Στην 80ή Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης, η 3η Επιτροπή συζήτησε την Έκθεση του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, καθώς και θέματα που σχετίζονται με επαναπατρισμένους και εκτοπισμένους πληθυσμούς.
Το σχέδιο ψηφίσματος υπέβαλαν από κοινού 33 κράτη, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα (Αρμενία, Αυστρία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Βραζιλία, Βουλγαρία, Καναδάς, Κολομβία, Κροατία, Κύπρος, Δανία, Ελ Σαλβαδόρ, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γεωργία, Γερμανία, Ελλάδα, Ονδούρα, Ισλανδία, Ιρλανδία, Λιχτενστάιν, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Μεξικό, Κάτω Χώρες (Βασίλειο των Κάτω Χωρών), Νιγηρία, Νορβηγία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία, Ουκρανία και Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας).
Το σχέδιο συνιστά τη συνέχιση της ετήσιας διαδικασίας ανανέωσης της εντολής του Ύπατου Αρμοστή, επιβεβαιώνοντας την υποστήριξη των Κρατών-Μελών στις δράσεις του Γραφείου για την προστασία και την αρωγή των προσφύγων και των εκτοπισμένων παγκοσμίως.
Το ψήφισμα «επαναβεβαιώνει τη Σύμβαση του 1951 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων και το Πρωτόκολλο του 1967 ως τη βάση του διεθνούς συστήματος προστασίας των προσφύγων, αναγνωρίζει τη σημασία της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής τους από τα Συμβαλλόμενα Κράτη και τις αξίες που αυτές ενσωματώνουν, υπογραμμίζοντας, ιδίως, τη σημασία του πλήρους σεβασμού της αρχής της μη επαναπροώθησης».
Το ψήφισμα επίσης «καλεί τη διεθνή κοινότητα στο σύνολο της να εφαρμόσει το Παγκόσμιο Σύμφωνο για τους Πρόσφυγες προκειμένου να επιτευχθούν οι τέσσερις του στόχοι στη βάση της αρχής της δίκαιης κατανομής βαρών και ευθυνών».
Αναφορικά με τις μεταναστευτικές οδούς που αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο, το κείμενο «ενθαρρύνει τη διεθνή συνεργασία για την ενίσχυση των προσπαθειών πρόληψης και καταπολέμησης της εμπορίας και διακίνησης ανθρώπων και για τη διασφάλιση κατάλληλων μηχανισμών ανταπόκρισης, περιλαμβανομένων, εφόσον ενδείκνυται, σωστικών ενεργειών, υποδοχής, καταγραφής και παροχής βοήθειας».
Επίσης, «εκφράζει βαθιά ανησυχία για τον μεγάλο αριθμό αιτούντων άσυλο που έχασαν τη ζωή τους ή αγνοούνται στη θάλασσα και στη στεριά προσπαθώντας να φτάσουν σε ασφαλές μέρος, και ενθαρρύνει τη διεθνή συνεργασία για την περαιτέρω ενίσχυση των μηχανισμών πρόληψης, έρευνας και διάσωσης, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».
Σε σχέση με τις υποχρεώσεις προστασίας, το ψήφισμα «καλεί τα κράτη να εξετάζουν τις αιτήσεις ασύλου αναγνωρίζοντας πλήρως όσους χρήζουν διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τις διεθνείς και περιφερειακές τους υποχρεώσεις» και «καταδικάζει τον αυξανόμενο αριθμό περιστατικών επαναπροώθησης και παράνομης απέλασης προσφύγων και αιτούντων άσυλο, καθώς και πρακτικές άρνησης πρόσβασης στο άσυλο».
Για τα ζητήματα φύλου και ένταξης, «καταδικάζει απερίφραστα τις επιθέσεις και κάθε μορφή βίας, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής και της έμφυλης βίας», «ενθαρρύνει τα Κράτη και το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή να διασφαλίσουν ότι οι απόψεις των γυναικών και των κοριτσιών που βρίσκονται σε καταστάσεις εκτοπισμού λαμβάνονται υπόψη, προωθώντας τη ουσιαστική συμμετοχή τους σε ζητήματα που τις αφορούν, καθώς και την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στον σχεδιασμό, την εφαρμογή, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση πολιτικών, προγραμμάτων και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την ανθρωπιστική ανταπόκριση».
Εκφράζεται επίσης «βαθιά ανησυχία ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, των φυσικών καταστροφών, της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και της απώλειας βιοποικιλότητας αυξάνονται σε ένταση και συχνότητα, συμβάλλοντας στην αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών».
Καλούνται επίσης τα Κράτη-Μέλη «να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και των δυνατοτήτων πρόληψης, προετοιμασίας και ανταπόκρισης σε περιπτώσεις εκτοπισμού».
Στο κείμενο δηλώνεται «ανησυχία για τις απότομες μειώσεις στη χρηματοδότηση του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή το 2025» και «καλεί τη διεθνή κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των μη παραδοσιακών δωρητών, να αυξήσουν επειγόντως τη χρηματοδότηση, ιδίως την ευέλικτη χρηματοδότηση, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πρωτοφανής κρίση χρηματοδότησης».
Παράλληλα, «καλεί για πιο δίκαιη κατανομή των βαρών και των ευθυνών για τη φιλοξενία και στήριξη των προσφύγων παγκοσμίως, λαμβάνοντας υπόψη τις υπάρχουσες συνεισφορές και τις διαφορές σε δυνατότητες και πόρους μεταξύ των κρατών».
Επίσης, το ψήφισμα υπενθυμίζει ότι «το έργο του Ύπατου Αρμοστή είναι απολύτως μη πολιτικού χαρακτήρα, αλλά είναι ανθρωπιστικό και κοινωνικό» και επαναβεβαιώνει «τον καθαρά ανθρωπιστικό και μη πολιτικό χαρακτήρα της αποστολής του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή για την παροχή διεθνούς προστασίας στους πρόσφυγες και την αναζήτηση βιώσιμων λύσεων για αυτούς».
Υπογραμμίζει ότι «ο εθελούσιος επαναπατρισμός παραμένει η προτιμώμενη λύση» και «αναγνωρίζει τη σημασία του επανεποικισμού ως στρατηγικού εργαλείου προστασίας και βιώσιμης λύσης για τους πρόσφυγες». Παράλληλα, καλεί τα κράτη «να δημιουργήσουν, να επεκτείνουν ή να διευκολύνουν την πρόσβαση σε συμπληρωματικές και βιώσιμες οδούς προστασίας και λύσεων για τους πρόσφυγες, συμπεριλαμβανομένων ανθρωπιστικής εισδοχής, οικογενειακής επανένωσης, κινητικότητας εργασίας, υποτροφιών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων κινητικότητας».
Πηγή: ΑΠΕ