Υπήρξε μία εποχή που ένας σημερινός 30άρης δεν τη θυμάται, ενώ ένας 40άρης τη θυμάται αχνά. Μία εποχή όπου οι Αθηναίοι για να κάνουν να ψώνια τους, ειδικά την περίοδο των γιορτών, δεν πήγαιναν σε malls, που τότε δεν υπήρχαν ούτε σαν έννοια στη χώρα μας, αλλά στα δύο μεγάλα πολυκαταστήματα του κέντρου: το Μινιόν στην Πατησίων και τον Λαμπρόπουλο στη γωνία της Αιόλου με τη Σταδίου. Πόσοι από μας δεν έχουμε καταχωνιασμένες στην αποθήκη φωτογραφίες με τον… Άη Βασίλη στα δύο αυτά πολυκαταστήματα;

Κι αν το Μινιόν έχει περάσει στη συνείδησή μας ως το μεγαλύτερο ελληνικό πολυκατάστημα, με πάνω από 120.000 διαφορετικά είδη και προσωπικό χιλίων ατόμων, ο «Λαμπρόπουλος» είχε τη δική του ιστορία. Και μάλιστα, μια ιστορία που ξεκινά πολύ πιο παλιά από αυτήν του Μινιόν.

Με καταγωγή από την Κοντοβάζαινα

Η ιστορία του «Λαμπρόπουλου» ξεκινά το 1906, όταν τα αδέλφια Ξενοφών και Βασίλης Λαμπρόπουλος, με καταγωγή από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας, ιδρύουν μία ομόρρυθμη εμπορική εταιρεία, με έδρα ένα κτίριο στη συμβολή των οδών Αιόλου και Σοφοκλέους. Το εταιρικό κεφάλαιο της εταιρείας ανέρχεται στις 10.000 δραχμές – 5.000 δραχμές έκαστος. Επτά χρόνια αργότερα, η έδρα της εταιρείας μεταφέρεται στο κτίριο με το οποίο συνδέθηκε άρρηκτα τις επόμενες δεκαετίες, στη γωνία της Αιόλου με τη Σταδίου (αργότερα επεκτάθηκε στη Λυκούργου).

Βέβαια, θα έλεγε κανείς ότι οι ρίζες της εταιρείας πηγαίνουν ακόμα πιο πίσω, στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο πατέρας των αδελφών Λαμπρόπουλου, Παναγιώτης, άνοιξε το πρώτο μπακάλικο στην Κοντοβάζαινα – προφανώς, το «μικρόβιο» του εμπόρου ήταν στο… DNA της οικογένειας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Ξενοφών Λαμπρόπουλος, όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1898, έβγαζε τα προς το ζην ως πλανόδιος πωλητής ανδρικών ειδών, προτού μαζέψει αρκετά χρήματα για να ανοίξει το «κανονικό» μαγαζί του. Το οποίο με τη σειρά του τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του ήταν επικεντρωμένο στα ανδρικά είδη: πουκάμισα, εσώρουχα, γραβάτες, κάλτσες, μαντίλια και άλλα.

«Σταθμός» στην πορεία της εταιρείας ήταν το έτος 1927, όταν και η «Αφοί Λαμπρόπουλοι» από ομόρρυθμη εταιρεία μετασχηματίστηκε σε ανώνυμη. Σαράντα χρόνια αργότερα, η εταιρεία θα πραγματοποιούσε την είσοδό της στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Το 1934 η εταιρεία απέκτησε ένα υποκατάστημα στην οδό Σταδίου 4, στο οποίο πωλούσε τα ραδιόφωνα και τα γραμμόφωνα της His Master’s Voice, την οποία είχε εξαγοράσει. Εν τω μεταξύ, τα άλλα δύο καταστήματα επέκτειναν την γκάμα των προϊόντων τους, προσθέτοντας γυναικεία είδη και είδη ταξιδίου.

