Ακόμα και σήμερα αν πας σε κάποιο παραδοσιακό καφενείο του Πειραιά και πετύχεις μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους, ντόπιους, που ζουν πολλές δεκαετίες στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, είναι δεδομένο πως θ’ ακούσεις πολλές ιστορίες για την Τρούμπα.

Την κακόφημη συνοικία που τραγουδήθηκε και έγινε ταινίες. Μυρωδιά χασισιού και αγοραίος έρωτας. Μαχαιρώματα. Τσαμπουκάδες. Παράνομες λέσχες και ζάρια στην άκρη του πεζοδρομίου.

Γυναίκες που πουλούσαν τα κορμιά τους και αδίστακτοι νταβατζήδες που τράβαγαν φαλτσέτα απλά και μόνο επειδή πέρασες από δίπλα τους και τόλμησες να τους κοιτάξεις. «Η πιο ζόρικη διαδρομή, για τους ανυποψίαστους», όπως έγραφε ο Διονύσης Χαριτόπουλος στον πρόλογο του βιβλίου του «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι», θέλοντας να περιγράψει το τι περίμενε κάποιον όταν περπατούσε «στις σκληρές γειτονιές Τρούμπα, Δραπετσώνα, Ταμπούρια, Καμίνια, Κοκκινιά, Πέραμα και τα άγρια Μανιάτικα σφηνωμένα ανάμεσα σε βράχια και λασπόνερα».

Ή όπως έγραφε η Σπεράντζα Βρανά στο βιβλίο της «η Τρούμπα», με μια πιο «παραμυθένια» γραφή: «Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα από τα πιο όμορφα λιμάνια της Μεσογείου, τον Πειραιά, υπήρχε μια συνοικία, που ήταν το καμάρι του και η… ντροπή του».

Φτώχεια αλλά και μπέσα. Ανέχεια αλλά και αξιοπρέπεια. Μέσα σε χρόνια δύσκολα. Όλα αυτά σταμάτησαν μέσα σε μια νύχτα. Όταν τα περιβόητα «κόκκινα φανάρια» έσβησαν για πάντα, τα μεσάνυχτα της 12ης Σεπτεμβρίου του 1967, με απόφαση της Χούντας.

Οι «χρυσές ημέρες» της Τρούμπας

Υπάρχει κάτι το οξύμωρο στην ιστορία αυτής της άγριας συνοικίας. Αυτό το οξύμωρο που το περιγράφει άψογα η Σπεράντζα Βρανά στο ομώνυμο βιβλίο της. Η Τρούμπα άρχισε να «μεγαλώνει» σταδιακά από το 1937 και έπειτα. Αυτό που σήμερα γνωρίζουμε (μέσα από διηγήσεις, βιβλία, τραγούδια και ταινίες) διαμορφώθηκε από το 1944 και έπειτα, για να γιγαντωθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και τελικά να «σβήσει» το 1967.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πριν την Τρούμπα υπήρχαν τα Βούρλα της Δραπετσώνας. Σε εκείνη την περιοχή λειτούργησε το 1852 το πρώτο «σπίτι». Η ανάγκη προήλθε μετά τον αποκλεισμό του Πειραιά από τους Άγγλους και αφορούσε όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό την… «εξυπηρέτηση» των στρατιωτών και των πληρωμάτων των ξένων στόλων. Μέσα στα επόμενα χρόνια στην περιοχή άρχισαν ν’ ανοίγουν κι άλλα «σπίτια» αλλά το πλήρωμα του χρόνου ήρθε το 1937. Τα σπίτια κλείνουν με απόφαση της Μεταξικής δικτατορίας με σκοπό την καταπολέμηση της… «ασωτείας».

Πράξη άκρως υποκριτική διότι την αμέσως επόμενη ημέρα οι γυναίκες που δούλευαν εκεί μεταφέρθηκαν σε άλλα «σπίτια», μόλις μερικά χιλιόμετρα ανατολικότερα. Στην Τρούμπα. Για τους αμύητους είναι η περιοχή στο δυτικό κομμάτι της Τερψιθέας. Κέντρο της θεωρούταν η οδός Νοταρά και «βοηθητικοί δρόμοι» η Φίλωνος και η Κολοκοτρώνη.

Το όνομά της, σύμφωνα με όσα έχουν μεταφερθεί μέσα στα χρόνια από στόμα σε στόμα, προέκυψε από μια…  μεγάλη τρόμπα νερού που ήταν τοποθετημένη σε μια στέρνα στη διασταύρωση της σημερινής λεωφόρου 2ας Μεραρχίας με την παραλιακή, από την οποία αντλούσαν νερό τα τότε ατμόπλοια του λιμανιού!

Η Τρούμπα, λοιπόν, κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισε να γεμίζει με «κόκκινα φανάρια». Είναι ενδεικτικό πως σύμφωνα με επίσημα στοιχεία στα μέσα της δεκαετίας του 1950 τα «σπίτια» είχαν περίπου 500 δηλωμένες γυναίκες κάθε ηλικίας!

Το «Τζων Μπουλ», το «Μπλακ Κατ», «το Λίμπερτυ Μπαρ», το «Αρζεντίνα», το «Κιτ Κατ», το «Σανγκάι», το «Μοκάμπο», το «Πουέρτο Ρίκο», το «Μιλάνο» καθώς και το «45 Γιάννηδες», ήταν μερικά από τα νυχτερινά κέντρα. Πολλά ξενοδοχεία, όπως το «Λουξ», το «Μαξίμ», το «Αλεξάνδρεια», το «Παράδεισος» και το «Αίγυπτος». Υπήρχαν, ωστόσο, και τρεις κινηματογράφοι («Φως», «Ηλύσια» και «Ολύμπικ»), που προέβαλαν από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ σε καθημερινή βάση ταινίες ακατάλληλου για ανηλίκους περιεχομένου.

