Η τελευταία ημέρα της ζωής του 14χρονου Jools Sweeney, στις 13 Απριλίου 2022, ήταν ηλιόλουστη και γεμάτη χαρά. Ήταν οι διακοπές του Πάσχα και ο Jools πέρασε τη μέρα με φίλους στο Cheltenham της Αγγλίας, όπου ζούσε. Έπαιξαν ποδόσφαιρο, περπάτησαν σε λιβάδια και προσπάθησαν να φτάσουν στο κέντρο μιας λίμνης με μια μικρή ξύλινη βάρκα. Στο σπίτι, έφαγε πίτσα με έναν φίλο και στη συνέχεια άναψαν φωτιά και έψησαν marshmallows. Στις 8:46 μ.μ., ο φίλος του έφυγε, αφήνοντας τον Jools μόνο του. Τα γέλια τους την ώρα του αποχαιρετισμού καταγράφηκαν από την κάμερα της εξώπορτας.
Η μητέρα του Jools, Ellen Roome, βρισκόταν εκτός σπιτιού όλη μέρα, αλλά είχε συνεχή επικοινωνία με τον γιο της. Στις 9:56 μ.μ. τον κάλεσε για να του πει ότι θα επέστρεφε σύντομα, κάλεσε τρεις φορές χωρίς απάντηση. Όταν έφτασε σπίτι σε λιγότερο από 20 λεπτά αργότερα, μαζί με τον τότε σύντροφό της, ανέβηκε κατευθείαν στο δωμάτιο του Jools για να του πει ένα γεια, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβλεπε. «Είπα: “Τι κάνεις;”», θυμάται η Roome. «Νόμιζα ότι έκανε πλάκα. Μετά άρχισα να ουρλιάζω». Ο σύντροφός της, πιλότος με εκπαίδευση πρώτων βοηθειών, έτρεξε επάνω και έκανε ΚΑΡΠΑ. Το σπίτι γέμισε με πυροσβέστες, παραϊατρικό προσωπικό, αστυνομικούς, τον πατέρα του Jools που έμενε κοντά, και τον πατέρα της Roome. Χρησιμοποιήθηκε απινιδωτής. Τελικά, ένας αστυνομικός πήρε την οικογένεια στην άκρη και τους ενημέρωσε πως έπρεπε να σταματήσουν τις προσπάθειες. «Μας είπαν ότι ακόμα κι αν τον επανέφεραν, θα ήταν εγκεφαλικά νεκρός», λέει η Roome.
Αδυνατεί ακόμη να το κατανοήσει. «Τι συνέβη; Δεν μπορεί να το συλλάβει το μυαλό μου. Δεν είχε κανένα νόημα. Ήταν ένα χαρούμενο, κοινωνικό παιδί… Δεν υπήρχε καμία ένδειξη ψυχολογικών προβλημάτων – τίποτα».
Η πρώτη της σκέψη εκείνο το βράδυ ήταν πως ο Jools ίσως είχε επηρεαστεί από κάποια ουσία. Είχε πάρει ναρκωτικά νωρίτερα; Επικοινώνησε με τους γονείς του φίλου του, που επέμεναν πως δεν είχαν κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών, κάτι που αργότερα επιβεβαιώθηκε και από την τοξικολογική εξέταση. Ο Jools δεν είχε καμία ουσία ή αλκοόλ στο σώμα του. «Μετά πανικοβλήθηκα, σκέφτηκα ότι κάποιος του είχε κάνει κακό. Πίστεψα ότι υπήρχε κάποιος άλλος μέσα στο σπίτι», λέει η Roome. Όμως εκείνο το βράδυ, ένας αστυνομικός τους διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχαν ίχνη εισβολής ή πάλης. Η Αστυνομία πίστευε ότι αυτό ήταν κάτι που είχε κάνει μόνος του ο Jools.
