«Λευκές σελίδες μπροστά μου. Κι ένα μολύβι. Το χέρι μου προέκταση της ψυχής μου, έτοιμο να γεμίσει τις σελίδες με εικόνες και συναισθήματα, ενθύμια από το ταξίδι μου στην κόλαση και την επιστροφή στη ζωή. Μία ραψωδία θριάμβου της ανθρώπινης ψυχής, που ξεκίνησε επτά χρόνια πριν. Αρχές καλοκαιριού του 2009. Όταν με χτύπησε ο καρκίνος». Της Μαργαρίτας Τζαγκαράκη Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Έτσι περιγράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του «Κώστας Χαρδαβέλλας-Το ζεϊμπέκικο του νικητή» τον τεράστιο αγώνα που έδωσε ο γνωστός δημοσιογράφος, ο ακούραστος ρεπόρτερ για να σταθεί όρθιος και να νικήσει τον καρκίνο. Όταν οι γιατροί του έδιναν λίγες πιθανότητες να ζήσει, εκείνος κατάφερε να ξεπεράσει το κακό και να βγει ο απόλυτος νικητής. Το δικό του «ζεϊμπέκικο του νικητή» το χόρεψε το βράδυ της Πρωτοχρονιάς του 2010. Ο ίδιος γράφει: «Ήταν βράδυ Πρωτοχρονιάς του 2010. Όπως κάθε φορά, σε αυτή τη γιορτή, μαζεύω κάποιους φίλους και αλλάζουμε το χρόνο μαζί στο σπίτι μου στο Παλαιό Φάληρο. Ένα έθιμο που το κρατάω 25 χρόνια. Όταν είχα πάρει το μήνυμα ότι “πάμε καλά” και μάλλον τελειώσαμε μου ήρθε αυθόρμητα και λέω “κάντε στην άκρη στο σαλόνι θέλω να χορέψω για μένα”. Έτσι, έβαλα το CD με “Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας του Μάνου Λοΐζου” και σηκώθηκα και χόρεψα για μένα, για την πάρτη μου που λένε, δεν έβλεπα κανένα γύρω μου. Εκείνη η στιγμή ήταν για μένα το ζεϊμπέκικο του νικητή: ο νικητής που χόρευε ζεϊμπέκικο και είχε βάλει απέναντί του τον καρκίνο, τον είχα παραμερίσει, τον είχα σβήσει, του είχα πει ότι είσαι λίγος για μένα κι εγώ σε κέρδισα και πάμε παρακάτω»…

Αναμνήσεις από ένα ταξίδι στην κόλαση

ΧΑΡΔΑΒΕΛΛΑΣ«Κύριε Χαρδαβέλλα, καλησπέρα, θα ήθελα να κάνουμε μια συνέντευξη». «Να κάνουμε, γιατί να μην κάνουμε;». Ένα «ναι», τόσο απλά. Έτσι αντιμετωπίζει τα πάντα στη ζωή του. Χωρίς πολλά πολλά. Δεν το κουράζει πολύ. Έτσι, αντιμετώπισε και τον καρκίνο. Τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Όπως μπήκες θα φύγεις, δεν σε κάλεσε κανείς». «Όχι δεν είμαι υπερήρωας» μου λέει κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας «αλλά είμαι μαχητής, δεν θα αφήσω ένα παλιάτσο» -έτσι αποκαλεί τον καρκίνο- «να με λυγίσει». Συνοδοιπόροι σε όλη αυτήν την προσπάθεια η οικογένειά του, η γυναίκα του Μαρία, το όνομα της οποίας αναφέρεται 184 φορές στο βιβλίο «Κώστας Χαρδαβέλλας – Το ζεϊμπέκικο του Νικητή» και ο γιος του Κωνσταντίνος. Σκέψεις, αγωνίες, ελπίδες αλλά και η σιδερένια θέλησή του να κρατηθεί στη ζωή, αποτυπωμένα στο χαρτί από τον ίδιο, ηχογραφημένα στο μαγνητόφωνο, ακόμη και πρόχειρες σημειώσεις πάνω σε χαρτοπετσέτες την ώρα του φαγητού, παραδόθηκαν