτε όχι μόνο την πλοκή, αλλά και το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ο χαρακτήρας που καλείστε να υποδυθείτε;
Αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να το ξέρεις από πριν. Ένας ηθοποιός, όταν παίρνει ένα σενάριο στα χέρια του και του έχουν πει για ποιον ρόλο τον σκέφτονται, αμέσως αρχίζει να «βλέπει» με τη φαντασία του τον εαυτό του να γίνεται αυτός ο χαρακτήρας. Εκείνη τη στιγμή, παίζει μέσα του. Φαντάζεται, νιώθει, πλάθει εικόνες. Εγώ, λοιπόν, αυτό που φαντάστηκα, το είδα να γίνεται και στην πραγματικότητα. Και αυτό, για μένα, είναι μια τεράστια δύναμη του σκηνοθέτη μας. Χρειάζεται απίστευτη αντίληψη για να «διαβάσεις» τόσο καθαρά τους χαρακτήρες και να μπορέσεις να εμπνεύσεις τον ηθοποιό. Ο τρόπος με τον οποίο μας προσεγγίζει, μας καθοδηγεί είναι σπάνιος. Αυτό, από μόνο του είναι κάτι πολύ μεγάλο.
-Υπάρχει κάποιο στοιχείο στη σειρά που σας έχει εντυπωσιάσει;
Όλα τα επεισόδια έχουν πολύ γέλιο και πολύ δράμα. Στη συνέχεια, θα δεις ότι αυτό είναι τόσο ωραία μοιρασμένο, που καταλαβαίνεις πως ό,τι έρχεται θα είναι συγκλονιστικό. Αν κάνουμε μόνο μια καθαρή κωμωδία, έχει τη δική της ομορφιά φυσικά – αλλά όταν μπορείς να συνδυάσεις και το δράμα μέσα, τότε το αποτέλεσμα απογειώνεται.

-Η κωμωδία λένε πως είναι πιο δύσκολη από το δράμα. Τι σας φαίνεται πιο απαιτητικό; Ποιο προτιμάτε από τα δύο;
Είναι πολύ διαφορετικό το ένα από το άλλο. Και στα δύο, αν πετύχεις, με το ένστικτό σου, την αντίληψη και τις δυνατότητες που έχεις ως ηθοποιός, να «χωθείς» μέσα στην ψυχή του θεατή, μπορείς να τον κάνεις να γελάσει σε μια στιγμή και σε μια άλλη συνθήκη μπορείς να τον κάνεις να δακρύσει σε μια στιγμή. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιο από τα δύο μου αρέσει περισσότερο, είναι και τα δύο μαγικά. Στο θέατρο, πέρυσι, παίζαμε μια παράσταση, το «ΛΑΒ», με τον Πυρπασόπουλο και τη Μουτάφη και κάθε ατάκα ήταν και ένα ξέσπασμα γέλιου – και αυτό ήταν πολύ λυτρωτικό για την ψυχή μας. Αλλά όταν κάνεις τον θεατή να ταρακουνηθεί, να ταρακουνιέται η ψυχή του, και τον βλέπεις και «σπάει» μέσα του, πάλι λες: κάτι, κάτι κατάφερα σήμερα.
-Αν είχατε την ευκαιρία να αλλάξετε κάτι στον χαρακτήρα του Λευτέρη Τσατσάνη, τι θα ήταν αυτό και γιατί;
Δεν θα άλλαζα τίποτα. Μέχρι στιγμής, είναι απόλυτα σωστά δομημένος και γραμμένος. Όμως, στο μυαλό του Αντώνη Ανδρή (σ.σ. σεναριογράφου) δεν μπορεί να μπει κανείς, είναι πολύπλευρο, πολυμήχανο, οπότε…

-Τι θα θέλατε να σκέφτεται ο θεατής όταν κλείνει την οθόνη;
Η τέχνη καλείται πάντα να αφήσει είτε ένα μικρό είτε ένα μεγάλο αποτύπωμα στην ψυχή του θεατή. Είτε αυτό είναι ένα άκουσμα, αν είναι μουσική, είτε είναι λέξεις, αν είναι βιβλίο. Πάντα το ζήτημα είναι το εξής: αν κάτι τελειώνει και εκείνη τη στιγμή τελειώνει και για εσένα, τότε κάτι δεν έχει πάει καλά. Αλλά αν κάτι τελειώνει και εσύ (σ.σ. ως θεατής) συνεχίζεις να το σκέφτεσαι, να το επαναλαμβάνεις στο μυαλό σου και να το αναλογίζεσαι, τότε κάτι έχει γίνει καλά. Εγώ πάντα πηγαίνω στον πυρήνα του χαρακτήρα που παίζω και είμαι σίγουρος ότι θα συμβεί «κάτι» στον θεατή – το τι ακριβώς όμως είναι στο χέρι του καθενός.

-Ποια είναι για εσάς η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζετε ως ηθοποιός σήμερα;
Για εμένα, ο ηθοποιός καλείται να επιλέγει χαρακτήρες που είναι πολυδιάστατοι και πολύ δύσκολοι. Πιστεύω ότι όσο πιο δύσκολος και όσο πιο κόντρα είναι ένας χαρακτήρας σε έναν ηθοποιό, τόσο πιο σπουδαίος είναι. Γιατί έχει πολύ περισσότερο ψάξιμο -αν θέλει να ασχοληθεί πραγματικά με αυτό- και η πολλή δουλειά φέρνει πάντα φοβερό αποτέλεσμα. Το εύκολο πηγαίνει στην άκρη. Ακόμη και αν κάποιος επιλέξει έναν χαρακτήρα που του ταιριάζει, πρέπει να του βρει μελανά σημεία, ξένα σημεία, που θα είναι οι ρωγμές του και που θα έχουν κάτι διαφορετικό από εκείνον. Εγώ βαριέμαι το εύκολο, θέλω να δουλεύω πολύ.
-Η αρχική αναγνωρισιμότητα στο πρόσωπό σας ήρθε μέσα από τη συμμετοχή σας στο Survivor, όμως η καριέρα σας στο θέατρο και την τηλεόραση είναι αυτή που σας έχει απογειώσει. Πώς βλέπετε τη διαδρομή σας από εκείνη την εμπειρία μέχρι σήμερα;
Η ζωή είναι γεμάτη σελίδες. Καθετί που ζεις -ως άνθρωπος, ως επαγγελματίας, ως χαρακτήρας, ως πατέρας- ό,τι βρεθεί μπροστά στη ζωή σου, είναι μια σελίδα. Τη γράφεις όπως μπορείς, καλώς ή κακώς και μετά γυρνάς την επόμενη. Από τότε έχω γράψει άλλες χίλιες σελίδες στη ζωή μου: την οικογένειά μου, τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, την αλλαγή στάσης στη ζωή μου, την αλλαγή επαγγέλματος. Χίλια πράγματα έχουν αλλάξει. Αν με πας πίσω, κοιτάζω πάντα μόνο τι από αυτά μπόρεσε να με διαμορφώσει -εμένα και τους ανθρώπους γύρω μου- προς το καλύτερο. Το χειρότερο το εξαφανίζω από τις επόμενες σελίδες και κρατάω από τις προηγούμενες όλα τα καλά τους. Κρατάς πάντα το καλό και προχωράς με λιγότερα «κακώς κείμενα» και πιο δυνατός. Τώρα δεν έχω «κακώς κείμενα»; Έχω. Αλλά στην επόμενη σελίδα θα τα έχω βγάλει. Γι’ αυτό είναι καλό να κοιτάς πίσω.

–Έχετε κάνει μια μεγάλη στροφή στην καριέρα σας: υπηρετούσατε κάποτε στη Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών και πλέον είστε ηθοποιός. Αν και πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά επαγγέλματα με την πρώτη ματιά, βλέπετε κοινά στοιχεία;
Συσχετίζονται απόλυτα. Ο βατραχάνθρωπος καλείται να εκτελεί εμπόλεμες αποστολές: πάντα υπάρχει ένα πλάνο, μια ομάδα που εκτελεί την αποστολή, ένας αρχηγός, οι άνθρωποι πρέπει να έχουν απόλυτη επικοινωνία μεταξύ τους και ο στόχος να είναι ένας και κοινός. Για να φέρεις εις πέρας την αποστολή, πρέπει να έχεις προετοιμαστεί αιώνες πριν, να ξέρεις ακριβώς τι κάνεις, μετρημένα, γεωγραφημένα, μαθηματικά. Όλα αυτά υπάρχουν και στο θέατρο. Πρέπει να δώσεις την ψυχή σου, αλλιώς δεν τα καταφέρνεις. Είναι τόσο κοινά αυτά τα δύο, που τα πάντα δείχνουν να είναι ένα πράγμα, ενώ δεν είναι.

-Φέτος θα είστε στον «Άγριο Σπόρο» στο θέατρο «Μικρό Χορν». Πότε ξεκινούν οι παραστάσεις;
Οι παραστάσεις του «Άγριου Σπόρου» ξεκινούν στις 15 Οκτωβρίου στο θέατρο «Μικρό Χορν», Αθηναϊκά Θέατρα. Το σπουδαίο έργο είναι του τεράστιου Γιάννη Τσίρου, σε σκηνοθεσία της αδιανόητης Σοφίας Καραγιάννη, με τους εκπληκτικούς Δημήτρη Μαμιό και Άνθη Σαββάκη.