«Με έπιασε Αμερικανάκι…»

Φόνοι. Άγριοι ξυλοδαρμοί. Ανελέητος τζόγος. Αλλά και ανεκπλήρωτοι έρωτες, πονεμένες ιστορίες και όνειρα που ποτέ δεν εκπληρώθηκαν. Αυτή ήταν η καθημερινότητα στην Τρούμπα.

Προκειμένου να διαταραχθεί αυτή η καθημερινότητα υπήρχε ένας και μόνο λόγος. Να φτάσει στο λιμάνι ο αμερικάνικος στόλος! «Καλώς ήρθε το δολάριο», δηλαδή.

Όσες μέρες παρέμεναν στο λιμάνι τα αμερικάνικα πολεμικά πλοία, η Τρούμπα «πλημμύριζε» από ναύτες. Αυτή η ευκαιρία δεν πήγαινε χαμένη. Η τιμή του αγοραίου έρωτα (στην καλύτερη για τα… ανυποψίαστα ναυτάκια) διπλασιαζόταν από τις 27 δραχμές στις 55! Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, η τιμή εκτοξευόταν στο τριπλάσιο ή και τετραπλάσιο.

Πέρα από αυτό, ωστόσο, υπήρχαν και τα διάφορα κόλπα που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για ν’ αδειάζουν τα πορτοφόλια τους. Το πιο συνηθισμένο ήταν εκείνο που χρησιμοποιούσαν οι κοπέλες στα μπαρ που τους έκαναν να… χύνουν «κατά λάθος» τα ποτά τους, προκειμένου να αγοράζουν άλλα και έτσι να καταγράφονται δεκάδες ιστορίες σύμφωνα με τις οποίες πολλοί ναύτες «ακουμπούσαν» ακόμα και ολόκληρο το μισθό τους σε μπαρ, ξενοδοχεία και «σπίτια»! Και κάπως έτσι βγήκε και η γνωστή σε όλους έκφραση: «με έπιασε Αμερικανάκι…»!

Όπως είναι εύκολα κατανοητό, πάντως,  οι συνθήκες εργασίας για τις γυναίκες ήταν εντελώς απάνθρωπες. Ήταν αναγκασμένες να συνευρίσκονται ακόμα και με 50 άνδρες μέσα στο 12ωρο (10 το πρωί με 10 το βράδυ). Όσες δεν υπάκουαν στις εντολές των νταβατζήδων ξυλοκοπούνταν άγρια προκειμένου την επόμενη φορά να μην φέρνουν αντιρρήσεις.

Η νύχτα που έσβησαν τα «κόκκινα φανάρια»

Όλα αυτά κράτησαν μέχρι τα μεσάνυχτα της 12ης Σεπτεμβρίου του 1967. Εκείνη την ημέρα, εκείνη την ώρα έληγε η προθεσμία που είχαν όλοι στην Τρούμπα να εγκαταλείψουν την περιοχή. Είναι εκείνη η δραματική ώρα που τόσο γλαφυρά αποτυπώνεται στο τέλος της εμβληματικής ταινίας «τα κόκκινα φανάρια» σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη!

Η ταινία αυτή (παραγωγής 1963) που έφτασε να διεκδικεί μέχρι και Όσκαρ στην 36η τελετή απονομής το 1964, αποδείχθηκε προφητική καθώς στο τέλος της περιγράφει κάτι που θα γινόταν στην πραγματικότητα τρία χρόνια αργότερα.

Μόλις πέντε μήνες μετά την επιβολή της δικτατορίας ο χουντικός Δήμαρχος Πειραιά, Αριστείδης Σκυλίτσης, αποφασίζει να «καθαρίσει» την Τρούμπα και δίνει εντολή να αδειάσουν «σπίτια», μπαρ και ξενοδοχεία.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας, ένα όργανο που λειτούργησε επί χούντας και απαρτιζόταν από τον διορισμένο νομάρχη, εισαγγελέα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, έναν εκπρόσωπο του στρατιωτικού διοικητή, από τον διοικητή του Τμήματος Ηθών και από τον Διευθυντή της Αστυνομίας, έδωσε προθεσμία τριών ημερών στους οίκους ανοχής να κλείσουν. Η προθεσμία εξέπνεε ακριβώς τα μεσάνυχτα της 12ης Σεπτεμβρίου.

Η Χούντα διατεινόταν πως αυτό έγινε προκειμένου να… προστατεύσει τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη». Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως το «καθάρισμα» της Τρούμπας ήταν απαίτηση ξένων και ντόπιων μεγάλων ναυτιλιακών και εφοπλιστικών εταιρειών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή εκείνη την περίοδο.

Το σπίτι που γυρίστηκαν τα Κόκκινα Φανάρια, όπως είναι σήμερα

Σε κάθε περίπτωση, εκείνο το βράδυ, όπως προφητικά αποτυπώνει και η ταινία του Γεωργιάδη, κάποιες γυναίκες αποφάσισαν ν’ αλλάξουν ζωή, κάποιες άλλες ακολούθησαν τους νταβατζήδες τους σε άλλες περιοχές και νέα «σπίτια» (εκεί που, μάλλον, δεν χρειαζόταν η… προστασία των ελληνοχριστιανικών ιδεωδών) ενώ μάγκες, τζογαδόροι και χασισοπότες βρήκαν άλλα στέκια προς το κέντρο της Αθήνας. Η Τρούμπα άδειασε και ο Μπαγιαντέρας τραγούδησε: «Η Τρούμπα τώρα έρημη, χωρίς παλικαράκια, οι δρόμοι της ρημάξανε, χαθήκαν τα βλαμάκια».