Η κατοχή και η «έκρηξη»

Λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η «Αφοί Λαμπρόπουλοι» εξαγοράζει τα βιομηχανικά σήματα της οδοντόκρεμας «Κολυνός» και του εντομοκτόνου «Κατόλ», διευρύνοντας περαιτέρω το φάσμα των δραστηριοτήτων της. Ωστόσο, ο πόλεμος και η κατοχή δεν άφησαν την εταιρεία ανεπηρέαστη. Το 1942 οι κατοχικές δυνάμεις διέταξαν την επίταξη των καταστημάτων της, ενώ στη διάρκεια των Δεκεμβριανών λεηλατήθηκε η αποθήκη της στην πλατεία Κολιάτσου, όπου βρίσκονταν όλα της τα εμπορεύματα, με αποτέλεσμα να δεχθεί ισχυρό οικονομικό πλήγμα.

Η επιστροφή στην κανονικότητα δεν ήταν απλή υπόθεση. Η εταιρεία βρισκόταν πλέον χωρίς εμπόρευμα προς πώληση, αλλά και χωρίς κεφάλαια για να αγοράσει νέο εμπόρευμα. Παράλληλα, οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στο συνάλλαγμα σήμαιναν ότι η εταιρεία μπορούσε να συναλλάσσεται μόνο με Έλληνες προμηθευτές. Ωστόσο, σύμμαχος της ήταν η ραγδαία αστικοποίηση της μεταπολεμικής Ελλάδας, με την Αθήνα να αναπτύσσεται ταχύτατα και μέσα σε λίγα χρόνια ο πληθυσμός της να φτάνει τα 2,5 εκατομμύρια κατοίκους. Αυτό σήμαινε φυσικά περισσότερη πελατεία για την «Αφοί Λαμπρόπουλος», που επίσης αναπτύχθηκε ταχύτατα, και το 1965 -μία ακόμα χρονιά-σταθμός στην ιστορία της επιχείρησης- εγκαινιάστηκε το ανανεωμένο κατάστημα στη γωνία της Αιόλου με τη Σταδίου, που αυτή τη φορά έφτανε μέχρι τη Λυκούργου.

Πλέον, στο επίκεντρο της διαφημιστικής καμπάνιας της εταιρείας βρίσκεται η γυναίκα, η νοικοκυρά, που αγοράζει για το σπίτι και την οικογένεια. Το σλόγκαν «Αφοί Λαμπρόπουλοι – Διαλέγουν πριν από σας, για σας» γίνεται μία μόνιμη επωδός στις διαφημίσεις του και σημείο αναφοράς για τους καταναλωτές.

Τρία χρόνια αργότερα, η «Αφοί Λαμπρόπουλοι» μπαίνει στο Χρηματιστήριο, αναζητώντας εκεί περαιτέρω χρηματοδότηση για τις δραστηριότητές της.

Τρόμος στα πολυκαταστήματα και κρίση

Το 1980 ήταν μία χρονιά που σημάδεψε βαθιά τον κλάδο των πολυκαταστημάτων. Το μπαράζ εμπρησμών στο Μινιόν, τον Κλαουδάτο, τον Κατράντζο και τον Δραγώνα, αλλά και στο κατάστημα του Λαμπρόπουλου στον Πειραιά, το οποίο είχε κάνει εγκαίνια το 1971, σόκαρε το καταναλωτικό κοινό και απομάκρυνε τους καταναλωτές από τα μεγάλα πολυκαταστήματα του κέντρου. Την εποχή εκείνη άρχισαν να αναπτύσσονται περισσότερες εμπορικές επιχειρήσεις στα προάστια της Αθήνας, και όλο και περισσότεροι επέλεγαν να μην κατεβαίνουν στο κέντρο για τα ψώνια τους, παρά μόνο κατά την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων και κάποια Σαββατοκύριακα. Η αγοραστική κίνηση στο κέντρο έπεσε και τα πολυκαταστήματα βυθίστηκαν σταδιακά σε κρίση.