Η Αστυνομία κατέσχεσε το κινητό τηλέφωνο και το iPad του Jools, ενώ την επόμενη ημέρα πήρε και τον υπολογιστή του. Όμως, τίποτα από αυτά δεν χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα. Αργότερα ειπώθηκε στη Roome ότι το μηχάνημα εγκληματολογικής ανάλυσης δεν λειτουργούσε. Λίγες ημέρες πριν από τον θάνατο του Jools, είχε ξεκινήσει να απασχολεί τη δημοσιότητα η υπόθεση του 12χρονου Archie Battersbee. Η μητέρα του Archie πίστευε ότι είχε πεθάνει κατά λάθος, συμμετέχοντας σε μια διαδικτυακή «blackout» πρόκληση. «Ρώτησα την Αστυνομία αν θα μπορούσε να είναι το ίδιο, μια blackout πρόκληση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντησή τους», λέει η Roome. «Είπαν: “Μπορεί, αλλά δεν μπορούμε να το αποδείξουμε“». (Την ίδια στιγμή, το κινητό, το iPad και ο υπολογιστής του Jools παρέμεναν αχρησιμοποίητα.) «Αν ήταν δολοφονία, νομίζω θα είχε γίνει μεγαλύτερη έρευνα», λέει η Roome. Ένιωσε πως η Αστυνομία είχε τη στάση: «Αφού αυτοκτόνησε… ας προχωρήσουμε».

Αλλά πώς να προχωρήσει; Αντίθετα, τα τελευταία δύο χρόνια η Roome προσπαθεί να βρει την αλήθεια, να κατανοήσει κάτι απολύτως ακατανόητο και αυτό σημαίνει να δώσει μάχη για να έχει πρόσβαση στα δεδομένα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης του γιου της.
Η Roome είναι πλέον μέλος της ομάδας Bereaved Families for Online Safety, που έχει αγωνιστεί για νομοθετική αλλαγή μέσω του Online Safety Act και του νομοσχεδίου για τα δεδομένα (χρήση και πρόσβαση). Βάσει αυτών, οι εταιρείες τεχνολογίας θα υποχρεούνται να παρέχουν ιστορικό εφαρμογών ενός χρήστη, εφόσον ζητηθεί από ιατροδικαστή. Η επώδυνη εμπειρία της οικογένειας της Molly Russell ανέδειξε την ανάγκη για αυτό. Μετά την αυτοκτονία της 14χρονης Molly, οι γονείς της χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να αποκτήσουν πρόσβαση στους λογαριασμούς της και αποκάλυψαν φρικιαστικό περιεχόμενο που, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, συνέβαλε σημαντικά στον θάνατό της.
Για τη Roome, η νομοθετική αλλαγή είναι θετική αλλά όχι επαρκής. Ζητά ένα εθνικό σύστημα κατά το οποίο ο ιατροδικαστής, μόλις ενημερωθεί για τον θάνατο ενός παιδιού, να αιτείται αυτόματα από την Ofcom εντολή προς τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης να διασφαλίσουν τα δεδομένα του παιδιού. «Θα έπρεπε να είναι τόσο αυτονόητο όσο η νεκροψία ή η τοξικολογική εξέταση», λέει. «Θα δείξει με ποιον μιλούσαν, τι είχαν στο μυαλό τους, τι περιεχόμενο αναζητούσαν και τι τους προτεινόταν. Όλη η ζωή ενός νέου ανθρώπου είναι στο τηλέφωνό του».
Προς το παρόν, φαίνεται να μην υπάρχει κανένα σύστημα. «Έχω έρθει κοντά με πολλούς γονείς που έχουν χάσει τα παιδιά τους και όλοι έχουμε τελείως διαφορετικές εμπειρίες», λέει. «Ο γιος της Ros Dowey, Murray, αυτοκτόνησε και μέσα σε δύο εβδομάδες η Αστυνομία της Σκωτίας είχε αποκτήσει πρόσβαση στο κινητό του, διαπίστωσε ότι ήταν θύμα εκβιασμού και εντόπιζε τους δράστες. Το κινητό του Jools απλώς έμεινε σε ένα συρτάρι. Στην περίπτωση της Mia Janin που αυτοκτόνησε στα 14, επειδή δεχόταν bullying, η Αστυνομία έχασε το κινητό και την κάρτα SIM [ανακτήθηκαν αργότερα]. Πώς γίνεται να υπάρχει τέτοια διαφορά; Οι γονείς, σοκαρισμένοι και μουδιασμένοι, ρωτούν: “Τι συνέβη στο παιδί μας;” και υπάρχει τόσο λίγη φροντίδα».
