Την πεποίθηση ότι η Ελλάδα δεν έχει βγει ουσιαστικά από τα μνημόνια, εξέφρασε σήμερα, από το βήμα του 3oυ Thessaloniki Forum, ο Τομεάρχης Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Χρήστος Σταϊκούρας, επισημαίνοντας ότι «οι δημοσιονομικοί στόχοι παραμένουν σταθερά υψηλοί για πολλά χρόνια, η δημόσια περιουσία είναι δεσμευμένη για έναν αιώνα και η χώρα έχει ενταχθεί σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, πρωτόγνωρα αυστηρό για τα διαχρονικά δεδομένα». ‘Οπως υποστήριξε, δε, οι τελευταίες αποφάσεις για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους τελούν υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις κι αυτή (η βιωσιμότητα) θα επαναξιολογηθεί το 2032.

«Το πρόγραμμα απέτυχε», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «αν υπήρχε μερική σοβαρότητα και υπευθυνότητα και είχε υλοποιηθεί ένα ολοκληρωμένο ρεαλιστικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και είχαν ληφθεί έγκαιρα πιο γενναίες αποφάσεις για τη ρύθμιση του χρέους, αν είχαν αρθεί πλήρως οι κεφαλαιακοί περιορισμοί του 2015 και η χώρα συμμετείχε στο πρόγραμμα ποσοσοτικής χαλάρωσης, τότε σήμερα το κόστος δανεισμού θα ήταν χαμηλότερο και λιγότερο ευμετάβλητο».

Κατά τον κ.Σταϊκούρα, η κυβέρνηση πανηγυρίζει που δεν θα περικοπούν συντάξεις, «πρόβλεψη που μόνη της ψήφισε και δεν περιλαμβανόταν στο τρίτο πρόγραμμα». «Πανηγυρίζει ακόμη γιατί θα μειωθούν κάποιες ασφαλιστικές εισφορές, για κάποιους αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες, αφού πρώτα μόνη της τις αύξησε. Ολα αυτά δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο θριαμβολογίας, ειδικά για μια κυβέρνηση η οποία αποσπασματικά, με μεγάλη καθυστέρηση, κάνει κάποιες μειώσεις φορολογικών συντελεστών, αφού προηγουμένως έχει αυξήσει 29 φόρους, έχει περικόψει δραστικά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και έχει κηρύξει εσωτερική στάση πληρωμών».

Οπως είπε, οι φαύλοι κύκλοι δεν έχουν σπάσει, η οικονομία δεν έχει εισέλθει σε ανοδικό σπιράλ και δεν υπάρχει ρεαλιστικό σχέδιο, πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα για επίτευξη ισχυρής και διατηρήσης ανάπτυξης και ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Κατά τον κ.Σταϊκούρα, οι τέσσερις άξονες εντός τέτοιου σχεδίου θα ήταν: πρώτον, η αλλαγή του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, με απλοποίηση και σταθεροποίηση της φορολογικής νομοθεσίας και μείωση συντελεστών για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Δεύτερον, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας (μεταξύ άλλων με ασφάλεια δικαίου, επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης, υλοποίηση των ήδη σχεδιασμένων ιδιωτικοποιήσεων και εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους). «Σε αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλει μια ευρεία, τολμηρή πρόταση για αλλαγή του συνταγματικού χάρτη χώρας» είπε. Τρίτον, η ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία και τέταρτον, η ενίσχυση της υγιούς επιχειρηνατικότητας.

Κατά τον κ.Σταϊκούρα, η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε επίτευξη υψηλότερων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης. Οι υψηλότεροι ρυθμοί θα βοηθήσουν και θα βελτιώσουν ακόμη περισσότερο τη βιωσιμότητα του χρέους, δίνοντας τη δυνατότητα για σταδιακή αποκλιμάκωση των υψηλών δημοσιονομικών στόχεων. «Ναι, εμείς μιλάμε και για μελλοντική μείωση δημοσιονομικών στόχων, στόχων που θα επιτυγχάνονται μέσω της ανατροφοδούμενης αναπτυξιακής διαδικασίας, χωρίς τη λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας», κατέληξε.

