Σε προσωρινή αλλαγή έδρας προχωρά η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, προκειμένου να ξεκινήσουν εκτεταμένες εργασίες ενίσχυσης της στατικότητας του ιστορικού της κτιρίου στο Φανάρι.
Η απόφαση ελήφθη μετά από τεχνικές αξιολογήσεις που έδειξαν την ανάγκη άμεσων παρεμβάσεων, στο πλαίσιο της γενικότερης ανησυχίας για ενδεχόμενο ισχυρό σεισμό στην Κωνσταντινούπολη.
Για διάστημα περίπου τριών ετών, το σχολείο θα στεγαστεί στο κτίριο του παλαιού ελληνικού δημοτικού σχολείου της Κοινότητας Ταταούλων, το οποίο παραμένει ανενεργό λόγω έλλειψης μαθητικού δυναμικού. Η σχετική συμφωνία επετεύχθη έπειτα από συνεννόηση μεταξύ της διεύθυνσης της Σχολής και της Εκκλησιαστικής Επιτροπής της Κοινότητας.
Η επιλογή της συγκεκριμένης λύσης κρίθηκε απαραίτητη, καθώς οι εργασίες στο ιστορικό κτίριο δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν με την παρουσία μαθητών, εκπαιδευτικών και προσωπικού, για καθαρά λόγους ασφαλείας. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, προβλέπονται παρεμβάσεις ενίσχυσης, αλλά και στοχευμένες αποκαταστάσεις σε επιμέρους σημεία του κτιρίου.
Μετά την οριστικοποίηση της συμφωνίας, εκπρόσωποι της σχολικής κοινότητας και της Κοινότητας Ταταούλων έγιναν δεκτοί από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο οποίος εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη συνεργασία και έδωσε την ευλογία του στο εγχείρημα.
Η ανάγκη των παρεμβάσεων είχε επισημανθεί επισήμως από τη Διεύθυνση Παιδείας της Κωνσταντινούπολης ήδη από τον Σεπτέμβριο, έπειτα από εισηγήσεις ειδικών επιστημόνων.
Ένα κτίριο – σύμβολο της ελληνικής παιδείας
Το επιβλητικό κτίριο από κόκκινο τούβλο, που δεσπόζει πάνω από τον Κεράτιο Κόλπο, ανεγέρθηκε την περίοδο 1881–1883, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δημάδη, σε έκταση που ανήκε παλαιότερα στον Δημήτριο Καντεμίρ.
Η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή αποτελεί το αρχαιότερο εν λειτουργία ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, με ιστορία 571 ετών αδιάλειπτης παρουσίας. Ιδρύθηκε το 1454, αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Γενναδίου Σχολαρίου, συνεχίζοντας την παράδοση της Οικουμενικής Πατριαρχικής Σχολής που ανάγεται στον 4ο αιώνα.
Η προσωρινή μετεγκατάσταση δεν σηματοδοτεί απομάκρυνση από την ιστορία της, αλλά μια αναγκαία κίνηση για τη διαφύλαξη ενός ζωντανού μνημείου του Ελληνισμού και τη συνέχιση της εκπαιδευτικής του αποστολής με ασφάλεια.