Η «Αφοί Λαμπρόπουλος» καινοτόμησε το 1991, φέρνοντας στην Ελλάδα την πρακτική «shops in shop», με «περίπτερα» καταστημάτων στους ορόφους της, με την οποία προσέλκυσε μεγάλες μάρκες. Όμως η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει. Οι πωλήσεις έπεφταν, ο ανταγωνισμός μεγάλωνε (παρά το «λουκέτο» στο Μινιόν το 1999) και η εταιρεία δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα.

Το 1999, η εταιρεία πωλήθηκε στον όμιλο Παπαέλληνα, με τα μέλη της οικογένεις Λαμπρόπουλου να διακόπτουν τη μετοχική τους σχέση με την εταιρεία. Δύο χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε ο όμιλος Notos Com, από τη συγχώνευση της «Αφοί Λαμπρόπουλοι» με εταιρείες συμφερόντων Παπαέλληνα. To brand «Λαμπρόπουλος» έκτοτε έπαψε να υπάρχει, μετά από σχεδόν έναν αιώνα ζωής.

Οι καινοτομίες του Λαμπρόπουλου

H εταιρεία διακρίθηκε διαχρονικά για τις καινοτομίες που έφερνε στην ελληνική αγορά. Σε μία εποχή όπου το παζάρι έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στα ψώνια, στις αρχές του 20ού αιώνα, η «Λαμπρόπουλος» διαφήμιζε τις σταθερές τιμές της – χωρίς παζάρια με εμπόρους και πελάτες, με ενιαίες τιμές που ενίσχυαν την αξιοπιστία της και την εμπιστοσύνη μεταξύ της εταιρείας και των προμηθευτών και των πελατών της. Παράλληλα, ήταν από τους πρωτοπόρους της κυριακάτικης αργίας, σε μία εποχή που στη λειτουργία των καταστημάτων δεν ίσχυε προκαθορισμένο ωράριο.

Αξιοσημείωτη είναι και η στάση που κράτησε η εταιρεία στη διάρκεια της Κατοχής, όταν στήριξε τη δημοσιοϋπαλληλική της πελατεία πουλώντας προϊόντα σε προπολεμικές τιμές, την ώρα που ο πληθωρισμός κάλπαζε, ενώ παράλληλα στήριξε τους υπαλλήλους της, παρέχοντάς τους συσσίτιο, άδειες μετ’ αποδοχών και άτοκα δάνεια.

Αλλά και γενικότερα, η συμπεριφορά της εταιρείας απέναντι στους υπαλλήλους της είχε στοιχεία που δε συναντούσε κανείς σε πολλές άλλες επιχειρήσεις. Οι μισθοί του προσωπικού ήταν αρκετά υψηλότεροι από αυτούς που προβλέπονταν στην εκάστοτε συλλογική σύμβαση εργασίας, ενώ ήταν ίδιοι για τους άνδρες και τις γυναίκες που έκαναν την ίδια δουλειά. Παράλληλα, υπήρχαν πολλές διευκολύνσεις προς τους εργαζομένους. Όσοι πήγαιναν φαντάροι, συνέχιζαν να λαμβάνουν τον μισθό τους κανονικά και όταν ολοκλήρωναν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις επέστρεφαν στην εργασία τους, ενώ οι έγκυες γυναίκες έπαιρναν περισσότερη άδεια από την προβλεπόμενη. Επιπλέον, η εταιρεία φρόντιζε ώστε οι ανήλικοι εργαζόμενοί της να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους σε νυχτερινά σχολεία.

Και μπορεί σήμερα περισσότεροι να θυμούνται το «Μινιόν», αλλά ο «Λαμπρόπουλος» διέγραψε τη δική του λαμπρή ιστορία στο ελληνικό εμπόριο, σε έναν «χρυσό» αιώνα με σταθερή παρουσία, παρά τα σκαμπανεβάσματα, και με καινοτομίες που βοήθησαν στην ανάπτυξη της ελληνικής αγοράς.