Το νερό της καταστροφής είχε μπει για τα καλά σε ένα αναπόδραστο αυλάκι, όχι γιατί έτσι το ήθελε η μοίρα, αλλά γιατί το αποφάσισε ο άνθρωπος.

Μια εταιρία και μια κυβέρνηση, συγκεκριμένα, που εργάστηκαν αρμονικά αποκρύπτοντας στοιχεία και υποβαθμίζοντας τον κίνδυνο, παίζοντας έτσι αυτάρεσκα με την ανθρώπινη ζωή.

Και όταν η καταστροφή συνέβη και ο αριθμός των νεκρών άγγιξε τους 2.000, η λέξη «ευθύνη» θα ήταν και πάλι άγνωστη για τους εμπλεκόμενους.

Η αστοχία του φράγματος Βάιοντ στις 9 Οκτωβρίου 1963 στέκει ακόμα και σήμερα ορόσημο αυθαιρεσίας και διαφθοράς. Ακόμα και όταν διακυβεύονται ανθρώπινες ζωές.

Ιδιωτική εταιρία και ιταλική κυβέρνηση δεν είναι μόνο ότι υποεκτίμησαν τον κίνδυνο. Είναι ότι κατέστρεψαν επιβαρυντικά στοιχεία, απέκρυψαν αναφορές και προσπάθησαν να απεκδυθούν κάθε ευθύνη.

Ήθελαν να δρέψουν τις δάφνες για το «μεγαλύτερο φράγμα του κόσμου» και δεν θα άφηναν ενοχλητικές λεπτομέρειες όπως η γεωλογική αστάθεια να σταθούν εμπόδιο.

Αυτή είναι η ιστορία μιας καταστροφής που έφτιαξε αποκλειστικά ο άνθρωπος για τον άνθρωπο…

Το στολίδι της μεταπολεμικής Ιταλίας

Η κοιλάδα του ποταμού Πιάβε στις Ιταλικές Άλπεις παραμένει ένας ειδυλλιακός τόπος, πνιγμένος στη φύση και το πράσινο. Μόνο τα γραφικά χωριουδάκια διακόπτουν τη μεγαλειότητα της φύσης και μια επίσκεψη σήμερα δεν θα θυμίσει σε τίποτα την ανείπωτη τραγωδία που συνέβη εκεί το 1963.

Όσο κινείσαι όμως από τις νότιες παρυφές των Άλπεων προς τον βορρά, το μάτι θα πέσει αναγκαστικά σε μια απροσδόκητη θέα. Ανάμεσα σε δυο χιονισμένες συνήθως βουνοκορφές θα δεις ένα τεράστιο τείχος από τσιμέντο να γεφυρώνει ένα βαθύ φαράγγι.

Αυτό είναι το φράγμα Βάιοντ, ένα από τα μεγαλύτερα τοξωτά φράγματα του κόσμου σήμερα και στην εποχή του το μεγαλύτερο του πλανήτη. Τα 262 μέτρα του ήταν αξεπέραστα στη δεκαετία του 1960.

Τι το παράξενο έχει το υδροηλεκτρικό φράγμα; Είναι εντελώς άδειο! Στέκει απλώς ως υπόμνηση της δραστικής ανθρώπινης παρέμβασης στη φύση. Αλλά και της καταστροφής που μπορεί να προκαλέσει.

Το φαράγγι της κοιλάδας του Πιάβε είναι επίσης ένα από τα βαθύτερα φαράγγια της υφηλίου και οι πρώτες μελέτες για την υδροηλεκτρική αξιοποίησή του καταφτάνουν ήδη από τις δεκαετίες του 1920 και του 1930.

Ένα τοξωτό φράγμα στο φαράγγι δεν θα ήταν απλώς ένα κόσμημα της μηχανικής που θα θάμπωνε όλο τον πλανήτη, αλλά και ένα έργο πνοής για τη χώρα. Το Βάιοντ θα έδινε ρεύμα σε όλη τη βορειοανατολική Ιταλία.

Το μόνο πρόβλημα; Η κορυφή στα δεξιά του φράγματος, το περίφημο Monte Toc, το «Βουνό που Περπατά», όπως το αποκαλούν διαχρονικά οι ντόπιοι, από την έφεσή του στις κατολισθήσεις.

Παρά ταύτα, η φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι ενέκρινε την κατασκευή του φράγματος κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν θα μακροημέρευε ωστόσο για να το αποπερατώσει.