στον γιο του Κωνσταντίνο κι εκείνος τις έκανε βιβλίο «για εκείνους που έχουν ανάγκη από μια μικρή φλόγα ελπίδας». Πώς αισθάνεται ένας άνθρωπος που έχει 70% πιθανότητες να φύγει και 30% να ζήσει; Αυτό το ερώτημα στροβίλιζε το μυαλό μου από την ώρα που θα τον συναντούσα κι έτσι ακριβώς θα ξεκινούσε η συζήτησή μας… – Πώς είναι να ζει ένας άνθρωπος γνωρίζοντας ότι έχει 70% πιθανότητα να φύγει και 30% να μείνει; «Εάν πιστέψεις ότι έχεις 70% πιθανότητα να φύγεις και 30% να μείνεις τότε μπορεί και να τρελαθείς. Δεν ξέρω αν αντέχετε αυτό το πράγμα, δεν ξέρω πώς μπορείς να ζήσεις με μία τέτοια σκέψη, πώς μπορείς να κοιμηθείς με τέτοια σκέψη. Εγώ πάντως όταν μου το είπε ο γιατρός, ότι έχω 30% πιθανότητες να ζήσω και 70% να φύγω απλά δεν το πίστεψα. Μάλλον δεν το δέχτηκα, δεν μπορούσα να δεχτώ ότι εγώ αυτός που είμαι, με όλα αυτά που έχω κάνει στη ζωή μου, με όλες τις δραστηριότητες που έχω, που δεν έχω αρρωστήσει σχεδόν ποτέ μου, που ασχολούμαι με τον αθλητισμό, που έχω αντοχές φοβερές, δεν μπορούσα να πιστέψω, να δεχθώ ότι είχα μόνο 30% πιθανότητες να ζήσω. Από την πρώτη στιγμή πίστεψα ότι έχω 100% πιθανότητες να ζήσω. Έτσι μπορούσα και κοιμόμουν, έτσι μπορούσα κι είχα ξεπεράσει την αγωνία ενός τέλους που ήταν αναπόφευκτο σχεδόν γιατί άμα σου δίνουν 70% πιθανότητες να φύγεις, είναι σαν να σου λένε ότι θα φύγεις. Το 70% είναι 7/10, 7 στις 10 πιθανότητες. Δεν με συνέτριψε αυτό το γεγονός, δεν με συνέθλιψε γιατί από την πρώτη στιγμή δεν το πίστεψα. Με ανθρώπους όμως που έχω κουβεντιάσει και είχαν το ίδιο μήνυμα από τους γιατρούς τους πραγματικά τους λυπήθηκε η ψυχή μου. Τους είδα να έχουν καταρρεύσει, τους είδα να έχουν ήδη φύγει και να μην το ξέρουν ούτε οι ίδιοι, σε κάποιον μάλιστα είπα ότι έχεις ανοίξει το καπάκι του τάφου σου κι έχεις βάλει το ένα σου πόδι μέσα τώρα βάλε και το άλλο. Ήταν άνθρωποι που τους είχαν πει οι γιατροί έχεις πιθανότητες 60% να φύγεις, 70% να φύγεις, άνθρωποι που δεν πίστευαν, δεν ήλπιζαν σε τίποτα. Εγώ ήλπιζα και πίστευα, κι αυτό είχε ανατρέψεις τις ισορροπίες. Για μένα υπήρχε πιθανότητα πλέον, γιατί έτσι το έλεγε η ψυχή μου, 70% να ζήσω και 30% να φύγω, είχα ανατρέψεις τις ιατρικές στατιστικές». – Η πρώτη μέρα που το μάθατε, οι πρώτες σκέψεις και το πρώτο πράγμα που κάνατε; «Η πρώτη μέρα που το έμαθα ήταν μια καλοκαιριάτικη μέρα του Ιουνίου του 2009. Ήταν ένα Σάββατο μεσημέρι θυμάμαι, γεμάτο ήλιο, πολύ όμορφη μέρα, δεν είχα και δουλειά και είπα να πάω να με δει ένας γιατρός εδώ στο Ιατρικό Κέντρο του Παλαιού Φαλήρου γιατί είχα ένα εξόγκωμα μέσα στο στόμα μου, στον ουρανίσκο, που εγώ πίστευα ότι ήταν ένα πρήξιμο του δοντιού, μία κύστη στο δόντι. Δεν με πόναγε. Ήταν ένα εξογκωματάκι, ήταν σαν