Ο πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε την Τρίτη ότι ενημερώθηκε για την ισραηλινή αεροπορική επιδρομή στο Κατάρ από τον αμερικανικό στρατό και όχι από τον πρωθυπουργό, Μπενιαμίν Νετανιάχου, τον οποίο συχνά αποκαλεί φίλο και ισχυρότερο σύμμαχό του στη Μέση Ανατολή. Η αιφνιδιαστική αυτή εξέλιξη δεν είναι πρωτοφανής, καθώς και τον περασμένο Ιούνιο το Ισραήλ είχε ξεκινήσει έναν 12ήμερο πόλεμο με το Ιράν με ελάχιστη προειδοποίηση, γεγονός που αρχικά προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στην Ουάσινγκτον, μέχρι που ο Τραμπ αποφάσισε να στηρίξει την επιχείρηση, θεωρώντας τη νικηφόρα στρατηγική εκστρατεία.

Ο Νετανιάχου έχει αξιοποιήσει επανειλημμένα τη στενή προσωπική του σχέση με τον Τραμπ, για να προχωρήσει σε τολμηρές επιθέσεις, όπως αυτή εναντίον της ηγεσίας της Χαμάς την Τρίτη. Οι επιχειρήσεις αυτές συχνά πραγματοποιούνται με αμερικανικά όπλα, χωρίς προηγούμενη ή με ελάχιστη ενημέρωση της Ουάσινγκτον. Κάθε φορά η αμερικανική κυβέρνηση εκφράζει δημόσια τη δυσφορία της, όπως συνέβη και τώρα, ωστόσο τελικά επιλέγει να μην επιβάλει κυρώσεις, αφήνοντας την κατάσταση να εξελιχθεί χωρίς συνέπειες.

Το απόγευμα της Τρίτης, ο Τραμπ τόνισε ότι οι Ισραηλινοί άφησαν για ακόμα μία φορά τις Ηνωμένες Πολιτείες «στο σκοτάδι». «Είμαι πολύ δυσαρεστημένος – πολύ δυσαρεστημένος από κάθε άποψη», δήλωσε χαρακτηριστικά. «Πρέπει να πάρουμε πίσω τους ομήρους. Αλλά είμαι πολύ δυσαρεστημένος με τον τρόπο που εξελίχθηκε αυτό», συμπλήρωσε. Ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε επίσης ότι θα εκδώσει πλήρη δήλωση σχετικά με το πώς πληροφορήθηκε την επίθεση, επιχειρώντας να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην τοποθέτησή του.

Νωρίτερα μέσα στην ημέρα, σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από την ισραηλινή επίθεση, ταυτόχρονα επικρίνοντας και επαινώντας τον Νετανιάχου. «Αυτή ήταν μια απόφαση του πρωθυπουργού Νετανιάχου, δεν ήταν δική μου απόφαση», έγραψε ο Τραμπ, επισημαίνοντας ότι «η μονομερής βομβιστική επίθεση στο Κατάρ, ένα κυρίαρχο κράτος και στενό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών, που εργάζεται σκληρά και με θάρρος παίρνει ρίσκα μαζί μας για να μεσολαβήσει για την ειρήνη, δεν προωθεί τους στόχους του Ισραήλ ή της Αμερικής». Παράλληλα όμως πρόσθεσε: «Η εξάλειψη της Χαμάς, που έχει κερδοσκοπήσει από τη δυστυχία όσων ζουν στη Γάζα, είναι ένας αξιόλογος στόχος».

Η Χαμάς από την πλευρά της ανακοίνωσε ότι η ισραηλινή επίθεση απέτυχε να σκοτώσει ανώτερα στελέχη της, χωρίς να διευκρινίσει αν υπήρξαν τραυματισμοί. Ο Τραμπ, σε δηλώσεις του, εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι η επίθεση πραγματοποιήθηκε στο Κατάρ, έναν στενό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών που έχει αναλάβει κρίσιμο ρόλο ως μεσολαβητής στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς. Όπως είπε, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να ενημερώσουν την κυβέρνηση του Κατάρ, ωστόσο «ήταν πολύ αργά για να σταματήσει η επίθεση». Παρ’ όλα αυτά, διαβεβαίωσε τον πρωθυπουργό του Κατάρ, σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Αμπντουλραχμάν Αλ Θάνι, ότι «κάτι τέτοιο δεν θα ξανασυμβεί στο έδαφός τους».

