Έχουν περάσει πάνω από δύο εβδομάδες από την ημέρα κατά την οποία έγινε γνωστό πως ο πρίγκιπας Χάρι, ο έκτος στη σειρά διαδοχής του βρετανικού θρόνου, καθώς και η σύζυγός του, Μέγκαν Μαρκλ, εγκατέλειψαν τους λογαριασμούς τους στα social media και δεν σκοπεύουν να τους επανενεργοποιήσουν ξανά.

Ο Χάρι αποκάλυψε για άλλη μια φορά τη βαθιά του ανησυχία για τον αντίκτυπο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην κοινωνία σε συνέντευξή του στο Fast Company μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ.

Επισημαίνοντας ότι «τελειώνει ο χρόνος» για τις εταιρείες social media όσον αφορά τη διαχείριση της τεράστιας παραπληροφόρησης που διαδίδεται τόσο εύκολα στο διαδίκτυο, το μέλος της βασιλικής οικογένειας του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσε ότι πιστεύει ότι είναι μια σοβαρή απειλή για τη δημοκρατία.

«Με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να το υποτιμήσουμε», είπε. «Υπήρξε κυριολεκτικά επίθεση κατά της δημοκρατίας στις ΗΠΑ, που οργανώθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι ένα ζήτημα βίαιου εξτρεμισμού», τόνισε στη συνέχεια, όπως μεταφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

«Είναι ευρέως αναγνωρισμένο ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπαιξαν ρόλο στη γενοκτονία στη Μιανμάρ και χρησιμοποιήθηκαν ως όχημα για την υποκίνηση βίας εναντίον των Ροχίνγκια, κι αυτό είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και στη Βραζιλία, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρείχαν έναν δίαυλο παραπληροφόρησης που τελικά έφερε καταστροφή στον Αμαζόνιο, που είναι ένα περιβαλλοντικό και παγκόσμιο ζήτημα υγείας», δήλωσε στη συνέχεια.

«Κατά κάποιον τρόπο, η υιοθέτηση μη παρεμβατικής κατά κύριο λόγο πρακτικής προσέγγισης των προβλημάτων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα είναι μια άσκηση εξουσίας», εκτίμησε ο πρίγκιπας Χάρι.

Ζητώντας άμεση ανάληψη ευθυνών, επισήμανε ότι «χάνουμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα από θεωρίες συνωμοσίας, χάνουμε την αίσθηση του εαυτού μας λόγω του καταιγισμού αναληθειών και σε μεγαλύτερη κλίμακα, χάνουμε τις δημοκρατίες μας».

Καταληκτικά σημείωσε: «Αυτό που συμβαίνει στο διαδίκτυο δεν μένει στο διαδίκτυο – εξαπλώνεται παντού, σαν πυρκαγιά: στα σπίτια και στους χώρους εργασίας μας, στους δρόμους, στο μυαλό μας. Το ερώτημα είναι πραγματικά τι πρέπει να κάνουμε όταν ο διαμοιρασμός ειδήσεων και πληροφοριών δεν είναι πλέον μια αξιοπρεπής, αληθινή ανταλλαγή, αλλά μια ανταλλαγή πυρών».