Θα μακροημέρευε όμως ο υπουργός Οικονομικών του Ντούτσε, ο Giuseppe Volpi di Misurata, ο οποίος ξεπήδησε μεταπολεμικά οικονομικός παράγοντας και αφεντικό της SADE (Società Adriatica di Elettricità), που είχε το μονοπώλιο στην παραγωγή και διανομή του ηλεκτρικού ρεύματος σε όλη τη βορειοανατολική Ιταλία.

Στη δεκαετία του 1950, το μονοπωλιακό καθεστώς της SADE διατηρήθηκε από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις και με το άφθονο χρήμα που έφερε στη χώρα το Σχέδιο Μάρσαλ, ήταν η μεγάλη στιγμή για το φράγμα, ένα όνειρο δεκαετιών.

Όλοι χαιρέτιζαν την κατασκευή του ως τρανό σημάδι τεχνολογικής υπεροχής και κοινωνικής προόδου. Τίποτα δεν μπορούσε να σταθεί ανάχωμα, ούτε καν οι αναλύσεις που παρέθεταν ακόμα και ιστορικές κατολισθήσεις στο βουνό.

Η SADE απαντούσε λέγοντας πως στις δικές της γεωλογικές μελέτες το φαράγγι αποδεικνυόταν «επαρκώς σταθερό», κι έτσι η κατασκευή του ξεκίνησε με πάσα επισημότητα το 1957…

Το χρονικό μιας προδιαγεγραμμένης καταστροφής

Πρακτικές ενδείξεις για την αστάθεια του Monte Toc υπήρξαν ήδη από το 1959, όταν ο νέος δρόμος που φτιάχτηκε στην πλαγιά του βουνού εμφάνισε ρωγμές και καθιζήσεις.

Πολλοί προβληματίστηκαν και τρεις ανεξάρτητες πανεπιστημιακές ομάδες κατέληξαν πως το σημείο ήταν εξαιρετικά ασταθές. «Αν το φράγμα φτιαχτεί, το έδαφος θα καταρρεύσει στη λεκάνη μόλις γεμίσει», υποδείκνυε χαρακτηριστικά η μία από αυτές.

SADE και υπουργείο Δημοσίων Έργων καταχώνιασαν τις ακαδημαϊκές εκτιμήσεις και συνέχισαν απρόσκοπτα την κατασκευή. Το έργο ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1959 και τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς η εταιρία πήρε το πράσινο φως να ξεκινήσει το γέμισμα.

Οι κάτοικοι των οικισμών της κοιλάδας δεν έμοιαζαν ωστόσο τόσο χαρούμενοι. Υπήρχε λόγος, έλεγαν, που ιστορικά το Monte Toc ονομαζόταν «Βουνό που Περπατά». Επιτροπές ανήσυχων πολιτών ξέθαβαν τώρα γεωλογικές μελέτες που έδειχναν πως ακόμα και το ίδιο το φαράγγι ήταν ασταθές.

Ακόμα και τα φυσικά φράγματα της περιοχής κατέρρεαν κάθε τόσο. Τον Μάρτιο του 1959 σκοτώθηκε ένας εργάτης από κατολίσθηση σε κοντινό φράγμα και όλο το καλοκαίρι του 1960 λάμβαναν χώρα μικροκατολισθήσεις.

Τι έκανε η κυβέρνηση για όλα αυτά; Μήνυσε μια σειρά από δημοσιογράφους που δημοσιοποίησαν το θέμα γιατί «υπονόμευαν την κοινωνική τάξη».

Η SADE εντωμεταξύ ήταν σε γνώση όλων αυτών. Δικοί της μηχανικοί επέβλεπαν το έργο και κατέγραφαν διαρκώς τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε το φράγμα με την «πολύπλοκη συμπεριφορά της γεωλογικής αστάθειας», όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά σε εσωτερικό υπόμνημα της εταιρίας.

Οι μελέτες είχαν εντοπίσει παλαιο-κατολισθήσεις στο δεξιό τμήμα της λεκάνης του ταμιευτήρα και ασταθείς ζώνες και στις δύο πλευρές του, λόγω και της δυσμενούς δομής των σχηματισμών.

Ήδη από το 1959 γνώριζαν ότι η κατασκευή του φράγματος προκαλούσε κατολισθήσεις και μικροσεισμούς στην περιοχή.

Τον Νοέμβριο του 1960, με το νερό στον ταμιευτήρα να έχει φτάσει τα 190 μέτρα (από τα προβλεπόμενα 262), έλαβε χώρα μια μεγάλη κατολίσθηση, 800.000 κυβικά μέτρα γης και βράχων έπεσαν μέσα στη λίμνη.

Η SADE πάγωσε τις εργασίες και κατέβασε τη στάθμη του νερού κατά 50 μέτρα, φτιάχνοντας νέα υποστηρίγματα. Τον Οκτώβριο του 1961 ανέβασαν και πάλι το νερό και τον Μάιο του 1962 έφτασε στα 215 μέτρα, τρελαίνοντας τους σεισμογράφους της περιοχής.

Αλλά και τους κατοίκους της κοιλάδας, καθώς οι δονήσεις της γης ήταν αισθητές. Έπιπλα μετακινούνταν στα σπίτια τους και πιάτα έσπαγαν όλη την ώρα. Εταιρία και κυβέρνηση καθησύχαζαν τον κόσμο υποβαθμίζοντας δημοσίως το θέμα.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, η SADE πήρε το πράσινο φως να φτάσει το νερό στο μέγιστο όριο, αποσπώντας τον τίτλο του «ψηλότερου φράγματος του κόσμου».

Το γέμισαν ως το χείλος του δηλαδή παρά τις νέες μελέτες των μηχανικών της SADE (Ιούλιος του 1962) που έλεγαν ότι για λόγους ασφαλείας έπρεπε η στάθμη του νερού να πέσει κατά τουλάχιστον 20 μέτρα.

Τον Μάρτιο του 1963 το φράγμα πέρασε σε εθνικά χέρια, ώστε να γίνει το μεγάλο στολίδι της κρατικής ENEL. Η οποία συνέχισε το ίδιο μοτίβο. Υποβάθμισαν ακόμα και ένα ρήγμα πάνω από 1,5 χιλιόμετρο που εμφανίστηκε στην πλαγιά του βουνού.

Πριν γίνει το φράγμα παγκόσμια είδηση για όλους τους λάθος λόγους, ο αρχιμηχανικός της SADE συνειδητοποίησε ότι το βουνό ήταν εγγενώς ασταθές.

Έγραψε χαρακτηριστικά στην τελευταία του έκθεση πως «μοιάζει μάταιο να αποτρέψεις την κατολίσθηση με τεχνικά μέσα, γιατί όλα τα μέσα που χρειάζεται να μεταχειριστείς υπερβαίνουν τα ανθρώπινα όρια».

Ένα τσουνάμι σε μια κοιλάδα

Τους μήνες πριν από την καταστροφή, όλη η νότια πλευρά του Monte Toc μετακινούνταν συνεχώς, κάποιες φορές ακόμα και κατά 1 ολόκληρο μέτρο τη μέρα. Και πάλι όμως κανείς δεν έδωσε σημασία.

Έδωσαν όμως δυστυχώς οι πάντες στις 9 Οκτωβρίου 1963, στις 22:39 το βράδυ, όταν θα λάμβανε χώρα η κατολίσθηση που έμελλε να γίνει η πιο θανατηφόρα στην ευρωπαϊκή ιστορία: 270 εκατ. κυβικά μέτρα γης και βράχων αποσπάστηκαν από το όρος και ολίσθησαν στον ταμιευτήρα του φράγματος.

Η κατολίσθηση δημιούργησε τσουνάμι, που αναρριχήθηκε στα 235 μέτρα πάνω από το επίπεδο της δεξαμενής. Κάπου 25 εκατ. κυβικά μέτρα νερού υπερπήδησαν το φράγμα, χωρίς να το βλάψουν σοβαρά, και έπνιξαν στο νερό τις κοινότητες της κοιλάδας.

Τα 25 εκατ. κυβικά μέτρα νερού έπεσαν στις κοινότητες από ύψος 500 μέτρων. Το Λονγκαρόνε καταστράφηκε ολοσχερώς, όπως και 5 μικρότερες κοινότητες κοντά στην κωμόπολη. Περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, πάνω από τους μισούς ανθρώπους που κατοικούσαν στους πρόποδες του όρους.

Όταν υποχώρησε το νερό δύο μέρες αργότερα, το μόνο που υποδείκνυε ότι εδώ υπήρχε κάποτε ανθρώπινη παρουσία ήταν ένα καμπαναριό που είχε απομείνει όρθιο. Αλλά και λίγα δέντρα που σημείωναν τη θέση που ήταν κάποτε το Λονγκαρόνε.

«Μία άνευ προηγουμένου εις την πρόσφατον ιστορίαν της Ευρώπης τραγωδία έπληξε σήμερον το πρωί την Βόρειον Ιταλίαν, το τρίτον εις ύψος φράγμα του κόσμου, ο υδατοφράκτης Βάιοντ [Vajont], παρά τας Ιταλικάς Αλπεις», έγραφε χαρακτηριστικά η «Καθημερινή» της εποχής για την ανείπωτη τραγωδία.