Όπως αναφέρουν οι New York Times η υπόθεση ανέδειξε για ακόμη μία φορά την αποσπασματική και συχνά αντιφατική προσέγγιση του Τραμπ στον πόλεμο στη Γάζα, έναν από τους πολλούς παγκόσμιους πολέμους που έχει δηλώσει ότι θέλει να τερματίσει. Μετά τη νίκη του στις εκλογές, είχε ξεκαθαρίσει στον Νετανιάχου ότι επιθυμούσε να λήξει ο πόλεμος πριν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Ωστόσο, από τότε που ανέλαβε καθήκοντα, η στρατηγική του χαρακτηρίζεται από αόριστες απειλές, ασαφείς προθεσμίες και αντιφατικές δηλώσεις για το πώς θα πρέπει το Ισραήλ να επιτύχει τον στόχο της εξάλειψης της Χαμάς. Η στάση αυτή, όπως εκτιμούν αναλυτές, έχει δώσει στον Νετανιάχου ουσιαστικά την ελευθερία να συνεχίσει έναν πόλεμο που έχει προκαλέσει παγκόσμια κατακραυγή, κατηγορίες για γενοκτονία και μια καταστροφική ανθρωπιστική κρίση.

«Δεν έχει υπάρξει μια στρατηγική που να μπορώ να διακρίνω, πέρα από το “ό,τι θέλει το Ισραήλ, ό,τι θέλει ο Νετανιάχου”», δήλωσε ο Χάλεντ Ελγκίντι, επισκέπτης ερευνητής στο Κέντρο Σύγχρονων Αραβικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν. Ο ίδιος τόνισε ότι η αμερικανική κυβέρνηση παραδοσιακά ισορροπεί σε λεπτή γραμμή όταν πρόκειται για την υποστήριξη του Ισραήλ στις περιφερειακές συγκρούσεις, φέρνοντας ως παράδειγμα τον πρώην πρόεδρο, Τζόζεφ Ρ. Μπάιντεν Τζούνιορ. Ο Μπάιντεν, αυτοπροσδιοριζόμενος σιωνιστής με πολυετή προσωπική σχέση με τον Νετανιάχου, κατέληξε να καταδικάσει τους «αδιάκριτους βομβαρδισμούς» και την απώλεια «πάρα πολλών αμάχων», φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να παγώσει την αποστολή όπλων, προειδοποιώντας μάλιστα το Ισραήλ να μην εισβάλει σε πυκνοκατοικημένες περιοχές. «Ο Μπάιντεν είχε κάποιες, κυρίως ρητορικές, κόκκινες γραμμές, ενώ ο Τραμπ δεν έχει καμία», πρόσθεσε ο Ελγκίντι.

Η γραμματέας Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, απέφυγε να απαντήσει ευθέως στις ερωτήσεις για το αν ο Τραμπ είναι δυσαρεστημένος με τον Νετανιάχου ή αν θα υπάρξουν συνέπειες για την ισραηλινή επίθεση. Όταν ρωτήθηκε αν ο Αμερικανός πρόεδρος θα εκδώσει οδηγία προς το Ισραήλ για μελλοντικές επιχειρήσεις, η Λέβιτ ανέφερε ότι ο Τραμπ θεωρεί πως η επίθεση αποτέλεσε «μια ευκαιρία για ειρήνη». Σε ανάρτησή του, ο Τραμπ υπογράμμισε ότι κατά τη συνομιλία του με τον Νετανιάχου, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός του είπε ότι «θέλει να κάνει ειρήνη».

Ωστόσο, η επίθεση συνέπεσε χρονικά με συνάντηση αξιωματούχων της Χαμάς, οι οποίοι συζητούσαν πρόταση κατάπαυσης του πυρός που είχε υποστηριχθεί από τον Τραμπ και την οποία τους είχε ζητήσει να αποδεχτούν σε τρίτη «τελική προειδοποίηση» του την Κυριακή. Την ίδια ημέρα, ο ισραηλινός στρατός διέταξε την πλήρη εκκένωση της Πόλης της Γάζας, προετοιμάζοντας μια μεγάλης κλίμακας εισβολή σε περιοχή όπου έχουν ήδη καταφύγει εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένοι από άλλες κατεστραμμένες πόλεις.