Τον πρώτο χρόνο μετά τον θάνατο του Jools, η Roome δεν είχε δύναμη για τίποτα. «Πάλευα να αναπνεύσω», λέει. «Κατέρρευσα και απλώς υπήρχα. Ήμουν σε άρνηση. Τρία χρόνια μετά, ακόμη περιμένω να μπει από την πόρτα». Πίστευε ότι η ιατροδικαστική εξέταση θα έδινε όλες τις απαντήσεις. «Περίμενα να ακούσω: “Αυτό συνέβη και αυτός είναι ο λόγος”». Αντί γι’ αυτό, δεν έμαθαν τίποτα. «Ήμασταν μόνο εγώ, ο πατέρας του Jools, ο τότε σύντροφός μου, και ο ιατροδικαστής τελείωσε σε μισή ώρα», λέει. Τους δόθηκε ένας φάκελος με καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένων φίλων του Jools, κανείς εκ των οποίων δεν είχε παρατηρήσει ψυχολογικά προβλήματα. (Οι φίλοι του πιστεύουν ότι η blackout πρόκληση είναι η μόνη λογική εξήγηση.) «Ο ιατροδικαστής είπε: “Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος ότι είχε αυτοκτονική διάθεση”», λέει η Roome. Έτσι, η ληξιαρχική πράξη θανάτου του Jools περιλαμβάνει μόνο περιγραφή του τρόπου θανάτου του. «Βγήκαμε από εκεί και σκεφτήκαμε: “Και τώρα τι;“».
Η επιστροφή στην παλιά της ζωή ήταν αδύνατη. Η Roome διατηρούσε μια εταιρεία χρηματοοικονομικών. «Θυμάμαι να προσπαθώ να επιστρέψω στη δουλειά, είχα υπαλλήλους που εξαρτώνταν από μένα και άκουγα ανθρώπους να παραπονιούνται για τον καφέ. Σκέφτηκα: “Πρέπει να φύγω”. Αποφάσισα να πουλήσω την επιχείρηση και μετά να αναζητήσω απαντήσεις. Και αυτό ακριβώς έκανα. Την πούλησα τον Μάρτιο του 2024. Μετά, επέστρεψα ως μαχήτρια».
Το πρώτο της βήμα ήταν να επικοινωνήσει με τις εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης και να ζητήσει τα δεδομένα του Jools. «Ακόμα και η επικοινωνία μαζί τους ήταν δύσκολη και χρονοβόρα», λέει. «Το Instagram απάντησε: “Δεν μπορούμε να παρέχουμε προσωπικά μηνύματα χωρίς νόμιμη δικαστική εντολή“. Το TikTok κανόνισε μια κλήση μέσω Zoom και μου είπαν ότι μπορεί να έχουν διαγράψει τα δεδομένα. Δεν είπαν ότι τα διέγραψαν – μόνο ότι “ίσως” να έχουν διαγραφεί», λέει η Roome. «Η απάντηση είναι πάντα πως, χωρίς δικαστική εντολή, δεν δίνουν τίποτα».