«Το αποτέλεσμα υπήρξε να κατακλυσθή η κοιλάς του ποταμού Πιάβε από εκατομμύρια τόνους υδάτων και ιλύος και να καταστραφή πλήρως η πολίχνη Λογκαρόνε καθώς και πέντε άλλα μικρότερα χωρία, τα Σαν Μαρτίνο, Σπέσσα, Πινέντα, Πιράγκο και Κάσσο».

Μερική δικαίωση και αποποίηση ευθυνών

Το μέγεθος της τραγωδίας συγκλόνισε τον κόσμο και βύθισε την Ιταλία στο πένθος. Όλοι ζητούσαν τώρα να αποκτήσει όνομα η ευθύνη. Πώς ήταν δυνατόν ένα τέτοιο κατασκευαστικό θαύμα, που φτιάχτηκε από τους κορυφαίους επιστήμονες και μηχανικούς της χώρας, να αστόχησε σε τέτοιο βαθμό;

Όταν υποχώρησε λοιπόν το νερό και αποκαλύφθηκε το μέγεθος της τραγωδίας, κυβέρνηση, κρατικοί φορείς και κάθε εμπλεκόμενος απέδιδαν φυσικότατα την καταστροφή σε ασύμμετρα φυσικά φαινόμενα.

Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος συμφωνούσε, έφταιγε η φύση και όχι ο άνθρωπος. Ήταν «θέλημα Θεού», έφτασε να γράψει η εφημερίδα «l’ Unità».

Κάποια στιγμή βέβαια έγινε σαφές πως το κύμα που ζητούσε δικαιοσύνη για τους νεκρούς δεν μπορούσε να ανακοπεί. Ο πρωθυπουργός Τζιοβάνι Λεόνε έχασε λίγους μήνες αργότερα τη θέση του και τέθηκε επικεφαλής της νομικής υπεράσπισης της SADE.

Ήταν ο άνθρωπος που κατάφερε να ξελασπώσει την εταιρία, μειώνοντας δραστικά το ποσό της αποζημίωσης που πήραν οι πληγέντες και καταφέρνοντας μάλιστα οι οικογένειες 600 θυμάτων να μην πάρουν μία.

Η δίκη έγινε κεκλεισμένων των θυρών και κατέληξε σε ποινές-χάδι για μια χούφτα εμπλεκομένων. Στην ετυμηγορία του 1969 καταδικάστηκαν ο πρόεδρος της SADE και ο αρχιμηχανικός της, αλλά και ο πρόεδρος της περιφερειακής επιτροπής του υπουργείου Δημοσίων Έργων. Η ποινή τους ήταν 6 χρόνια στη φυλακή.

Ένας μηχανικός της SADE είχε αυτοκτονήσει εντωμεταξύ το 1968. Η κυβέρνηση δεν αξίωσε ποτέ αποζημίωση από την εταιρία. Όσοι γλίτωσαν τις ζωές τους, μετακόμισαν σε ένα νέο χωριό που φτιάχτηκε γι’ αυτούς, το Βάιοντ. Το Λονγκαρόνε και τα γύρω χωριά ξαναχτίστηκαν τα επόμενα χρόνια και όλα ήταν πια μοντέρνα και καινούρια.

Οι κάτοικοι απέκτησαν και μια σειρά από προνόμια, όπως χαμηλότοκα δάνεια για την έναρξη εμπορικής δραστηριότητας, φοροαπαλλαγή για 10 χρόνια και τέτοια πράγματα. Οι περισσότερες επιχειρήσεις που στήθηκαν από την αρχή πουλήθηκαν σε μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα της Βενετίας.

Το 2008, η UNESCO κατέταξε την τραγωδία του φράγματος Βάιοντ ως μια από τις χειρότερες καταστροφές της Ιστορίας που προκάλεσε αποκλειστικά ο άνθρωπος.

Το τραγικό γεγονός δεν έχει σταματήσει εδώ και 60 κοντά χρόνια να προκαλεί το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας.

«Η καταστροφή του ταμιευτήρα του Βάιοντ είναι ένα κλασικό παράδειγμα των συνεπειών της αποτυχίας μηχανικών και γεωλόγων να κατανοήσουν τη φύση του προβλήματος που προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν», σχολίασε κάποια στιγμή ειδικός σε ιταλική εφημερίδα.

Ίσως δεν είχε ακούσει για μια κυβέρνηση και μια εταιρία…