Ολοκληρώθηκε η συνομιλία του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Όλαφ Σολτς, σχετικά με την κρίση στην Ουκρανία, καθώς η Δύση υποστηρίζει ότι αναμένεται ρωσική εισβολή το επόμενο 24ωρο. Οι δύο ηγέτες συζήτησαν για περισσότερο από τρεις ώρες και κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι καμία πλευρά δεν επιθυμεί σύγκρουση, αλλά εγγυήσεις στο τομέα της ασφάλειας.

Σύμφωνα με την telegraph.co.uk, ο Ρώσος πρόεδρος τόνισε πως δεν πρέπει να γίνει πόλεμος στην Ευρώπη, όμως θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν τα συμφέροντα της χώρας του. «Δεν θέλουμε πόλεμο στην Ευρώπη», είπε και πρόσθεσε ότι «τα συμφέροντα της Ρωσίας θα πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη».

Επίσης, ο Γερμανός καγκελάριος ζήτησε άμεση αποκλιμάκωση της κατάστασης στη περιοχή από το Κρεμλίνο, τονίζοντας ότι «ανησυχούμε πολύ για το τι θα γίνει με τους 100.000 στρατιώτες και τις δραστηριότητές τους στο άμεσο μέλλον. Δεν μπορούμε να δούμε καμία λογική στην παρουσία των στρατευμάτων. Ως εκ τούτου, απαιτείται επειγόντως αποκλιμάκωση. Αυτό είναι σημαντικό σε αυτή την τεταμένη και δύσκολη κατάσταση, ώστε να μην υπάρξει πόλεμος στην Ευρώπη».

«Πράσινο φως» σε αιτήματα της Ρωσίας

Σύμφωνα με όσα μεταδίδει το apnews.com, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ συμφώνησαν να συζητήσουν μια σειρά μέτρων ασφαλείας που είχε προηγουμένως προτείνει η Ρωσία.

Ο Πούτιν είπε ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να συμμετάσχει σε συνομιλίες για τον περιορισμό της ανάπτυξης πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη, τη διαφάνεια των ασκήσεων και άλλα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, αλλά τόνισε την ανάγκη να λάβει υπόψη της η Δύση τις κύριες απαιτήσεις της χώρας.

Σημειώνεται, πως η δήλωση ακολούθησε την ανακοίνωση του ρωσικού υπουργείου Άμυνας για μερική απόσυρση των στρατευμάτων μετά από στρατιωτικές ασκήσεις, ενισχύοντας τις ελπίδες ότι το Κρεμλίνο ενδέχεται να μην εισβάλει άμεσα στην Ουκρανία.

«Το ΝΑΤΟ ξεκίνησε τον τελευταίο πόλεμο στην Ευρώπη»

Επίσης, ο Ρώσος πρόεδρος κατά την διάρκεια της συνομιλίας, ανέβασε τους τόνους και τόνισε πως το ΝΑΤΟ ξεκίνησε το τελευταίο πόλεμο που γνώρισε η γηραιά ήπειρος και αναφέρθηκε στη περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας.

Έτσι, απαντώντας στα σχόλια του Γερμανού καγκελάριου, ότι η γενιά του δεν μπορούσε να φανταστεί έναν πόλεμο στην Ευρώπη, είπε το εξής: «Ήμασταν μάρτυρες ενός πολέμου στην Ευρώπη και αυτό ξεκίνησε από το ΝΑΤΟ εναντίον της Γιουγκοσλαβίας». Παράλληλα, είπε ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν «κυρώσεις από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ… Είναι ένα κακό παράδειγμα… αλλά συνέβη».

«Γενοκτονία» στο Ντονμπάς

Ο Ρώσος πρόεδρος χαρακτήρισε «γενοκτονία» αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο Ντονμπάς και εξέφρασε την ελπίδα ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, πρωτίστως η Γερμανία και η Γαλλία, θα ασκήσουν την ανάλογη επιρροή στο Κίεβο για να βρεθεί λύση στην βάση των συμφωνιών του Μινσκ.

«Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στο Ντονμπάς είναι ακριβώς γενοκτονία», δήλωσε ο Ρώσος πρόεδρος κατά την διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου.

Σύμφωνα με τον Πούτιν για να επιλυθεί το πρόβλημα στο Ντονμπάς είναι αναγκαίο να «ξεκινήσουμε από τις δυνατότητες εφαρμογής των συμφωνιών του Μινσκ, που δεν έχουν αξιοποιηθεί πλήρως».

«Υπολογίζουμε πολύ στο ότι οι εταίροι μας και πέραν του ωκεανού και στην Ευρώπη, πρωτίστως η Γερμανία και η Γαλλία, θα ασκήσουν την ανάλογη επιρροή στην σημερινή κυβέρνηση του Κιέβου και η λύση αυτή θα βρεθεί», είπε ο Πούτιν.

«Να συζητήσουμε μερικές ρωσικές απαιτήσεις»

Ο Όλαφ Σολτς κατά την διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου, διευκρίνισε πως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ έπρεπε να απαντήσουν με κυρώσεις, καθώς αυτό ήταν το «σωστό».

Παράλληλα, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να γίνουν δεκτές ρωσικές απαιτήσεις, αφού δεν θεώρησε πως πρέπει να απομακρυνθούν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

«Ήταν σωστό που το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση απάντησαν στα τελεσίγραφα της Ρωσίας, και ενώ η Ρωσία δεν συμφωνεί με την απάντηση, είναι καλό σημάδι πως θεωρεί ότι υπάρχουν μερικά καλά σημεία σε αυτό», είπε χαρακτηριστικά.

«Ομοίως, το ΝΑΤΟ, η ΕΕ και εμείς δεν συμφωνούμε με τις απαιτήσεις της Ρωσίας, αλλά πιστεύουμε ότι υπάρχουν κάποια σημεία εκεί μέσα που αξίζει να συζητηθούν», συμπλήρωσε στη συνέχεια.

Αναλυτικά η κοινή συνέντευξη Τύπου: