Αρχικά τα όνειρά της για να σπουδάσει ιατρική διαλύθηκαν ύστερα από την απόφαση των Ταλιμπάν να απαγορεύσουν την εκπαίδευση στις γυναίκες. Στη συνέχεια η οικογένειά της την υποχρέωσε σε αναγκαστικό γάμο με ένα ξάδερφό της, εθισμένο στις ουσίες. Η Λατίφα ένιωσε πως της είχαν αρπάξει το μέλλον της. Ο Guardian παρουσιάζει ιστορίες και στοιχεία που καταδεικνύουν την επιδημία αυτοκτονιών γυναικών στο Αφγανιστάν και τα αίτια της.

«Είχα δύο επιλογές: να παντρευτώ έναν εθισμένο στις ουσίες και να ζήσω μια ζωή μιζέριας ή να αυτοκτονήσω», είπε η 18χρονη σε τηλεφωνική συνέντευξη από το σπίτι της στην κεντρική επαρχία Ghor. «Επέλεξα το δεύτερο»…

Από τότε που οι Ταλιμπάν ανέλαβαν τον έλεγχο του Αφγανιστάν, το καλοκαίρι του 2021, υπήρξε μια κατακόρυφη αύξηση στον αριθμό των γυναικών που έχουν αυτοκτονήσει ή έχουν αποπειραθεί να δώσουν τέλος στη ζωή τους. Τα τραγικά στοιχεία συλλέχθηκαν από δημόσια νοσοκομεία και κλινικές ψυχικής υγείας περιοχές του Αφγανιστάν.

Επίσημα οι αρχές του Ταλιμπάν δεν έχουν δημοσιεύσει στοιχεία για αυτοκτονίες και έχουν απαγορεύσει στους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας να δημοσιοποιούν στατιστικά στοιχεία, τονίζουν γιατροί.

Ωστόσο ορισμένοι εργαζόμενοι συμφώνησαν να δημοσιοποιήσουν ιδιωτικά κάποια στοιχεία σε συνεργασία με διεθνή ΜΜΕ και ΜΚΟ ώστε να αναδείξουν την τραγωδία που συντελείται στη χώρα και την κρίση στη δημόσια υγεία. Τα εν λόγω στοιχεία αφορούν την περίοδο από τον Αύγουστο του 2021 έως τον Αύγουστο του 2022.

Πρόκειται για επιμέρους στοιχεία, ωστόσο, όπως αναφέρει ο Guardian, καλύπτουν επαρχίες στις οποίες διαβιούν ποικιλοτρόπως οι κύριες εθνοτικές ομάδες του Αφγανιστάν και αντανακλούν την ζοφερή πραγματικότητα και την απόγνωση των γυναικών στη χώρα.

Αξιωματούχοι του ΟΗΕ και ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν σημάνει τον κώδωνα για την απότομη αύξηση του αριθμού των γυναικών που βάζουν τέλος στη ζωή τους ή επιχειρούν το απονενοημένο διάβημα. Το τραγικό φαινόμενο συνδέεται με τους περιορισμούς των Ταλιμπάν σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας των γυναικών, από την απαγόρευση της εκπαίδευσης πάνω από το στοιχειώδες επίπεδο και τον αποκλεισμό από τις περισσότερες εργασίες μέχρι τις απαγορεύσεις εισόδου σε πολλούς δημόσιους χώρους, σε πάρκα και λουτρά.

Στο σύνολο των 11 επαρχιών για τις οποίες διέρρευσαν στοιχεία, πάνω από το 75% των καταγεγραμμένων αυτοκτονιών ή των αποπειρών αυτοκτονίας είναι γυναίκες. Οι Ταλιμπάν αρνήθηκαν  επανειλημμένα να σχολιάσουν τα ποσοστά των αυτοκτονιών και τα δεδομένα που συλλέχθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, που αποκαλύπτει – μόνο σε ένα βαθμό – την απελπισία των γυναικών στο Αφγανιστάν.

Αξίζει να σημειωθεί πως η αυτοκτονία θεωρείται μια ντροπιαστική πράξη στο Αφγανιστάν και συχνά συγκαλύπτεται από συγγενείς και το στενό περιβάλλον του θύματος. Ορισμένες γυναίκες που επιχειρούν να αυτοκτονήσουν δεν θα μεταφερθούν για θεραπεία και κάποιες που πεθαίνουν μπορεί να ταφούν χωρίς να έχουν καταγραφεί ότι αυτοκτόνησαν.