καρούμπαλο μικρό. Λέω “ας πάω να το δω να μου πουν τι είναι”. Δεν ξεκίναγα για ένα κακό νέο, ξεκίναγα περισσότερο να μου πουν “ξέρεις κάτι πήγαινε να σε δει ένας οδοντογιατρός καλύτερα ή κανένας στοματολόγος”. Όταν όμως είδα το γιατρό να με εξετάζει και να ιδρώνει ξαφνικά, να αλλάζει η έκφραση του προσώπου του κατάλαβε ότι έβλεπε κάτι πολύ κακό. Κι όταν κατάλαβα ότι έβλεπε κάτι πολύ κακό, αμέσως το μυαλό μου πήγε στον καρκίνο. Ένιωσα ενστικτωδώς ότι υπήρχε καρκίνος, ότι υπήρχε μεγάλο πρόβλημα. Ο άνθρωπος μου είπε ότι πηγαίνετε να κοιταχτείτε τώρα αμέσως εάν μπορείτε σε ένα γιατρό που θα σας κάνει ένα υπερηχογράφημα και μία τομογραφία αξονική και μαγνητική. Τον κοίταξα στα μάτια, θυμάμαι εκείνον το τύπο, και του λέω “Γιατρέ βλέπεις καρκίνο ε;” και μου λέει “βιαζόσαστε πολύ δεν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο”. Εγώ όμως καταλάβαινα από τα μάτια του ότι είχε δει καρκίνο. Την πρώτη μέρα που το έμαθα, μάλλον την πρώτη ώρα που το έμαθα ήταν ένα σοκ, ένα ισχυρό σοκ. Ένιωσα να φεύγει η Γη κάτω από τα πόδια μου. Οι πρώτες μου σκέψεις ήτα τι θα γίνει με τα παιδιά μου και τα παιδιά μου για μένα είναι η Μαρία (η σύζυγός του) και ο Κωνσταντίνος. Ένιωθα ότι θα τους άφηνα πάρα πολύ νωρίς και αυτό με τρέλαινε. Το άλλο ήταν ότι επειδή λατρεύω τη ζωή, ένιωθα μία πίκρα γιατί ένιωθα ότι ακόμα είχα να κάνω πολλά και ότι έπρεπε να φύγω και ότι ο καρκίνος μπορεί να με σκότωνε. Αυτές ήταν οι πρώτες μου σκέψεις. Και λυπόμουν γιατί θα άφηνα πίσω μου δύο ανθρώπους και κάτι που δεν πρόλαβα να κάνω. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάρω το αυτοκίνητό μου από το Ιατρικό Κέντρο Π. Φαλήρου που είχα πάει εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου και να πάω μία μακρινή βόλτα σχεδόν μέχρι το Σούνιο. ΧΑΡΔΑΒΕΛΛΑΣ Ήθελα να μείνω μόνος μου με τη θάλασσα μπροστά μου, που την αγαπώ πάρα πολύ, να σκεφτώ, να ισορροπήσω μέσα μου μερικά πράγματα να δω τι θα πω στη Μαρία και στον Κωνσταντίνο όταν θα γυρνούσα σπίτι. Θα τους έλεγα την αλήθεια; Θα τους έλεγα ότι υπάρχει καρκίνος; Δεν υπήρχε βέβαια διαπίστωση ακόμα, ήταν σαν σκέψη δική μου αλλά ήμουν σίγουρος. Αποφάσισα να μην τους πω τίποτα. Γύρισα από τη βόλτα μου εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου, μετά από την βόλτα μου στο Σούνιο, αφού έμεινα αρκετά με τον εαυτό μου φάγαμε κανονικά αλλά η Μαρία με κατάλαβε μόλις μπήκα μέσα ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει και αναγκάστηκα να της το πω ότι είναι πολύ πιθανό να έχω καρκίνο». «Άσπρισε κάρφωσε για λίγο το βλέμμα της στον τοίχο. Μια ματιά στο κενό γεμάτη τρόμο και πόνο. Και αμέσως μετά έγινε η Μαρία που περίμενα: Ok, ό,τι και να ‘ναι θα το