Στη συνέχεια, άρχισε να πιέζει πολιτικούς και να συναντά βουλευτές. Η ηλεκτρονική της αίτηση για το δικαίωμα πρόσβασης των γονέων στους λογαριασμούς των παιδιών τους συγκέντρωσε περισσότερες από 120.000 υπογραφές μέσα σε εννέα ημέρες και συζητήθηκε στο Κοινοβούλιο. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, η βουλευτής Caroline Voaden περιέγραψε συνάντηση με υψηλόβαθμα στελέχη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αναφέροντας τις «θλιβερές δικαιολογίες» για τη μη παροχή των δεδομένων του Jools. «Είπαν ότι θα τους επέβαλαν πρόστιμο αν τα έδιναν. Από ποιον; Ποιος θα τους μηνύσει;», διερωτήθηκε. «Πρόκειται για μια θλιβερή προσπάθεια αποφυγής της αρνητικής δημοσιότητας, αν αποκαλυφθεί ότι η ζωή του Jools έληξε λόγω μιας διαδικτυακής πρόκλησης. Είναι θέμα προστασίας της φήμης τους. Πιστεύω ότι φοβούνται τις αγωγές». Η Roome συμφωνεί: «Ποιον προστατεύουν; Θα έπρεπε να λένε: “Ορίστε, γονείς που χάσατε το παιδί σας, μακάρι να βρείτε απαντήσεις”. Πιστεύω ότι προστατεύουν τον εαυτό τους».
Ο Guardian επικοινώνησε επίσης με το Instagram. Εκπρόσωπος της εταιρείας ζήτησε συγγνώμη για την καθυστέρηση απάντησης στη Roome, την οποία απέδωσε σε αχρησιμοποίητη διεύθυνση email, κάτι που διορθώθηκε. Το Instagram δημιούργησε νέα δυνατότητα μέσω της οποίας οι γονείς μπορούν να αιτηθούν και να κατεβάσουν το ιστορικό του λογαριασμού του παιδιού τους, τις δημοσιεύσεις που αλληλεπιδρούσε και τους λογαριασμούς που ακολουθούσε. Η εταιρεία προσφέρθηκε να βοηθήσει τη Roome να χρησιμοποιήσει αυτή τη δυνατότητα.

Όταν ο Guardian απευθύνθηκε στην TikTok, η εταιρεία αρνήθηκε να προβεί σε επίσημη δήλωση, ωστόσο υποστήριξε πως δεν προσπαθεί να εμποδίσει την Ellen Roome να λάβει απαντήσεις. Σύμφωνα με την TikTok, είναι νομικά υποχρεωμένη να διαγράφει προσωπικά δεδομένα, εκτός εάν λάβει επίσημο αίτημα από τις αστυνομικές αρχές για τη διατήρησή τους. Μέχρι το 2024, όταν η εταιρεία κλήθηκε να παρέχει πληροφορίες για τον λογαριασμό του Jools, αυτός δεν ήταν πλέον διαθέσιμος.
Η Roome όμως δεν το πιστεύει. Έχει πλέον πίσω το τηλέφωνο του Jools, έχει καταφέρει να ξεκλειδώσει το PIN και πλήρωσε 20.000 λίρες για εξειδικευμένη ανάλυση. Αν και μπορεί να δει τον λογαριασμό TikTok του γιου της, μεγάλο μέρος του περιεχομένου είναι θαμπό και μη προσβάσιμο, χωρίς να γνωρίζει τον λόγο. Ωστόσο, κάθε μη διαθέσιμο βίντεο έχει έναν μοναδικό αριθμό ταυτοποίησης (ID). Αυτή τη στιγμή, προσφεύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας να διεξαχθεί νέα ιατροδικαστική έρευνα, προκειμένου να μπορέσει ο ιατροδικαστής να αιτηθεί επίσημα τα δεδομένα του Jools. Παράλληλα, έχει κινηθεί νομικά κατά της TikTok, διεκδικώντας αποζημίωση για τον άδικο θάνατο του γιου της, μαζί με τρεις ακόμα γονείς που θεωρούν πως τα παιδιά τους πέθαναν συμμετέχοντας σε διαδικτυακή πρόκληση τύπου «blackout challenge». Ένα από τα παιδιά, ο 13χρονος Isaac Kenevan, είχε στο κινητό του τρία βίντεο (το ένα με το λογότυπο της TikTok) στα οποία φαινόταν να λιποθυμά εσκεμμένα και να ανακτά τις αισθήσεις του γελώντας. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία σχετικά με τις συνθήκες των θανάτων που οδηγούν τους γονείς να πιστεύουν ότι δεν επρόκειτο για αυτοκτονία. «Ο Θεός να μας φυλάξει αν ακούσει κανείς τις συνομιλίες μας – έχουμε συζητήσει με κάθε λεπτομέρεια και συγκρίνει τις ομοιότητες», λέει η Roome. «Στην αγωγή, αρκεί να αποδείξουμε ότι υπάρχει 50% πιθανότητα τα γεγονότα να οφείλονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να προχωρήσει η υπόθεση… και τότε θα είναι υποχρεωμένοι να δώσουν τα δεδομένα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η TikTok, από την πλευρά της, δηλώνει πως η πρόκληση τύπου blackout έχει απαγορευθεί από την πλατφόρμα από το 2020 και ότι δεν έχει εντοπίσει αποδείξεις ότι έχει επανεμφανιστεί ως τάση. Η Roome, ωστόσο, διαφωνεί και λέει ότι έχει δεχτεί επικοινωνία από γονείς που πιστεύουν πως τα παιδιά τους συμμετείχαν πρόσφατα στην πρόκληση, με κάποιες περιπτώσεις να φτάνουν μέχρι και τον τρέχοντα μήνα.
Προς το παρόν, αυτός ο αγώνας έχει γίνει η ζωή της. «Χάνω χρήματα κάθε μήνα και κάποια στιγμή θα χρειαστεί να επιστρέψω σε εργασία πλήρους απασχόλησης», λέει. Επιπλέον, θα πρέπει να φύγει από το σπίτι της, το οποίο είχε αγοράσει με τον σύντροφό της, καθώς έχουν πλέον χωρίσει. «Δεν είμαι έτοιμη να φύγω ακόμη, δεν είμαι έτοιμη να μαζέψω τα πράγματα του Jools», λέει. «Το δωμάτιό του παραμένει ακριβώς το ίδιο. Έπλυνα όλα τα ρούχα που ήταν στο καλάθι του και τα ξαναέβαλα στο συρτάρι. Πλένω και τα σεντόνια του πού και πού, παρόλο που αυτό μοιάζει παράξενο, αφού ξέρω πως δεν θα κοιμηθεί ποτέ ξανά εκεί».
Δύο φορές τον χρόνο, στην επέτειο του θανάτου του Jools και στα γενέθλιά του τον Ιούλιο, το δωμάτιο γεμίζει από τους φίλους του. «Το λατρεύω», λέει. «Μαζεύονται παπούτσια στην είσοδο, κάτω από τις σκάλες. Πέρυσι ήρθαν με αυτοκίνητα, όλοι μάθαιναν να οδηγούν. Αυτό με δυσκόλεψε πολύ. Φέτος τον Ιούλιο, ο Jools θα έκλεινε τα 18. Ένα από τα κορίτσια φέρνει κέικ με γεύση λεμόνι, ήταν το αγαπημένο του».
Ίσως να μην υπάρξουν ποτέ απαντήσεις. «Από την αρχή λέω ότι δεν ξέρουμε αν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπαιξαν ρόλο», λέει η Roome, «αλλά είναι το μόνο πράγμα που δεν έχουμε ελέγξει. Αν φτάσω στο τέλος όλης αυτής της διαδικασίας και έχουμε ελέγξει τα πάντα και ακόμη δεν ξέρουμε, ίσως τότε να πρέπει να το αποδεχτώ». Σταματά για λίγο και προσθέτει: «Αλλά αν στο τέλος διαπιστώσουμε ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπαιξαν ρόλο, δεν πρόκειται να τους αφήσω να ξεφύγουν. Δεν μου έχει μείνει τίποτα άλλο να χάσω».