Ο 20ος αιώνας ήταν ο αιώνας του πετρελαίου. Αν και ο «μαύρος χρυσός» παραμένει ακόμη εξαιρετικά κρίσιμος, ο 21ος αιώνας εκτιμάται πως θα είναι ο αιώνας της «πράσινης» ενέργειας. Ο «μαύρος χρυσός» παραδίδει σταδιακά τη σκυτάλη στις άλλοτε «σπάνιες γαίες», όπως τις αποκαλούσαν. Πρόκειται για τα μέταλλα που αποτελούν τα βασικά στοιχεία για την ανάπτυξη των σύγχρονων τεχνολογιών και τη μείωση της εκπομπής άνθρακα.

Για παράδειγμα το νεοδύμιο χρησιμοποιείται στους μαγνήτες των ανεμογεννητριών, των ηλεκτρικών  οχημάτων και άλλων τεχνολογιών ζωτικής σημασίας για την πράσινη μετάβαση. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο «λευκός χρυσός». Το μέχρι πρόσφατα «ταπεινό» λίθιο έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πολυτιμότερα μέταλλα στον σύγχρονο κόσμο, καθώς είναι απαραίτητο για την κατασκευή μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων και όχι μόνο.

Η παγκόσμια αγορά «σπάνιων γαιών» αναμένεται για το 2023 σε 9 δισεκατομμύρια δολάρια, ωστόσο προβλέπεται να υπερδιπλασιαστεί σε 10 χρόνια στα 21  δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με την Project Blue, μια εταιρεία συμβούλων κρίσιμων μετάλλων.

Η ηγεμονία της Κίνας

Κάποτε τις αποκαλούσαν «σπάνιες» γιατί πίστευαν πως υπήρχαν σε περιορισμένες ποσότητες. Ωστόσο αυτού του τύπου τα μέταλλα υπάρχουν σε αφθονία και εντοπίζονται σταδιακά σε όλο τον κόσμο. Καμία όμως άλλη χώρα δεν τα έχει εκμεταλλευτεί όπως η Κίνα. Η χώρα έχει από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα στον κόσμο, όμως δεν επαναπαύθηκε στην επάρκειά της. Αναγνωρίζοντας τη στρατηγική σημασία αυτών των πόρων εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες, έχει θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο για τον έλεγχο τους σε πολλές περιοχές του κόσμου και κυρίως στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική.

Σφυρηλατώντας στενούς δεσμούς με κράτη της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, που απαξιώθηκαν για δεκαετίες από τη Δύση, κατάφερε να ενισχύσει την επιρροή της για τον έλεγχο των μεγαλύτερων αποθεμάτων. Με αυτόν τον τρόπο, αλλά και με τους δικούς της πλούσιους πόρους, έχει αποκτήσει μια κυρίαρχη θέση στην παραγωγή οξειδίων των πολύτιμων σήμερα μετάλλων, αφήνοντας τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις να τρέχουν πίσω της ασθμαίνοντας.

Είναι ενδεικτικά ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζονται από τους Financial Times. Η μη κινεζική παραγωγή οξειδίων «σπάνιων γαιών» στον κόσμο τετραπλασιάστηκε από το 2015 έως το 2022 φτάνοντας τους 90.000 τόνους. Την ίδια στιγμή, η Κίνα διπλασίασε την παραγωγή της από τους 105.000 τόνους σε 210.000 τόνους το 2022, ξεπερνώντας κατά πολύ τα μεγέθη που πέτυχαν όλες οι άλλες χώρες μαζί. Και η δυναμική της διαρκώς ενισχύεται. Το 2023, η Κίνα αντιπροσώπευε το 70% της παραγωγής εξόρυξης σπάνιων γαιών από 58% το 2021.

Μάλιστα ενώ για το τελικό προϊόν απαιτείται μια περίπλοκη και εξαιρετικά εξειδικευμένη διαδικασία πολλαπλών σταδίων, η Κίνα κατάφερε όχι μόνο να κυριαρχεί στην εξόρυξη, αλλά με μια μακροπρόθεσμη βιομηχανική στρατηγική, υποστηριζόμενη από γενναίες κρατικές επιδοτήσεις, αναδείχθηκε σε ηγέτιδα δύναμη και σε κάθε φάση της διαδικασίας επεξεργασίας. Στην κινέζικη στρατηγική για την κυριαρχία στον τομέα προστίθενται και οι προστατευτικοί έλεγχοι σε εισαγωγές και εξαγωγές.

Το πρόβλημα της Ευρώπης

Η ηγεμονική της θέση αποτελεί ένα τεράστιο ζήτημα για τη Δύση. Ιδιαίτερα στην ΕΕ, που εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την Κίνα για την προμήθεια και επεξεργασία των σπάνιων γαιών, οι υπεύθυνοι της χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν το εξής κρίσιμο ερώτημα: Μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι της «πράσινης μετάβασης» χωρίς τη συνεργασία με το Πεκίνο και χωρίς την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας και της οικονομικής ανταγωνιστικότητάς της.  

Ειδικοί επισημαίνουν πως οι «σπάνιες γαίες» αποτελούν το «σύμβολο όλων των προβλημάτων που έχει η Ευρώπη με τις κρίσιμες πρώτες ύλες». Ακόμη και σε τεχνολογικούς τομείς που η Ευρώπη ηγείται της παγκόσμιας αγοράς, όπως για παράδειγμα η παραγωγή ανεμογεννητριών, εξακολουθεί να εξαρτάται από κρίσιμα εξαρτήματα από την Κίνα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ηλεκτρικά οχήματα, αλλά και με άλλες καινοτόμες τεχνολογίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για ένα πιο «πράσινο μέλλον».  

Και όσο η ζήτηση αυξάνεται, τόσο αυξάνεται και η εξάρτηση. Η ΕΕ έχει πληγωθεί πρόσφατα από την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια και αναγνωρίζει την εξελισσόμενη κατάσταση ως μια πολύ σοβαρή απειλή. Οι ισορροπίες γίνονται ακόμη πιο δύσκολες εξαιτίας των νέων δεδομένων που έχουν διαμορφωθεί από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την αναζωπύρωση της έντασης στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.

Το σχέδιο των Βρυξελλών

Η ευρωπαϊκή ζήτηση για σπάνιες γαίες αναμένεται να πενταπλασιαστεί μέχρι το 2030. Η Κομισιόν, έχοντας χαρακτηρίσει περισσότερες από 30 πρώτες ύλες ως κρίσιμες λόγω της βαρύτητάς τους στην τεχνολογική ανάπτυξη, εξετάζει τρόπους διεύρυνσης των προμηθευτών ώστε να περιοριστεί κατά το δυνατόν η αγκίστρωση από την Κίνας. Αξιωματούχοι της ΕΕ έχουν επισημάνει την ανάγκη προώθησης μιας «διπλωματίας  κρίσιμων πρώτων υλών» με άλλα έθνη για να καλυφθεί τυχόν έλλειμμα από την Κίνα.

Αλλά είναι κοινή διαπίστωση πως δεν είναι εύκολο να ξεπεράσεις την ανοδική πορεία της Κίνας. Η Αμάντα Λακαζέ, διευθύνουσα σύμβουλος της Lynas, της μεγαλύτερης μη κινεζικής εταιρείας εξόρυξης σπάνιων γαιών στον κόσμο, παραδέχτηκε στους Financial Times: «Μέχρι να  αποκτήσουμε μια κρίσιμη μάζα που θα λειτουργεί εκτός Κίνας, η Κίνα θα ελέγχει τα νήματα στην αγορά».

Η Αυστραλία, με την οποία διαπραγματεύεται η ΕΕ μια εμπορική συμφωνία, αντιπροσωπεύει μόλις το 6% της παγκόσμιας εξόρυξης σπάνιων γαιών. Οι ΗΠΑ έχουν φιλόδοξα σχέδια, αλλά έχουν ακόμη δρόμο να διανύσουν. Υπάρχει μόνο μία εγκατάσταση εξόρυξης  σπάνιων γαιών στη χώρα, το ορυχείο Mountain Pass της Καλιφόρνια, και μόλις πρόσφατα τέθηκε σε λειτουργία από την MP Materials μια μονάδα επεξεργασίας των σπάνιων γαιών.