αντιμετωπίσουμε» γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του. – Σκεφτήκατε ποτέ ότι δεν θα αντέξετε; «Όχι! Ούτε μία στιγμή. Ειλικρινά μιλάω, ούτε μια στιγμή απολύτως! Σε όλο αυτό το τρίμηνο που κράτησαν οι θεραπείες οι σκληρές, οι χημειοθεραπείες και οι ακτινοβολίες, μιλάμε για 6 χημειοθεραπείες και 34 ακτινοβολίες στο λαιμό μου και μετά τα πέντε χρόνια που πρέπει να περάσουν για να νιώσει κανείς ότι τελείωσε αυτή η ιστορία. Μέχρι το 2014 υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να ξαναεμφανιστεί. Δεν πίστευα ούτε μία στιγμή ότι δεν θα αντέξω. Και αυτό με έκανε και σώθηκα γιατί όπως μου είπαν οι γιατροί ένα 50% της σωτηρίας μου οφείλεται στη δύναμη της ψυχής μου, στη θέλησή μου να ζήσω και στον αγώνα που έκανα βέβαιος ότι θα αντέξω». – Μόνος ή καλύτερα με παρέα τελικά στον αγώνα αυτό; «Δεν μπορείς να είσαι μόνος σου, δεν αντέχεις να είσαι μόνος σου, θέλεις να έχεις δίπλα σου κάποιους ανθρώπους. Φρόντισα να μην το κοινοποιήσω για να μην δω τη ζωή μου κρεμασμένη στα μανταλάκια των περιπτέρων. Είμαι βέβαιος ότι εάν το κοινοποιούσα θα έβλεπα μία μέρα στα περίπτερα καμία εφημερίδα να γράφει “ο Χαρδαβέλλας ο καημένος ο ατυχής πολεμάει με τον καρκίνο για να ζήσει” και κάτι τέτοιες βλακείες. Δεν είπα τίποτα. Το ήξερε μόνο η Μαρία. Δεν το ήξερε ο γιος μου, ο Κωνσταντίνος ήταν πολύ μικρός ακόμα, δεν θα άντεχε να του το πω. Ήταν 16 χρονών ετοιμαζόταν για τις πανελλαδικές και δεν ήθελα να τον φορτώσω με ένα τέτοιο κακό. Το ήξεραν κανά δυο φίλοι καλοί, ο Αντώνης ο Ανδρικάκης με τη γυναίκα του και από εκεί και πέρα τέλος. Ήθελα ανθρώπους κοντά μου, μου στάθηκαν πάρα πολύ η Μαρία και ο Κωνσταντίνος και οι φίλοι μου. Κυρίως αυτό που θέλεις είναι να νιώθεις ότι σε αγαπάνε εκείνες τις στιγμές. Δεν θες να νιώθεις ότι μένουν κοντά σου γιατί σε λυπούνται, αλλά ότι μένουν κοντά σου γιατί σε αγαπάνε και θέλουν μαζί σου να δώσουν τη μάχη».

Πιστεύω στο Θεό αλλά δεν είμαι θεούσος

ΧΑΡΔΑΒΕΛΛΑΣ – Στο βιβλίο κάνετε συχνή αναφορά στη σύζυγό σας, Μαρία, αλλά και στο Θεό; «Η Μαρία στάθηκε εκπληκτικά δίπλα μου. Της το χρωστάω αυτό. Δεν πανικοβλήθηκε ούτε μία στιγμή, δεν μου έδειξε ότι τρομάζει, ότι με λυπάται. Με πονούσε αλλά ήταν πολύ δυνατή δίπλα μου και σαν ενωμένη γροθιά παλεύαμε το θηρίο. Βέβαια μετά έμαθα ότι πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές η ίδια που δεν ήθελε να τις καταλάβω. Στο βιβλίο που είναι όλη μου η ιστορία και την έχει καταγράψει ουσιαστικά ο γιος μου, είναι οι δικές μου σημειώσεις από όλες αυτές τις τραγικές μέρες της μάχης με τον καρκίνο που καθόμουν κι έγραφα. Αυτά τα σημειώματα όλα τα πήρε ο Κωνσταντίνος και τα έκανε βιβλίο: “Κώστας Χαρδαβέλλας: το ζεϊμπέκικο του νικητή”. Υπάρχει ένα γράμμα της