Τις νομοθετικές αλλαγές που προτείνονται στο χώρο του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας και θα τεθούν άμεσα σε δημόσια διαβούλευση, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ο Υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας. Όπως γίνεται αντιληπτό με μια πρώτη ανάγνωση, οι προτεινόμενες αλλαγές στοχεύουν στην ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας του πολίτη καθώς και στην άμεση και αποτελεσματική προστασία ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης και θυμάτων εκμετάλλευσης trafficking οι οποίες, όπως αποδείχτηκε, από πλήθος υποθέσεων που το τελευταίο έτος απασχόλησαν την κοινή γνώμη, στερούνταν μέχρι σήμερα επαρκούς ποινικής προστασίας.

Γράφει ο Αντώνης Καραγιάννης*

Καταρχάς, τίθεται ένα πλέγμα προστασίας γύρω από την ευαίσθητη κοινωνική ομάδα των ανηλίκων και ιδίως όσον αφορά εγκλήματα που συνιστούν προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας του ανηλίκου. Η ποινική δίωξη κινείται πλέον αυτεπαγγέλτως κι όχι κατ΄έγκληση (δηλαδή ύστερα από αναφορά του ίδιου του θύματος) όπως ίσχυε μέχρι σήμερα, ενώ ταυτόχρονα αναστέλλεται η προθεσμία παραγραφής του εγκλήματος έως την ενηλικίωση του θύματος και για ένα επιπλέον έτος σε περίπτωση τέλεσης πλημμελημάτων που προσβάλλουν τη γενετήσια ελευθερία του ανηλίκου καθώς και για τρία ακόμα έτη σε περίπτωση που η πράξη συνιστά κακούργημα.

Συνεπώς, η παραγραφή για τον ανήλικο εκκινεί στα 19 και στα 21 έτη αντίστοιχα, μειώνοντας με αυτό τον τρόπο τις δυνατότητες του δράστη να διαφύγει από την απονομή της δικαιοσύνης. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κρίσιμο σε περιπτώσεις που το περιβάλλον του ανηλίκου δεν είναι υποστηρικτικό ώστε να τον βοηθήσει ή να του επιτρέψει να αποταθεί έγκαιρα στα αρμόδια όργανα και να καταγγείλει την αξιόποινη πράξη που τελέστηκε σε βάρος του.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η ρύθμιση που προβλέπει τη δυνατότητα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να διατάσσει τη διεξαγωγή ανάκρισης και την εισαγωγή υποθέσεων στο ακροατήριο κατά απόλυτη προτεραιότητα για υποθέσεις εξαιρετικής φύσεως ή για κακουργήματα που αφορούν εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Ουσιαστικά εισακούεται το πάγιο αίτημα της κοινωνίας για άμεση ενεργοποίηση της δικαιοσύνης και ταχύτερη εκδίκαση υποθέσεων στις οποίες προσβάλλονται ιδιαίτερα έννομα αγαθά.

Επιπλέον, ενδυναμώνεται η προστασία στον χώρο της εργασίας από εγκλήματα που προσβάλλουν τη γενετήσια αξιοπρέπεια του θύματος που βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, καθώς πλέον η ποινική δίωξη κινείται αυτεπαγγέλτως, αρκεί δηλαδή η Εισαγγελία με οποιοδήποτε τρόπο να λάβει γνώση του γεγονότος της προσβολής και δεν απαιτείται πλέον προηγούμενη καταγγελία από το ίδιο το θύμα που πιθανόν να στερείται της ψυχικής δύναμης να καταγγείλει την προσβολή που υπέστη και να ζητήσει την τιμωρία του δράστη. Ταυτόχρονα όσοι τέλεσαν τα εγκλήματα αυτά θα τιμωρούνται μόνο με φυλάκιση, καθώς απαλείφεται η δυνατότητα της επιβολής χρηματικής ποινής που υπήρχε μέχρι σήμερα.

Αδικήματα ιδιαίτερης απαξίας, όπως ο ομαδικός βιασμός, ο βιασμός ανηλίκου, η θανατηφόρα ληστεία και η ανθρωποκτονία θα τιμωρούνται πλέον μόνο με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, σε περίπτωση που αποδειχθεί η ενοχή του κατηγορουμένου. Καταργείται δηλαδή η δυνατότητα διαζευκτικής επιβολής της ηπιότερης ποινής της πρόσκαιρης κάθειρξης που προβλεπόταν μέχρι σήμερα καθώς και της συνακόλουθης ευμενέστερης σωφρονιστικής μεταχείρισης που αυτή παρείχε στο στάδιο της απόλυσης.