Βενιζέλος: Η Ελλάδα δεν είναι δημοσιονομικά ασφαλής

«Η χώρα δυστυχώς δεν έχει περάσει σε εποχή και περιοχή κανονικότητας και δημοσιονομικής και χρηματοδοτικής ασφάλειας (…) Η χώρα δεν είναι δημοσιονομικά ασφαλής, γιατί δεν έχει λυθεί το πρόβλημα της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Γιατί μέχρι το 2032 έχουμε αποδεχτεί μια σειρά από παραδοχές για αναιμική ανάπτυξη, μοντέλο που έχω ονομάσει εδώ και καιρό «στασιμοχρεοκοπία» και γιατί εκτός από το λεγόμενο μαξιλάρι ασφάλειας, που έχει περιορισμένη ισχύ, δεν είναι διασφαλισμένες οι χρηματοδοτικές μας ανάγκες παρά μόνο μέχρι το 2020», επισήμανε ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (2013-2015) και πρώην υπουργός Εξωτερικών (2013-2015), Ευάγγελος Βενιζέλος.

Κατά την ομιλία του στο Thessaloniki Summit, σημείωσε, ότι και η ευρωπαϊκή συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή, οπότε αν η Ελλάδα χρειαστεί μελλοντικά τους Ευρωπαίους συνομιλητές της, δεν είναι βέβαιο ότι θα «βρίσκονται εκεί» με τον ίδιο τρόπο. «’Εχουμε συνηθίσει μετά το 2010 σε μια σχέση αγάπης και μίσους με την Ευρώπη, σε μια σχέση με μια Ευρώπη καθαρή και απλή στις βασικές επιλογές της, μια Ευρώπη με σημεία αναφοράς. Τώρα έχουμε μια μετακινούμενη Ευρώπη, που αναζητεί νέα κοινωνική, πολιτική, αξιακή, ακόμη και αναπτυξιακή ταυτότητα. Το πρόβλημα δεν είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην ευρωπαϊκή ορθοδοξία και τη νέα ιταλική κυβέρνηση (…) αλλά ότι αρχίζει να τίθεται υπό αμφισβήτηση η θέση της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Θα έλεγα ότι οι εσωτερικές εξελίξεις στη Γερμανία είναι από πλευράς οικονομικής πολιτικής και προοπτικών της Ευρωζώνης πιο σημαντικές από την κρίση ανάμεσα στους θεσμούς των Βρυξελλών και την ιταλική κυβέρνηση, ενώ είναι λιγότερο ορατή η κατάσταση που εξελίσσεται στη Γαλλία (…) Αν η χώρα μας βρεθεί στην ανάγκη να αναζητήσει ξανά τους Ευρωπαίους συνομιλητές της, η Ευρώπη, όπως τη γνωρίζαμε και την έχουμε δοκιμάσει, μπορεί να μη βρίσκεται εκεί, γιατί η ταυτοτική κρίση δεν είναι μόνο κρίση ασφάλειας αλλά και οικονομική», είπε χαρακακτηριστικά.

Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές υποστήριξε ότι «δεν βγαίνουμε στις αγορές, γιατί οι αγορές δεν μας «κλείνουν το μάτι» και μας στέλνουν μήνυμα «μη βγαίνετε»«.

Σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση σημείωσε ότι «η χώρα δεν έχει ασφαλιστικό σύστημα και ότι ο νόμος Κατρούγκαλου ειναι προφανώς ανεπαρκής», ενώ υποστήριξε ότι η μη περικοπή των συντάξεων κακώς πέρασε, αφού «μη περικοπή σημαίνει βεβαίως ότι θα έχουμε αργότερα πρόβλημα ανισότητας με τις μειωμένες νέες συντάξεις (που προβλέπονται από τον νέο νόμο), άρα θα έχουμε νέο κύμα δικαστικών αμφισβητήσεων και διάγνωσης αντισυνταγματικότητας».

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως είναι, κατά τη γνώμη μου, η κυνική και πραγματικά αντιαναπτυξιακή πολιτική του υπερπλεονάσματος» σημείωσε, προσθέτοντας ότι αυτή οδηγεί, μεταξύ άλλων, σε υπερφορολόγηση, συνειδητή εξόντωση της μεσαίας τάξης, σε πόλωση της κοινωνίας και αναδιανομή του μερίσματος της αναπτυξιακής καθήλωσης της χώρας, «διότι διανέμεται ένα πελατειακό μέρισμα, που προέρχεται από τη θυσία αναπτυξιακής προοπτικής χώρας».

Κατά τον κ.Βενιζέλο, η Ελλάδα χρειάζεται πόρους για να καλυφθεί ένα κολοσσιαίο αναπτυξιακό κενό «και οι πόροι αυτοί δεν υπάρχουν, άρα πολύ φοβούμαι ότι όλα αυτά ναρκοθετούν την επόμενη μακρά περίοδο, ανεξαρτήτως χρόνου διεξαγωγής των εκλογών κι ανεξαρτήτως συσχετισμού δυνάμεων στην επόμενη Βουλή».