Στην Ευρώπη τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Σύμφωνα πάντα με τους Financial Times, αυτή τη στιγμή υπάρχει μια εγκατάσταση για την επεξεργασία σπάνιων γαιών για παραγωγή μο΄νιμων μαγνητών στην Εσθονία και υπάρχουν σχέδια για την κατασκευή μιας ακόμη στη Γαλλία.

Μια ελπίδα για κάποιο περιορισμό των εισαγωγών σπάνιων γαιών γεννήθηκε τον Ιανουάριο, όταν η κρατική εταιρεία εξόρυξης της Σουηδίας LKAB  ανακοίνωσε ότι ανακάλυψε το μεγαλύτερο κοίτασμα σπάνιων γαιών στην Ευρώπη. Όμως η πραγματικότητα είναι πως το απόθεμα που εντοπίστηκε υπολείπεται της αναγκαίας ποσότητας που θα μπορούσε να προσφέρει μια ανεξαρτησία στην ΕΕ. Εξάλλου η διαδικασία για να ξεκινήσει η εξόρυξη χρειάζεται ακόμη αρκετά χρόνια και θα πρέπει να ξεπεραστούν μια σειρά από περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα.

Ο νόμος περί κρίσιμων πρώτων υλών (CRMA) που προτάθηκε τον Μάρτιο περιλαμβάνει μέτρα, όπως η επιτάχυνση των αδειών για εξορύξεις, ο καθορισμός στρατηγικών έργων ως  επιλέξιμων για χρηματοδότηση και ο καθορισμός στόχων για εγχώρια προμήθεια,  παραγωγή και ανακύκλωση. Προβλέπει επίσης μέτρα για τη δημιουργία κέντρων παραγωγής μόνιμων μαγνητών, το 94%  των οποίων προέρχεται σε αυτή τη φάση από την Κίνα. Ειδικοί του κλάδου, εταιρείες εξόρυξης και επεξεργασίας σπάνιων γαιών τονίζουν πως χρειάζονται περισσότερα και πιο γενναία βήματα, υπογραμμίζοντας πως το Πεκίνο επιδοτεί τη βιομηχανία του, ελέγχει την αγορά και τις τιμές και κατέχει σημαντικό τεχνολογικό πλεονέκτημα.

Κοινή παραδοχή

Εν τέλει λίγοι πιστεύουν πως η Ευρώπη μπορεί πραγματικά να αντικαταστήσει πλήρως την Κίνα ως προμηθευτή. Διπλωμάτες, ειδικοί και στελέχη του κλάδου λένε ότι η αλήθεια είναι ότι ενώ η Ευρώπη μπορεί να  διαφοροποιήσει ελαφρώς την αλυσίδα εφοδιασμού της, δεν μπορεί να επιτύχει τους κλιματικούς της στόχους χωρίς την Κίνα. Εξακολουθεί να είναι ο σημαντικότερος παίκτης και θεωρείται αδύνατο να καλυφθεί βραχυπρόθεσμα – σε διάρκεια μερικών χρόνων – ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο δημιουργήθηκε εδώ και τρεις δεκαετίες.

Ένας ανώτερος διπλωμάτης της ΕΕ, μιλώντας στους Financial Times, αναγνωρίζει ότι είναι πολύ αργά για την Ευρώπη να τερματίσει την εξάρτησή της από την Κίνα για σπάνιες γαίες και άλλα κρίσιμα  μέταλλα. Αυτό που προσπαθεί να κάνει η Ευρώπη, σημειώνει, είναι «σαν να προσπαθείς  να επισκευάσεις ένα αυτοκίνητο που βρίσκεται σε κίνηση». Ωστόσο, επιμένει, πως ο στόχος είναι η διαφοροποίηση της οικονομίας και όχι ο ριζικός μετασχηματισμός της. «Η ιδέα είναι να μην σταματήσουμε τις συναλλαγές με την Κίνα», αλλά να δημιουργήσουμε μια πιο υγιής σχέση και πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί με τα μηνύματα, αναφέρει και καταλήγει: «Δεν θέλουμε  να ανταγωνιζόμαστε την Κίνα, αλλά ούτε να εξαρτόμαστε από αυτήν».