Η Ρόγια, 31 ετών, βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της στην πόλη Χεράτ τον Μάιο του 2022, μετά από χρόνια συμβίωσης με έναν κακοποιητικό σύζυγο. Ο μικρότερος αδερφός της έλεγε συχνά στους γονείς τους για τις επιθέσεις του συζύγου της, αλλά εκείνοι την προέτρεπαν να μην τον αφήσει. «Κάθε φορά, οι γονείς μου την έπειθαν να κρατήσει την οικογένειά της ενωμένη», είπε ο Μοχάμαντ. «Ένα πρωί, ενημερωθήκαμε ότι η Ρόγια είχε δώσει τέλος στη ζωή της. Ποτέ δεν πιστεύαμε ότι θα έφτανε τόσο μακριά».

Η οικογένεια υποστήριξε στον κοινωνικό της περίγυρο ότι πέθανε από κάποια ασθένεια, επειδή η αυτοκτονία θεωρείτε ντροπιαστική και μη αποδεκτή σε ακραίες ισλαμιστικές κοινωνίες.

Ο Σαχαρζάντ Ακμπάρ, πρώην πρόεδρος της Ανεξάρτητης Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Αφγανιστάν –μια οργάνωση που κυνηγήθηκε μετά την εξέγερση των Ταλιμπάν και συνεχίζει τη δράση της από την εξορία – δήλωσε ότι το κοινωνικό στίγμα σημαίνει ότι τέτοια μυστικότητα ήταν συνηθισμένη.

«Η σπάνια περίπτωση που [συγγενείς] παραδέχονται πρόθυμα την αυτοκτονία είναι όταν δεν θέλουν κανένα μέλος της οικογένειας να κατηγορηθεί για φόνο», υπογράμμισε ο Ακμπάρ, ο οποίος είναι τώρα εκτελεστικός διευθυντής της Rawadari, μιας νέας αφγανικής οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η απώλεια της ελευθερίας και της ελπίδας, η αύξηση των καταναγκαστικών γάμων και μάλιστα πριν από την ενηλικίωση και η ενδοοικογενειακή κακοποίηση έχουν οδηγήσει τις γυναίκες σε ένα νοσηρό αδιέξοδο, ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι ενδεικτικό πως περίπου το 90% των εισαγωγών για προβλήματα ψυχικής υγείας στο επαρχιακό νοσοκομείο στο δυτικό Χεράτ ήταν γυναίκες που «κατάρρευσαν υπό το βάρος των νέων περιορισμών», δήλωσε ένας γιατρός.

Εννέα στις δέκα γυναίκες στο Αφγανιστάν υφίστανται κάποια μορφή ενδοοικογενειακής βίας, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, τα οποία επικαλείται ο Guardian. «Ο μηχανισμός αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας έχει εξαλειφθεί τελείως. Οι γυναίκες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να υποστούν τη βία ή να αυτοκτονήσουν», αναφέρει ο Ακμπάρ.

Την ίδια στιγμή, οι Ταλιμπάν ενισχύουν τους ελέγχους και τις απαγορεύσεις σε κάθε πτυχή της ζωής των γυναικών, με πιο πρόσφατη την απαγόρευση των ινστιτούτων αισθητικής.

Όταν η Λατίφα ξύπνησε σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου περιτριγυρισμένη από οικογένεια και γιατρούς, της είπαν ότι ο ξάδερφός της, τον οποίο της τον προόριζαν για σύζυγο, εξαφανίστηκε αφού έμαθε για την απόπειρα αυτοκτονίας της. Η Λατίφα ανησυχεί μήπως επιστρέψει, λέγοντας πως εάν αυτό συμβεί τότε θα προσπαθήσει ξανά να αυτοκτονήσει. «Αν επιστρέψει και η οικογένειά μου προσπαθήσει να με αναγκάσει να παντρευτώ ξανά, θα φροντίσω να μην επιβιώσω», λέει στον Guardian.

Και δεν είναι η μοναδική που βλέπει την αυτοκτονία ως τη μόνη εναπομείνασα δυνατή μορφή αντίδρασης σε μια χώρα όπου οι αρχές επιδιώκουν να απομακρύνουν τις γυναίκες από τη δημόσια ζωή εντελώς. «Δεν έχουν πολλά περιθώρια να εκφράσουν τις διαμαρτυρίες και τις διαφωνίες τους», είπε η Τζούλι Μπιλό, καθηγήτρια ανθρωπολογίας στο Ινστιτούτο Μεταπτυχιακών Σπουδών της Γενεύης και συγγραφέας του «Kabul Carnival», ενός βιβλίου για την πολιτική των φύλων στο μεταπολεμικό Αφγανιστάν. «Η απόγνωση κατακάθεται. Ίσως η αυτοκτονία να είναι η τελευταία προσπάθεια εκείνων που δεν τους έχουν αφήσει πλέον καμία δύναμη για να πουν κάτι και να ακουστούν».

* Σημειώνεται πως τα ονόματα έχουν αλλάξει για την ασφάλεια των προσώπων που μίλησαν στον Guardian