Μια ανάσα από μεγάλες περιπέτειες βρίσκεται η εταιρεία που επίπλωσε τα Ανάκτορα και το Μέγαρο Μαξίμου, η επιχείρηση που έγινε «must» στα σαλόνια των πλουσίων της Αθήνας και αποτέλεσε από μόνη της «status».

Η Βαράγκης, μία από τις παλαιότερες και γνωστότερες εταιρείες επίπλου στον ελληνικό χώρο με παρουσία στο εξωτερικό περνάει δύσκολες στιγμές.

Με το πέρασμα των ετών το όνομα παρέμεινε συνώνυμο της αναγνώρισης, τα έπιπλα μπήκαν στα «καλά» Αθηναϊκά σπίτια και ταξίδεψαν σε επαρχιακές πόλεις σε σπίτια γιατρών και επιχειρηματιών, ωστόσο οι πιέσεις που φάνηκαν τα τελευταία χρόνια κορυφώθηκαν και πλέον η εταιρεία ζητάει προστασία από τους πιστωτές της.

Το όνομα Βαράγκης στο χώρο του επίπλου κάνει την εμφάνισή του πριν από 120 και πλέον χρόνια. Είναι το 1894 όταν ο Θεμιστοκλής Βαράγκης από την Άνδρο, μέλος μιας οκταμελούς οικογένειας αποφασίζει να φτιάξει τη ζωή του στην Αθήνα.

Αποφασίζει να γίνει μαραγκός και δεν αργεί να πάρει μαθήματα από τη Διπλάρειο Σχολή Επιπλοποιών. Μια σχολή που μόνο τυχαία δεν είναι, καθώς ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1892,από τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κυπάρισσο Στέφανο, με σκοπό την προαγωγή και ανάπτυξη της δωρεάν τεχνικής διδασκαλίας.

Ο Αριστείδης Διπλάρης  μετά τον θάνατό του και με την διαθήκη του όρισε να ιδρυθεί η ομώνυμη Σχολή, στην οποία θα διδάσκονται δωρεάν σε νέους και νέες Σχέδιο και γενικά Τέχνες, με στόχο να εξασφαλίζεται επαγγελματική σταδιοδρομία στους αποφοίτους της.

Καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας των Σχολών εκπαιδεύτηκαν άνω των 65.000 τεχνίτες όλων των ειδικοτήτων και στελέχωσαν τις Ελληνικές Βιοτεχνίες, τις Βιομηχανίες και τη Δημόσια Διοίκηση και συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της Εθνικής Οικονομίας.

Ο Βαράγκης λοιπόν έμαθε την τέχνη του επιπλοποιού σε αυτή τη σχολή.

Η δε συνάντηση με τον Δημήτριο Αθηναίο ήταν το σημείο καμπής. Οι δυο τους έστησαν το 1900 ένα μικρό εργαστήρι κατασκευής επίπλων που θα γνώριζε μεγάλες δόξες.

Δουλεύοντας το ξύλο και ακολουθώντας τις τάσεις των διεθνών καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής, κατάφεραν να κερδίσουν τις εντυπώσεις της «καλής κοινωνίας» της Αθήνας.

Τα Ανάκτορα και το Μέγαρο Μαξίμου

Μέσα σε λίγα χρόνια κατάφεραν μάλιστα να περάσουν τις πύλες των βασιλικών ανακτόρων του Τατοΐου, επί βασιλείας Γεωργίου Α’. Ανέλαβαν την επίπλωσή τους, εξασφαλίζοντας μια φήμη που ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να φανταστούν.

Μετά από τη δουλειά στα Ανάκτορα η γωνία Πινακωτών και Σόλωνος, το εργαστήρι από όπου ξεκίνησαν δεν τους χωρούσε.

Έτσι το 1917, το εργαστήρι μεταφέρθηκε στην οδό Λεωνιδίου 17, στον Βοτανικό. Μετατράπηκε μάλιστα σε ένα μικρό εργοστάσιο. Την ίδια χρονιά, η σκυτάλη πέρασε στον Νικόλαο Αθηναίο και τον Δημήτρη Βαράγκη, τους απογόνους των ιδρυτών.

Το 1922, το εργοστάσιο μεταφέρθηκε στην Ιερά Οδό και τότε εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή παραγωγής χειροποίητων επίπλων, το λεγόμενο «νέο έπιπλο».

Τα έπιπλα των Βαράγκη και Αθηναίου θα τοποθετηθούν σταδιακά σε όλα τα μεγάλα σαλόνια της Αθήνας, στα ξενοδοχεία «Μεγάλη Βρετανία», «Κινγκ Τζωρτζ», «Ακροπόλ», στον Ορφέα, στου Ζόναρς, στο Μέγαρο Σταθάτου, στην Παλιά Βουλή.

Η κατάσταση άλλαξε την περίοδο του πολέμου και της Κατοχής, όταν το προσωπικό μειώθηκε σημαντικά.

Το 1954 πέθανε ο Δημ. Βαράγκης και το 1955, μετά το τέλος των σπουδών του, ο εγγονός του ιδρυτή, Θεμιστοκλής, ανέλαβε τη σκυτάλη εγκαινιάζοντας ακόμη ένα νέο  εργασιακό χώρο, στην Πεύκη Αττικής το 1964. Το 1969 ιδρύθηκε η εταιρεία Βαράγκης ΑΒΕΠΕ, ενώ το 1970 γίνεται το μεγάλο άλμα στο εξωτερικό με το άνοιγμα καταστήματος στο Παρίσι.