Ακόμα, επανέρχεται η κακουργηματική μορφή της αιμομιξίας η οποία είχε μετατραπεί σε πλημμέλημα για όλους τους τρόπους τέλεσης του αδικήματος, με τη θέσπιση του Νέου Ποινικού Κώδικα το 2019. Το αδίκημα των γενετήσιων πράξεων με ανηλίκους ή ενώπιον τους στη βασική του μορφή τιμωρείται πλέον μόνο ως κακούργημα ανεξαρτήτως της ηλικίας του θύματος, δηλαδή χωρίς να υπάρχει πλημμεληματική μεταχείριση του δράστη σε περίπτωση που ο ανήλικος έχει συμπληρώσει τα 14 έτη και είναι μικρότερος από 15. Στην υιοθεσία διευρύνεται το αξιόποινο της πράξης περιλαμβάνοντας πλέον στον κύκλο των ποινικά κολάσιμων συμπεριφορών και το πρόσωπο που υιοθετεί κι όχι μόνο εκείνον που δίνει το παιδί του για υιοθεσία και όποιον μεσολαβεί αποκομίζοντας ο ίδιος ή προσπορίζοντας σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η αυστηροποίηση των ποινών που αφορούν περιβαλλοντικά εγκλήματα και ειδικότερα τον εμπρησμό δασών, την πλημμύρα και την έκρηξη. Με το υπάρχον νομικό πλαίσιο ο εμπρησμός δασών τιμωρείται στη βασική του μορφή ως πλημμέλημα με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 ετών, με ποινή κάθειρξης 5 έως 10 έτη σε περίπτωση που από τον εμπρησμό του δάσους προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, με κάθειρξη 5 έως 15 έτη αν από την πράξη προκλήθηκε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση και με κάθειρξη 10 έως 15 έτη αν επήλθε ως αποτέλεσμα θάνατος άλλου ανθρώπου. Παράλληλα προβλέπεται και η ποινή της ισόβιας κάθειρξης σε περίπτωση που από την πράξη επέλθει θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων.

Σύμφωνα με τις προωθούμενες αλλαγές του Υπουργείου Δικαιοσύνης η πράξη του εμπρησμού δασών θα μετατραπεί και πάλι σε κακούργημα όπως ίσχυε μέχρι και τον Ιούνιο του 2019. Δηλαδή η βασική μορφή του αδικήματος θα καταστεί και πάλι κακουργηματική και θα διώκεται πλέον με τουλάχιστον 5 έτη κάθειρξης. Χωρίς δηλαδή να απαιτείται να συντρέξει κάποιος από τους όρους που προαναφέρθηκαν για να επιβληθεί κακουργηματική ποινή. Πρόκειται για ένα σαφέστατα αυστηρότερο νομικό πλαίσιο από το υπάρχον το οποίο στοχεύει να εξαλείψει το φαινόμενο του εμπρησμού δασών. Διακρίνεται μάλιστα και η διορατικότητα του νομοθέτη, λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα που αυτές τις μέρες συμβαίνουν στη χώρας μας, παρόλο που οι ποινές αυτές δε θα ισχύσουν για τους δράστες τυχόν παρόντων εγκλημάτων όπως θα αναλυθεί παρακάτω.

Τέλος, θα επιμηκύνεται η παραμονή των καταδικασμένων εντός των σωφρονιστικών ιδρυμάτων για εγκλήματα ιδιαίτερης κοινωνικής και ποινικής απαξίας όπως τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας, του βιασμού, των εγκλημάτων που στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας, των ναρκωτικών , της ληστείας και της εκβίασης. Πλέον η πραγματική παραμονή ενός καταδίκου για ένα από τα παραπάνω εγκλήματα εντός του σωφρονιστικού καταστήματος επαυξάνεται από τα 2/5 της ποινής, που ισχύει σήμερα, στα 3/5, ενώ ακόμα και με ευεργετικό υπολογισμό των ημερών εργασίας που πραγματοποίησε μέσα στο κατάστημα κράτησης θα απαιτείται έκτιση των 4/5 της ποινής από τα 3/5 αυτής που ισχύουν σήμερα. Συνάμα, καταργείται η προνομιακή δυνατότητα αποφυλάκισης και κατ΄οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση (το λεγόμενο βραχιολάκι) για τους δράστες των ανωτέρω εγκλημάτων. Ενώ σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορουμένου σε ποινή ισόβιας κάθειρξης το κατώτατο όριο παραμονής σε σωφρονιστικό κατάστημα αυξάνεται στα 18 έτη από τα 16 που ισχύουν σήμερα.

Πρόκειται προφανώς για ορθές και απαραίτητες νομοθετικές αλλαγές που στοχεύουν στην πάταξη της εγκληματικότητας και στην αύξηση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών. Παράλληλα, διαφαίνεται να εισακούονται κοινωνικά κινήματα, όπως το #metoo, που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της έλλειψης επαρκούς νομοθετικής ρύθμισης, και ζητούσαν μεγαλύτερη προστασία από ειδεχθή εγκλήματα καθώς και από προσβολές της γενετήσιας ελευθερίας που τελούνταν σε χώρους εργασίας καθώς αποδείχθηκε μέχρι σήμερα ότι τόσο η προστασία από αυτά τα νοσηρά φαινόμενα όσο και η ποινική αντιμετώπιση των φαινομένων αυτών ήταν ελλιπής.

Τέλος, «απλώνεται πλέον ένα πραγματικό δίχτυ προστασίας» όσον αφορά στην προάσπιση των ανηλίκων από εγκλήματα που αφορούν τη γενετήσια ελευθερία τους. Πλέον, η προστασία τους ανατίθεται σε κάθε μέλος της κοινωνίας μέσω της αυτεπάγγελτης δίωξης που ενεργοποιεί την ατομική ευθύνη. Κάθε άτομο της κοινωνίας καθίσταται υπεύθυνο για την προστασία της ανηλικότητας, αφού δύναται να καταγγείλει κάθε τελεσθείσα αξιόποινη πράξη που περιέρχεται σε γνώση του.

Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι υποθέσεις που προβλημάτισαν πρόσφατα έντονα την δικαιοσύνη (όπως οι υποθέσεις Τοπαλούδη, Καρολάιν, Γαρυφαλλιά Ψαράκου, τα εγκλήματα που τελέστηκαν στο χώρο της τέχνης, οι ποινικά κολάσιμες πράξεις που αποτέλεσαν εφαλτήριο για το κίνημα #metoo καθώς και οι πιθανοί εμπρησμοί που ίσως προκύψουν από τις πυρκαγιές που συγκλόνισαν τη χώρα μας τις τελευταίες μέρες), δεν θα εκδικαστούν και οι δράστες δεν θα τιμωρηθούν με το νέο αυτό αυστηρότερο νομικό πλαίσιο καθώς σύμφωνα με βασική αρχή του ποινικού κώδικα ο δράστης εκδικάζεται και τιμωρείται με το ευμενέστερο νομικό πλαίσιο εξ αυτών που ήσαν σε ισχύ από την τέλεση της πράξης του έως την αμετάκλητη εκδίκασή της.

Ερώτημα φυσικά αποτελεί αν οι προαναφερθείσες αλλαγές θα στηριχθούν τα επόμενα χρόνια και από το σύνολο της πολιτικής εξουσίας λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα και σε σωφρονιστικό επίπεδο ώστε να επιτυγχάνεται όχι μόνο η τιμωρία αλλά και η πλήρης εκτέλεση των ποινών στους δράστες των ειδεχθών αυτών εγκλημάτων. Διότι σε ένα κράτος δικαίου δεν επαρκεί η νομοθετική εξουσία και η δικαιοσύνη να επιβάλουν την προσήκουσα ποινή στον δράστη αλλά πρέπει και το σωφρονιστικό σύστημα να έχει τις κατάλληλες βάσεις και υποδομές ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει το σύνολο των κρατουμένων και να μην επαναλαμβάνονται φαινόμενα ταχύτερης απόλυσης και επαναφοράς εγκληματικών στοιχείων στην κοινωνία λόγω έλλειψης διαθέσιμων χώρων κράτησης.

*Ο Αντώνης Καραγιάννης είναι ποινικολόγος