Μαρίας στο βιβλίο αυτό που το έγραψε τώρα που φτιάχναμε αυτό το βιβλίο. Μέσα σε αυτό το γράμμα γράφει τις δικές της στιγμές, πώς έζησε όλη αυτήν την ιστορία. Η Μαρία γράφει: “Συχνά εκείνο το καλοκαίρι θα θυμάσαι ότι πολύ συχνά πήγαινα στο μπάνιο και κλεινόμουνα λέγοντας ότι πάω να κάνω ένα ντους κρύο γιατί ζεσταινόμουν πάρα πολύ.” Ουσιαστικά μου γράφει στο γράμμα αυτό στο βιβλίο πήγαινα για να κλάψω κι επειδή δεν ήθελα να με δεις να κλαίω σου έλεγα ότι πάω να κάνω ένα ντους να δροσιστώ. Αυτές είναι μοναδικές στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου που δείχνουν το πώς σου στάθηκε. Η Μαρία. Ναι έχω αναφερθεί στο Θεό. Δεν είμαι θεούσος, δεν είμαι θρήσκος με την έννοια ότι πάω στην εκκλησία ανάβω κεριά και όλα αυτά τα πράγματα και προσκυνάω εντάξει… είμαι πιστός, πάω στην εκκλησία ανάβω ένα κερί, δεν πάω συχνά, δεν είμαι απέναντι στο Θεό και απέναντι στη θρησκεία αλλά δεν είμαι και ο θεούσος. Όμως πιστεύω ότι στη διάρκεια της θεραπείας μου ένιωσα μια θεϊκή προστασία ή τουλάχιστον αυτό ήθελα να νιώσω, είχα την ανάγκη να το νιώσω έτσι. Είχα και 2-3 περιπτώσεις εντελώς μεταφυσικές που ένιωσα την προστασία του θείου, του Θεού. Τη μία όταν προσευχόμουν μπροστά στη εικόνα της Παναγιάς στην Εκατονταπυλιανή στην Πάρο κι ένιωσα ένα χτύπημα στο στήθος σαν μου λέει «είμαι εδώ». Και ήταν κι άλλες φορές που ένιωσα αυτήν την θεϊκή προστασία, για αυτό αναφέρομαι στο Θεό. Όχι με την έννοια του θρησκόληπτου. Πιστεύω ότι υπάρχουν μικρά θαύματα στη ζωή μας, μικρά θαύματα στη ζωή μας γίνονται».

«Ή θα τον έτρωγα ή θα με έτρωγε»

ΧΑΡΔΑΒΕΛΛΑΣ – Τι μάθατε μέσα από τον αγώνα που δώσατε; «Πρώτα από όλα, έμαθα ότι η ζωή έχει ορισμένο χρόνο διάρκειας και είναι και μικρός. Θυμάμαι ότι στα 20 στα 30 μου στα 40 σπαταλούσα απίστευτες ώρες σε βλακείες, χαζομάρες, έχανα ώρες, ξόδευα ώρες και ξαφνικά ανακάλυψα ότι ο χρόνος δεν είναι τόσο πολύς, είναι λίγος. Μετά έμαθα μέσα από τον αγώνα που έδωσα ότι πρέπει να κυνηγάμε το όνειρό μας μέχρι τελευταία στιγμή και πρέπει να παλεύουμε μέχρι τελευταία στιγμή. Δεν μπορούμε να εγκαταλείπουμε τον αγώνα. Τον εγκαταλείπουμε μόνο όταν έρθει το τέλος. Αναπόφευκτα. Εγώ πάλευα με την ψυχή μου, συνέχεια μέχρι το τέλος μέχρι την τελική μου νίκη. Κι έμαθα μέσα από αυτήν την κατάσταση που βίωσα να είμαι πιο επιεικής με τους ανθρώπους, να μην ασχολούμαι και να μην με ματώνουνε μικροζητήματα της καθημερινότητας, “είπε αυτός εκείνο για εμένα, δεν με κάλεσαν εκεί κλπ…” Αυτά που με απασχολούσαν κάποτε μου φαίνονται ξαφνικά τόσο γελοία. Ναι, αυτό μου το έμαθε ο καρκίνος». – Σας άλλαξε σαν άνθρωπο η περιπέτειά σας; «Ναι, με άλλαξε σαν άνθρωπο και πιστεύω ότι έγινα σοφότερος, έγινα καλύτερος. Και κυρίως με έμαθε ότι έχουμε μέσα μας ένα υπερόπλο που δεν το γνωρίζουμε. Κι αυτό είναι η ψυχή μας. Δεν ξέρουμε πόση δύναμη έχει η ψυχή μας. Την ανακάλυψα κι εγώ όταν πάλευα με το Θηρίο». – Τι είναι τελικά το βιβλίο αυτό; Μία κατάθεση ψυχής, ένας λυτρωμός; «Είναι και τα δύο. Είναι και κατάθεση ψυχής κι ένας προσωπικός λυτρωμός. Είναι κατάθεση ψυχής γιατί σε αυτό το βιβλίο περιλαμβάνονται όλες οι μυστικές δικές μου στιγμές και οι ώρες που πέρασα όταν ήμουν μόνος μου κι είχα απέναντι μου τον καρκίνο. Όπως γράφω σε ένα σημείωμα μου: “Ένιωθα ότι είχαμε βγει στα μαρμαρένια αλώνια αυτός κι εγώ. Ή θα τον έτρωγα ή θα με έτρωγε. Δεν υπήρχε μέση οδός”. Είναι σαν τους πιστολέρο στο Φαρ Ουέστ που κοιταζόντουσαν στα μάτια, έβγαζαν τα όπλα και όποιος προλάβαινε σκότωνε τον άλλο. Κάτι τέτοιο έγινε και με τον καρκίνο. Τον προσωποποίησα, του έδωσε οντότητα, του έδωσα πρόσωπο. Για μένα ήταν ένα τέρας κάποιες φορές, και κάποιες άλλες ένας παλιάτσος. Σαν τέρας και σαν παλιάτσος τον αντιμετώπισα και τον σκότωσα τον περιφρόνησα, τον έφτυσα στα μούτρα, του έδειξα ότι δεν τον φοβάμαι όταν ξεκίναγε αυτή η μάχη και αυτό με βοήθησε πάρα πολύ για να την κερδίσω. ΧΑΡΔΑΒΕΛΛΑΣ Είναι λοιπόν μια κατάθεση ψυχής το βιβλίο αυτό αλλά είναι κι ένας λυτρωμός γιατί είχα πάρα πολλά μέσα μου, πράγματα που με βασάνιζαν, που με έπνιγαν, που τα είχα ζήσει και ήθελα να τα εσωτερικεύσω όχι για να κάνω τον μάγκα και τον καουμπόη και τι φοβερός και τρομερός είμαι και τι δυνατός άνθρωπος είμαι, αλλά περισσότερο γιατί ήθελα να δώσω ένα μήνυμα στον κόσμο. Ότι όλοι μπορούμε όταν παλεύουμε να πετύχουμε το όνειρό μας και να κερδίσουμε την ελπίδα μας». – Τι μήνυμα στέλνετε μέσα από αυτές τις σελίδες πλημμυρισμένες με εικόνες και συναισθήματα; «Το μήνυμα είναι ότι δεν σταματάμε ποτέ τη μάχη. Και το μήνυμα δεν απευθύνεται μόνο στους καρκινοπαθείς αλλά απευθύνεται και σε αυτόν που είναι άνεργος, σε αυτόν που έχει μία διαλυμένη οικογένεια σε αυτόν που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Όλους αυτούς του καλώ να συνεχίσουν να δίνουν τη μάχη τους να μην εγκαταλείψουνε. Αυτό είναι το κύριο μήνυμα του βιβλίου και εν πάση περιπτώσει για αυτό το αφιερώνω στους μαχητές της ζωής κι όχι στους νικητές της ζωής. Γιατί δεν υπάρχει πάντοτε νίκη υπάρχει και ήττα μερικές φορές. Αρκεί που έχουμε δώσει τη μάχη». Έφυγα με ένα ακαθόριστο συναίσθημα ελπίδας και αισιοδοξίας και με τα λόγια του αυτά να ηχούν ακόμα στα αυτιά μου: «Τα βιβλίο μου αυτό το αφιερώνω στους μαχητές της ζωής και τους λέω “παιδιά μην κατεβάζετε τα χέρια ποτέ. Παλέψτε μέχρι τελευταία στιγμή”». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend Κράτα το Κράτα το Κράτα το Κράτα το Κράτα το Κράτα το Κράτα το Κράτα το