Σήμερα, οι αστρονόμοι μπορούν να προβλέψουν μια ηλιακή έκλειψη με ακρίβεια λεπτού, χρησιμοποιώντας εξελιγμένα προγράμματα υπολογιστών που συνδυάζουν τους νόμους της κίνησης του Νεύτωνα με τις θέσεις και τις ταχύτητες της Γης και της Σελήνης, καθώς και δεδομένα για τις τροχιές και την κλίση τους. Οι αρχαίοι Μάγια, όμως, κατόρθωσαν να επιτύχουν κάτι παρόμοιο αιώνες πριν, χρησιμοποιώντας πίνακες σχεδιασμένους με μελάνι πάνω σε φλοιό δέντρων συκής.
Σε επιστημονική εργασία που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science Advances, ερευνητές εξηγούν πώς οι Μάγια κατάφεραν να παρακολουθούν τις ηλιακές εκλείψεις με εντυπωσιακή ακρίβεια, αποκαλύπτοντας στοιχεία για την ανάπτυξη θεωριών σχετικά με τη Σελήνη ήδη από το 350 μ.Χ.
Οι αρχαίοι Μάγια και τα προχωρημένα συστήματά τους
Οι ιθαγενείς πολιτισμοί που κατοικούσαν στο σημερινό Μεξικό και τη Γουατεμάλα διέθεταν δύο ημερολόγια, ένα πολιτικό, διάρκειας 365 ημερών και ένα μικρότερο, «μαντικό» ημερολόγιο 260 ημερών.
Το δεύτερο χρησιμοποιούνταν από ειδικούς, γνωστούς ως «φύλακες των ημερών», για να καθορίζουν τη μοίρα των ανθρώπων με βάση την ημερομηνία γέννησής τους. Γύρω στο 500 π.Χ., το μαντικό ημερολόγιο συνδέθηκε με τις διάφορες φάσεις της Σελήνης.
Οι αρχαίοι Μάγια διέθεταν πιθανότατα μεγάλες βιβλιοθήκες και ένα προχωρημένο σύστημα γραφής, ωστόσο ελάχιστα κείμενα έχουν σωθεί μέχρι σήμερα. Από αυτά, μόνο τέσσερα είναι γνωστά, με το παλαιότερο και καλύτερα διατηρημένο να είναι ο Κώδικας της Δρέσδης, που χρονολογείται περίπου στο 1200 μ.Χ.
Ο Κώδικας της Δρέσδης είναι ένα αστρονομικό έγγραφο μήκους περίπου 3,5 μέτρων, διπλωμένο σαν ακορντεόν, σύμφωνα με τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει έναν πίνακα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόβλεψη της επόμενης ηλιακής έκλειψης.
Αν και οι ιστορικοί πίστευαν ότι ο πίνακας είχε σχεδιαστεί εξαρχής για αυτόν τον σκοπό, οι ερευνητές που δημοσίευσαν τη μελέτη στο Science Advances υποστηρίζουν πως αρχικά προοριζόταν για γενική παρακολούθηση των σεληνιακών κύκλων.

Η παρακολούθηση των φάσεων της Σελήνης
Η ερευνητική ομάδα κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα μέσω μαθηματικών υπολογισμών και ανάλυσης ιστορικών δεδομένων για ηλιακές εκλείψεις. Διαπίστωσαν ότι ο συνολικός αριθμός ημερών του πίνακα (11.960) συνδέεται περισσότερο με το μαντικό ημερολόγιο των 260 ημερών, παρά με τους κύκλους εκλείψεων που θα μπορούσαν να παρατηρήσουν οι Μάγια μεταξύ 350 και 1150 μ.Χ.
Στην ουσία, ο αριθμός 11.960 διαιρείται ακριβώς με το 260, δηλαδή: 11.960 ÷ 260 = 46.
Οι συγγραφείς της μελέτης σημειώνουν επίσης τον αριθμό των σεληνιακών μηνών στον πίνακα (405) και τον συγκρίνουν με τον αριθμό των διελεύσεων των κόμβων, οι οποίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό του πότε θα συμβεί μια έκλειψη. Η μέση διάρκεια των 405 σεληνιακών μηνών είναι 0,11259 ημέρες μικρότερη από 11.960.

Ένα σύστημα επαναλαμβανόμενων πινάκων
Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς οι Μάγια κατάφεραν να διατηρήσουν τόσο υψηλή ακρίβεια στις προβλέψεις τους. Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, αυτό επετεύχθη μέσω ενός συστήματος επικαλυπτόμενων πινάκων.
Αντί να ξεκινούν έναν νέο πίνακα εκλείψεων κάθε φορά που τελείωνε ο προηγούμενος, οι «φύλακες των ημερών» επανεκκινούσαν τον πίνακα σε δύο προκαθορισμένα σημεία του προηγούμενου πίνακα είτε στους 358 είτε στους 223 σεληνιακούς μήνες. Οι υπολογισμοί των ερευνητών δείχνουν ότι τέσσερις «επαναφορές» στους 385 μήνες πραγματοποιούνταν για κάθε μία στους 223 μήνες.
«Η επανεκκίνηση ενός πίνακα εκλείψεων σε αυτά τα διαστήματα και με αυτές τις αναλογίες θα επέτρεπε στους φύλακες των ημερών να διατηρούν ακριβείς προβλέψεις για αρκετές χιλιετίες», αναφέρουν οι ερευνητές.
Υποστηρίζουν επίσης ότι μετά από περίπου τρεις κύκλους των 405 μηνών, οι Μάγια θα μπορούσαν να παρατηρήσουν ένα «αρκετά σταθερό μοτίβο» που θα τους επέτρεπε να δημιουργήσουν ένα «γενικό πλαίσιο μέχρι το 453 μ.Χ.». Συνεπώς, καταλήγουν, «είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι πίνακες εκλείψεων παρόμοιοι με εκείνον του Κώδικα της Δρέσδης θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει ήδη γύρω στο 550 μ.Χ.».