Ορισμένοι αναλυτές εξέφρασαν σκεπτικισμό για το κατά πόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν καμία προειδοποίηση για την επίθεση, δεδομένου ότι διατηρούν στρατιωτική παρουσία στο Κατάρ. Ο Στίβεν Α. Κουκ, ανώτερος ερευνητής για θέματα Μέσης Ανατολής και Αφρικής στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, δήλωσε ότι «υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να υπήρξε πολύ μεγαλύτερος συντονισμός από αυτόν που θέλει να παραδεχτεί ο Λευκός Οίκος» ή ότι το Ισραήλ παρείχε στις ΗΠΑ «εύλογη άρνηση ευθύνης». «Οι Ισραηλινοί έχουν άλλωστε την τακτική του καλύτερα να ζητάμε συγγνώμη παρά άδεια“», πρόσθεσε.

Η Χαμάς είχε πραγματοποιήσει την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023 εναντίον του Ισραήλ, που προκάλεσε τον θάνατο περίπου 1.200 ανθρώπων και αποτέλεσε την αφετηρία του πολέμου στη Γάζα. Έκτοτε, σύμφωνα με τις υγειονομικές αρχές της Γάζας, περισσότεροι από 60.000 Παλαιστίνιοι έχουν χάσει τη ζωή τους, ανάμεσά τους χιλιάδες παιδιά. Τα στοιχεία αυτά δεν διαχωρίζουν άμαχους και μαχητές, ωστόσο καταδεικνύουν τη σφοδρότητα της σύγκρουσης.

Ο Τραμπ έχει επικεντρωθεί κυρίως στην απελευθέρωση των ομήρων που κρατά η Χαμάς. «Θέλω ΟΛΟΙ οι όμηροι, και τα σώματα των νεκρών, να απελευθερωθούν, και αυτός ο πόλεμος να ΤΕΡΜΑΤΙΣΤΕΙ, ΤΩΡΑ!», έγραψε σε ανάρτησή του την Τρίτη. Ωστόσο, σε μια σπάνια διαφοροποίηση από τον Νετανιάχου, ο Τραμπ αναγνώρισε τον Ιούλιο ότι οι Παλαιστίνιοι λιμοκτονούν, τη στιγμή που ο Ισραηλινός πρωθυπουργός αμφισβητούσε τα σχετικά στοιχεία, καθώς το Ισραήλ δεχόταν διεθνή κατακραυγή για τον αποκλεισμό τροφίμων και την πρόκληση λιμού στη Γάζα.

Τον περασμένο μήνα, ο Τραμπ απέφυγε να δηλώσει αν υποστηρίζει την εκ νέου κατοχή της Γάζας από το Ισραήλ, περιοριζόμενος να πει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εμπλακούν περισσότερο στη διανομή τροφίμων. «Όσο για τα υπόλοιπα», πρόσθεσε, «δεν μπορώ να πω τίποτα – αυτό θα εξαρτηθεί κυρίως από το Ισραήλ». Ο ίδιος είπε επίσης ότι έχει ξεκαθαρίσει στον Νετανιάχου πως ο πόλεμος πρέπει να τελειώσει λόγω της «πείνας» και του «θανάτου» που προκαλεί και ότι η σύγκρουση θα φτάσει σε ένα «οριστικό τέλος» μέσα σε δύο με τρεις εβδομάδες.

Ο Τζον Ε. Χερμπστ, πρώην διπλωμάτης στην περιοχή και νυν ανώτερος διευθυντής του Ευρασιατικού Κέντρου του Atlantic Council, σημείωσε ότι η στάση του Τραμπ απέναντι στην κρίση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο έχει διαχειριστεί κάθε εξέλιξη του πολέμου από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία. «Ο Τραμπ, όντας ιδιόρρυθμος και ποτέ απολύτως προβλέψιμος, αντιδρά στην τελευταία εξέλιξη. Βρίσκεται τώρα σε μια φάση “Μπίμπι, κάνε ό,τι θέλεις“, κάτι που δεν σημαίνει ότι θα ισχύει και αύριο», ανέφερε χαρακτηριστικά.