Άλλη μια καλή χρονιά ήταν το 1975 όταν και η εταιρεία ανέλαβε την επίπλωση του Μεγάρου Μαξίμου.

Ήδη από το 1952 το Ελληνικό Δημόσιο είχε έρθει σε συνεννόηση με τον Δ. Μάξιμο προκειμένου να αγοράσει την κατοικία του. Για την εκτίμηση του ακινήτου συστήνεται επιτροπή η οποία τότε εκτιμά την αξία του ακινήτου σε 11 δισεκατομμύρια δραχμές. Στη συνέχεια, ο Υπουργός των Οικονομικών επισκέφθηκε τον Δ. Μάξιμο, οποίος του δήλωσε ότι δέχεται να πουλήσει την κατοικία του στο Δημόσιο αντί του ποσού των 5,75 δισεκατομμυρίων δραχμών, δηλαδή στο μισό περίπου της εκτίμησης της επιτροπής. Επιπλέον τότε προσέφερε στο Κράτος όλη την επίπλωση της κατοικίας του, καθώς και τους πίνακες που βρίσκονται σ’ αυτήν, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως «Κυβερνητικόν Μέγαρον» και για τη φιλοξενία ξένων υψηλών προσώπων.

Η αγοραπωλησία ολοκληρώνεται, αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το κτήριο παραμένει κενό και υφίσταται πολλές φθορές. Κατά τα χρόνια της δικτατορίας (1967 – 1974) κινδύνεψε να κατεδαφιστεί. Την περίοδο αυτή καταστράφηκαν τα μωσαϊκά δάπεδά του. Τελικά όμως επικράτησε η άποψη να διατηρηθεί και να επαναχρησιμοποιηθεί είτε ως επίσημη κατοικία και γραφείο του εκάστοτε Πρωθυπουργού, χρήση την οποία διατηρεί ως σήμερα. Τη δε επίπλωση ανέλαβε ο Βαράγκης.

Οι πιέσεις και η προστασία

Η έλευση της δεκαετίας του ’80 σηματοδοτεί πιέσεις για το ελληνικό έπιπλο, λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού. Τότε εντατικοποιήθηκαν οι προσπάθειες για τη δημιουργία δικτύου καταστημάτων λιανικής. Το 1988 η εταιρεία πέρασε στην τέταρτη γενιά Βαράγκη, η οποία την εισήγαγε στην Παράλληλη Αγορά του Χ.Α. Οι παραγωγικές εγκαταστάσεις μεταφέρθηκαν σε ιδιόκτητους χώρους στο Σχηματάρι Βοιωτίας και η έδρα της εταιρείας μεταφέρθηκε στο Μαρούσι.

Το 2000 συνάπτεται εμπορική συμφωνία συνεργασίας με την πολυεθνική εταιρεία κατασκευής και διανομής επαγγελματικού επίπλου Steelcase SA για την αποκλειστική αντιπροσώπευση σε Ελλάδα και Κύπρο.

Οι πιέσεις όμως των τελευταίων ετών υπήρξαν αυξημένες και την προηγούμενη εβδομάδα η εισηγμένη στο ΧΑ εταιρεία έκανε γνωστό ότι κατέθεσε αίτηση για την λήψη προληπτικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 106α του πτωχευτικού κώδικα.

Όπως φαίνεται προβλήματα ρευστότητας οδήγησαν στην προστασία του πτωχευτικού δικαίου τη «Βαράγκης ΑΒΕΠΕ», την εμβληματική εταιρεία στον χώρο του ποιοτικού επίπλου με μακρά ιστορία που τα τελευταία έτη γράφεται ακόμη και στον Περσικό Κόλπο όπου επεκτάθηκε για να αντισταθμίσει τη μεγάλη πτώση της εγχώριας αγοράς.

Κατέθεσε αίτηση στο Πρωτοδικείο, με τη σύμφωνη γνώμη του 74% του συνόλου των πιστωτών της.

Σύμφωνα με τη διοίκηση της «Βαράγκης», η προστασία που παρασχέθηκε από τις δικαστικές αρχές έχει σκοπό «τη διατήρηση της εύρυθμης λειτουργίας της εταιρείας, τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς όλων των τομέων δραστηριότητάς της, καθώς και την αποφυγή μείωσης της αξίας της εταιρικής περιουσίας». Η μητρική «Βαράγκης» συνεχίζει την υλοποίηση των έργων που έχει αναλάβει η ίδια και οι θυγατρικές της στις χώρες της Μέσης Ανατολής, καθώς και τις απαραίτητες διαδικασίες σχετικά με την ανάληψη νέων έργων στις χώρες αυτές.

Παράλληλα οι πωλήσεις της εντός Ελλάδος μέσω του τμήματος λιανικής «Διά χειρός Βαράγκη», καθώς και τα ειδικά επαγγελματικά έργα, συνεχίζουν να πραγματοποιούνται απρόσκοπτα, διαβεβαιώνει η διοίκηση της «Βαράγκης» με ανακοίνωσή της προς το Χρηματιστήριο. Τονίζει δε πως «στόχο της αποτελεί η πλήρης αναδιοργάνωση της χρηματοοικονομικής της λειτουργίας για την προστασία των συμφερόντων των συντελεστών της και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας».