Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό «αλλάζει την αρχιτεκτονική της επικουρικής ασφάλισης προκειμένου να προσαρμοστεί κατάλληλα στην αντιμετώπιση των σοβαρών προκλήσεων, όπως είναι η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού αλλά και άλλες παθογένειες, όπως το μέγεθος της αδήλωτης εργασίας και του μοντέλου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας», ανέφερε ο υφυπουργός Εργασίας, Παναγιώτης Τσακλόγλου, μιλώντας απόψε στην Ολομέλεια.

Εστίασε στην προεργασία που έχει προηγηθεί και η οποία αποτυπώνεται μεταξύ άλλων και στις τρεις συνοδευτικές μελέτες των επιπτώσεων του νομοσχεδίου που έχουν εκπονηθεί από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, το ΙΟΒΕ και τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους. Παρατήρησε, δε, πως το υφιστάμενο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δουλεύει ικανοποιητικά μόνο όταν οι εργαζόμενοι είναι πολλοί και οι συνταξιούχοι λίγοι, όπως μετέδωσε το ΑΠΕ – ΜΠΕ.

Υπογράμμισε πως χώρες όπως η Δανία, η Ολλανδία ή η Σουηδία που έχουν ένα αξιοζήλευτο επίπεδο κοινωνικής προστασίας, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων έχει υποχρεωτική συμπληρωματική κεφαλαιοποιητική ασφάλιση.

Σε πολλές χώρες τα αποθεματικά των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών ταμείων ξεπερνούν το 100% του ΑΕΠ και σε ορισμένες και το 200%. Σε όλες σχεδόν τις χώρες του ΟΟΣΑ τα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά ταμεία γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό είπε, επιχειρούμε να κάνουμε και στη χώρα μας έστω και με καθυστέρηση δεκαετιών.

Ξεκαθάρισε πως η μεταρρύθμιση αφορά μόνο την επικουρική ασφάλιση και τους νέους εργαζόμενους και η κύρια σύνταξη παραμένει ως έχει.

Το ΤΕΚΑ που θα ιδρυθεί θα είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Η επιλογή του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διευθύνοντος Συμβούλου γίνονται με ιδιαίτερα αυστηρές αξιοκρατικές διαδικασίες (πάντα υπό την αιγίδα του ΑΣΕΠ), συνέχισε.

Η λειτουργία του βασίζεται στην επαγγελματική διαχείριση, υιοθετούνται πρότυπα καλής διακυβέρνησης και υπάρχει διαφάνεια τόσο ως προς τις λειτουργίες του όσο και ως προς την παρεχόμενη πληροφόρηση.

Σημείωσε, έπειτα, πως στο νομοσχέδιο προβλέπονται δύο εγγυήσεις.

  • Μία προς τους ασφαλισμένους του υφισταμένου συστήματος, ότι οι συντάξεις τους θα εξακολουθήσουν να υπολογίζονται με βάση τους τωρινούς κανόνες και δεν θα υπάρξει καμία περικοπή σύνταξης
  • και μία προς τους ασφαλισμένους του νέου συστήματος ότι η σύνταξη που θα λάβουν θα αντιστοιχεί κατ’ ελάχιστον στο ποσό των εισφορών που έχουν καταβάλει σε πραγματικούς όρους – δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη και την επίδραση του πληθωρισμού.

Επιπρόσθετα, υπάρχουν δύο ευνοϊκές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το υφιστάμενο σύστημα:

  • Πρώτον, σε ασφαλισμένους που δεν συμπληρώσουν δεκαπενταετία ασφάλισης επιστρέφονται οι εισφορές τους σε πραγματικούς όρους (αλλά όχι οι αποδόσεις των επενδύσεών τους).
  • Δεύτερον, σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου ασφαλισμένου με χαμηλές εισφορές, παρέχεται σύνταξη που να αντιστοιχεί κατ’ ελάχιστον στις εισφορές δεκαπενταετίας ανειδίκευτου εργάτη.

«Δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό», είπε ο υφυπουργός καθώς παρόμοια κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα λειτουργούν εδώ και δεκαετίες σε πολλές χώρες με επιτυχία, ανέφερε, και πρόσθεσε πως «με βάση αυτή την εμπειρία εκτιμούμε ότι οι συντάξεις του νέου συστήματος θα είναι αισθητά υψηλότερες από αυτές του υφισταμένου».

Ο Π. Τσακλόγλου ανέφερε πως το ασφαλιστικό είναι εθνικό θέμα, και όπως στην εξωτερική πολιτική, θα πρέπει να υπάρχει λίγο ή πολύ μια εθνική γραμμή. Δεν αφορά είπε «τη θητεία μίας κυβέρνησης, αλλά διατρέχει τη θητεία πολλών κυβερνήσεων. Και το νομοσχέδιο για τη μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης αποτελεί σημαντική μακρόπνοη διαρθρωτική μεταρρύθμιση με κύριους ωφελημένους τη νέα γενιά που θα απολαύσει υψηλότερες συντάξεις στο μέλλον, χωρίς να θίγεται το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων του υφισταμένου συστήματος.

Έχει προνοητικό χαρακτήρα και ενισχύει τη σταθερότητα του συνόλου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ενισχύει τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας και βοηθά τόσο στον περιορισμό της αδήλωτης εργασίας όσο και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων στην κοινωνική ασφάλιση και θα ήταν ευχής έργο αν στηριζόταν από ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις στην αίθουσα του κοινοβουλίου».

Αναφερόμενος στην κριτική της αντιπολίτευσης για το «κόστος μετάβασης» ο κ. Τσακλόγλου επεσήμανε τα ακόλουθα:

«Το κόστος μετάβασης προκύπτει ακριβώς επειδή δεν πρόκειται να γίνουν περικοπές στις συντάξεις του υφιστάμενου συστήματος. Στο κεντρικό σενάριο, σε προεξοφλημένες τιμές, το κόστος μετάβασης εκτιμάται σε 56 δισ. Επαναλαμβάνω, σε βάθος 50 ετών. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, μόνο πέρυσι για τη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος – μέσα σε μία και μόνη χρονιά – ο κρατικός προϋπολογισμός συνεισέφερε σχεδόν 16 δις. Δηλαδή, αυτό το κόστος της πεντηκονταετίας ισοδυναμεί με μεταβιβάσεις τεσσάρων περίπου ετών.

Επιπρόσθετα, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, αυτό είναι το ακαθάριστο κόστος. Γιατί “ακαθάριστο”; Διότι, όπως ανέφερα προηγουμένως, σημαντικό μέρος των πόρων του νέου ταμείου θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία, δίνοντας ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, γεγονός που οδηγεί σε υψηλότερους φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με τη μακροοικονομική μελέτη του ΙΟΒΕ, στο κεντρικό σενάριο τα επιπρόσθετα οφέλη σε βάθος πεντηκονταετίας είναι περίπου 50 δισ. Πέραν της πεντηκονταετίας – που είναι το χρονικό πλαίσιο των οικονομικών μελετών που κατατέθηκαν στη Βουλή – τα οφέλη υπερακοντίζουν το κόστος με πολύ μεγάλη διαφορά».

«Επομένως», τόνισε ο κ. Τσακλόγλου, «το καθαρό κόστος μετάβασης είναι ένα απολύτως διαχειρίσιμο μέγεθος, πέραν των λοιπών ωφελειών για τους εργαζόμενους και την ελληνική οικονομία».