Την ανάπτυξη στο έδαφος της χώρας 4.000 επιπλέον κυανόκρανων αποδέχθηκε η κυβέρνηση του Νότιου Σουδάν, σε μια προσπάθεια να αποφύγει την επιβολή εμπάργκο όπλων από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, σημειώνοντας όμως ότι οι λεπτομέρειες όσον αφορά την ανάπτυξη της πρόσθετης δύναμης τελούν ακόμη υπό συζήτηση.

Η ανακοίνωση αυτή έγινε έπειτα από συνάντηση στην Τζούμπα, την πρωτεύουσα του Νότιου Σουδάν, ανάμεσα στον πρόεδρο Σάλβα Κιρ και την υψηλόβαθμη αντιπροσωπεία του ΣΑ του ΟΗΕ, της οποίας ηγείτο η πρεσβεύτής των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη, Σαμάνθα Πάουερ.

Το ΣΑ είχε εγκρίνει τον περασμένο μήνα την ανάπτυξη άλλων 4.000 κυανόκρανων για την ενίσχυση της ειρηνευτικής αποστολής του ΟΗΕ στη χώρα, της UNMISS. Απείλησε ότι θα μπορούσε να επιβάλει εμπάργκο όπλων εάν η κυβέρνηση του Κιρ δεν συνεργαζόταν στην ανάπτυξη της πρόσθετης δύναμης.

«Για να βελτιωθεί η κατάσταση της ασφάλειας, η μεταβατική κυβέρνηση εθνικής ενότητας προσέφερε τη συναίνεσή της στην ανάπτυξη, στο πλαίσιο της UNMISS, της περιφερειακής δύναμης προστασίας», ανέφεραν η κυβέρνηση του Νότιου Σουδάν και το Συμβούλιο Ασφαλείας σε κοινή ανακοίνωσή τους.

Οι χώρες που συνεισφέρουν στρατεύματα στη δύναμη αυτή, η UNMISS και η κυβέρνηση «θα συνεχίσουν να εργάζονται όσον αφορά τους όρους της ανάπτυξης», αναφέρεται ακόμη στην ανακοίνωση.

Η Διακυβερνητική Αρχή για την Ανάπτυξη (IGAD), περιφερειακός οργανισμός των κρατών της ανατολικής Αφρικής, πίεζε να αναπτυχθεί μια δύναμη προστασίας που θα συγκροτήσουν χώρες της περιοχής και δεσμεύθηκε να συνεισφέρει στρατεύματα. Στέλεχος της κυβέρνησης του Νότιου Σουδάν διαβεβαίωσε ότι η Τζούμπα δεν έχει καμιά ένσταση όσον αφορά τις χώρες που θα συνεισφέρουν στρατεύματα.

Το ΣΑ ενέκρινε την ανάπτυξη επιπλέον στρατευμάτων μετά τις πολυήμερες συγκρούσεις, με βαρύ πυροβολικό, άρματα μάχης και ελικόπτερα από την 8η ως την 11η Ιουλίου ανάμεσα σε δυνάμεις πιστές στον πρόεδρο Κιρ και αντάρτες πιστούς στον πρώην αντιπρόεδρο Ρικ Μάκαρ. Οι εχθροπραξίες με σχεδόν 300 νεκρούς ήγειραν φόβους περί ολίσθησης του Νότιου Σουδάν σε  ολοκληρωτικό εμφύλιο πόλεμο. Τότε, η κυβέρνηση του Νότιου Σουδάν είχε αντιδράσει τονίζοντας πως δεν είχε πρόθεση να συνεργαστεί.

Στην απόφασή του, το Συμβούλιο Ασφαλείας όμως διεμήνυε πως θα συζητήσει πιθανό εμπάργκο όπλων σε βάρος του Νότιου Σουδάν εάν ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Μπαν Γκι-μουν το ενημέρωνε εντός του Σεπτεμβρίου πως η Τζούμπα δεν συνεργάζεται στην ανάπτυξη της νέας δύναμης και εμποδίζει το έργο των κυανοκράνων επί του πεδίου.

«Η μεταβατική κυβέρνηση εθνικής ενότητας δεσμεύεται στο να επιτρέπεται ελεύθερη μετακίνηση (στα στελέχη) της UNMISS συμφώνως προς την εντολή τους, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας αμάχων», σύμφωνα την ανακοίνωση που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες.

Η κυβέρνηση και η δύναμη των κυανόκρανων θα εξετάσουν τη λήψη μέτρων για να «αρθούν τα προσκόμματα» για τα στελέχη της UNMISS, ώστε να είναι σε θέση να «εφαρμόσουν την εντολή τους», προστίθεται.

Η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ είχε αναπτυχθεί στο Νότιο Σουδάν το 2011, όταν η χώρα ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από το Σουδάν. Αποτελείται από 13.000 άνδρες. Ωστόσο, η δύναμη αυτή επικρίθηκε έντονα για την αδυναμία της να προστατεύσει τους αμάχους όταν ξέσπασαν οι αιματηρές συγκρούσεις του Ιουλίου, ειδικά για την ανικανότητά της να προστατεύσει τις γυναίκες που υπέστησαν ομαδικούς βιασμούς από στρατιώτες κοντά σε μια από τις βάσεις της.

Η πολιτική αντιπαλότητα ανάμεσα στον Κιρ και τον Μάκαρ είχε δώσει το έναυσμα για το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στο νεότερο κράτος του κόσμου το 2013. Παρά το ότι οι δυο τους υπέγραψαν μια εύθραυστη συμφωνία ειρήνης πέρυσι, οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν και ο Μάκαρ εγκατέλειψε το Νότιο Σουδάν όταν ξέσπασαν οι μάχες του Ιουλίου.

«Η πρόκληση τώρα είναι να εγγυηθούμε ότι αυτό το κομμάτι χαρτί θα γίνει πραγματικότητα στο πεδίο», είπε η Πάουερ στους δημοσιογράφους μετά τη συνάντησή της με τον πρόεδρο Κιρ. «Τώρα πρέπει να το μετατρέψουμε σε βήματα για να βελτιώσουμε τη ζωή των ανθρώπων που βρίσκονται σε μεγάλη ανάγκη».

Τουλάχιστον 2,5 πολίτες του Νότιου Σουδάν έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους από τον Δεκέμβριο του 2013. Περίπου οι 900.000 από αυτούς έφυγαν από το Νότιο Σουδάν και μετατράπηκαν σε πρόσφυγες σε γειτονικά κράτη.