Τα κέντρα απάτης αποτελούν οργανωμένα συγκροτήματα που συχνά συνδέονται με διασυνοριακά εγκληματικά δίκτυα και τροφοδοτούν μια παγκόσμια βιομηχανία διαδικτυακών απατών, της οποίας η αξία ανέρχεται σε δισεκατομμύρια δολάρια και έχει γνωρίσει εκρηκτική άνοδο στη Νοτιοανατολική Ασία τα τελευταία χρόνια. Χώρες όπως η Μιανμάρ, η Καμπότζη και το Λάος έχουν εξελιχθεί σε προπύργια τέτοιων δραστηριοτήτων, που εκτείνονται από online απάτες έως εμπορία ανθρώπων, καταναγκαστική εργασία και ξέπλυμα χρήματος.

Δορυφορικές εικόνες και έρευνες αποκαλύπτουν ότι τα κέντρα απάτης έχουν υπερδιπλασιαστεί κατά μήκος των συνόρων Ταϊλάνδης-Μιανμάρ, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τη χούντα στη Μιανμάρ το 2021.

Σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν απαχθεί ή διακινηθεί και εξαναγκαστεί να εργαστούν σε αυτά τα κέντρα. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 120.000 άτομα στη Μιανμάρ και 100.000 στην Καμπότζη δουλεύουν διά της βίας σε τέτοια συγκροτήματα.

Πρόκειται για μια παγκόσμια βιομηχανία όπου άνθρωποι από την Αφρική, την Ασία, τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Αμερική παρασύρονται από ψεύτικες υποσχέσεις για μια δουλειά γραφείου και τελικά εξαναγκάζονται να εξαπατούν ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Όπως εξηγεί ο Guardian, μετά την άφιξή τους κρατούνται παρά τη θέλησή τους και υποχρεώνονται να παράγουν εισόδημα πραγματοποιώντας διαδικτυακές απάτες, χρησιμοποιώντας μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εφαρμογές μηνυμάτων για να στοχεύουν θύματα.

Στο εσωτερικό των συγκροτημάτων, οι εργαζόμενοι ζουν παγιδευμένοι και συχνά υπομένουν κακομεταχείριση και βασανιστήρια, ενώ έχουν γίνει πολυάριθμες αναφορές για ξυλοδαρμούς και χρήση ηλεκτροσόκ.

Η Ταϊλάνδη έχει προχωρήσει σε δράσεις κατά των κέντρων διαδικτυακής απάτης, κόβοντας το ρεύμα, τα καύσιμα και το ίντερνετ. Στη Μιανμάρ, ο στρατός φέρεται να έκανε έφοδο σε ένα μεγάλο κέντρο απάτης, συλλαμβάνοντας περισσότερα από 2.100 άτομα και κατάσχοντας δορυφορικούς τερματικούς Starlink που χρησιμοποιούνται για σύνδεση στο διαδίκτυο.